Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Θεσσαλία», στις 22 Αυγούστου 1962.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΑΥΞΑΝΟΜΕΝΟ ΠΑΝΤΑ ΡΥΘΜΟ Η ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΔΡΟΜΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ. - Η ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΣΤΟΝ Ε.Ο.Τ.. - ΓΕΝΙΚΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΩΝ: Η ΘΕΣΠΕΣΙΑ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ ΝΑ ΜΕΙΝΗ ΠΡΟΣΙΤΗ ΣΤΟ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΚΟΙΝΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ.
Σὰν ἀποχαιρετοῦσα τὸ περασμένο χρόνο τοῦτο τὸ ὀνειρεμένο περιγιάλι τῆς Σκιάθου μὲ τὸ τέλος τῆς καλοκαιρινῆς σαιζὸν, θυμᾶμαι γνώριμὸς μου ἐκεῖ μὲ ξεπροβόδισε μὲ τὸ πικρὸ παράπονο: Εἶναι ἡ τελευταία χρονιὰ ποὺ ἐπισκεφτόμαστε πιὰ τὶς «Κουκουναριὲς». Τοῦ χρόνου θὰ τὶς ἀγοράση ὁ τουρισμὸς, ὁπότε ἐμεῖς δὲν θὰ ἔχουμε θέση ἐδῶ. Μόνο οἱ πλούσιοι θ’ ἀπολαμβάνουν τὶς ὀμορφιὲς των.
Νὰ ὃμως ποὺ ἦρθε καὶ ἡ φετεινὴ χρονιὰ κι’ ἐλεύτερος πάλι πατάω τὴν ἀμμουδιὰ των. Οὔτε τουρισμὸς ἀκόμα, οὔτε ξενοδοχεῖον ὃπως ἔχει προγραμματισθῆ, οὔτε τίποτα ποὺ νὰ ὑπογραμμίζη τὴν παραχώρησὴ των στὸν Ε.Ο.Τ. Τὸ τοπίο μὲ ἀδιάσπαστη τὴν αἰσθητικὴ του ἀρτιότητα καθρεφτίζει ὁλοῦθε τὴν πρωτόγονη ἁπλότητὰ του. Ἁπλᾶ καὶ τὰ τρία κεντράκια του, ἐναρμονισμένα πρὸς τὴν ἀρχιτεκτονικὴ τοῦ τόπου, προσφέρουν κάθε μέρα ζωντανὸ ψάρι καὶ ξεκουράζουν κάτω ἀπ’ τὴ πηχτὴ σκιὰ τῶν δέντρων τοὺς ἐπισκέπτες. Κι’ ὃπου δὲ φτάνει ὁ ἴσκιος τῶν κουκουναριῶν, χύνεται παχὺς ὁ ἴσκιος αὐτοσχέδιων σκιάδων. Στὸ βάθος τὸ περίγραμμα τῶν δέντρων, ἀντίκρυ ἡ ἀκύμαντη θάλασσα κι’ ἀνάμεσα μιὰ χρυσίζουσα ἀμμουδιὰ μὲ μιὰ ἄμμο σὰν ἀλεύρι! Σ’αὐτὴ καὶ στὶς πανώριες κουκουναριὲς, ποὺ φυτρώνουν μὲς ἀπ’ τὸν ἀμμώδη τάπητα, θαρῶ πὼς ἑδραιώνεται ἡ παγκόσμια φήμη τούτης τῆς πλάζ καὶ χάρη σ’ αὐτὴ τὴ δυαδικὴ ἁρμονία, παίρνουν θέσι πρωτεύουσα στὸν πίνακα τῶν θελκτικωτέρων περιγιαλῶν τοῦ κόσμου.
Δυστυχῶς τούτη τὴ γραφικὴ συνοχὴ τῶν πυτιοφόρων τὴν ἔχουν σπάσει στὸ νοτιώτερο σημεῖο ἀνθρώπινα χέρια πρὶν ἀπὸ λίγους μῆνες. Ἀκόμα πρὶν καλὰ - καλὰ ἀποφασιστῆ ἡ ἀνέγερση τοῦ τουριστικοῦ ξενοδοχείου ἐκεῖ ἡ ἀνθρώπινη μηχανὴ ἐκανε τὸ... θαῦμα της. Σώριασε ἀβασάνιστα τόσα δένδρα, γιὰ νὰ χτιστῆ τὸ ξενοδοχεῖο, ἡ κατασκευὴ τοῦ ὁποίου τελικὰ ἀναβλήθηκε ἡ ματαιώθηκε. Οἱ πολλοὶ Σκιαθίτες ποὺ ξέρουν νὰ συγκινοῦνται ἀπ’ τὴν αἰσθητικὴ τοῦ δάσους τονίζουν μὲ πόνο τὴν ἀνήκουστη πράξη. Διαμαρτύρονται κι’ οἱ ξένοι, ποὺ μένουν μὲ τὴν ὀπτική οἰκειότητα τοῦ χώρου. Μὰ πρὸς τὶ; Ἡ πληγὴ π’ ἀνοίχτηκε στὸ ἄλσος τῶν «Κουκουναριῶν» παραμένει καὶ ποιὸς ξέρει γιὰ πόσα ἀκόμα χρόνια ἀνοιχτὴ... Τὶ κρῖμα...
Γιατὶ ὃμως ὁ Ε.Ο.Τ. ἀνέβαλε τὴν ἀξιοποίηση τῶν «Κουκουναριῶν»; Πάνω στὸ θέμα αὐτὸ πολλὲς ἀπόψεις διασταυρώνουνται καὶ πολλὰ λέγονται. Καὶ εἶναι μὲν ἀλήθεια ὃτι ὁ ἐξοπλισμὸς τῆς διεθνοῦς αὐτῆς πλὰζ σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τῆς μηχανικῆς θα δώση μεγαλύτερο τόνο προβολῆς. Θὰ τὴ μεταβάλη σὲ γωνιὰ παραμυθένιας ἐπιβλητικότητος, ὃπου σύγχρονες ἐγκαταστάσεις θά ἐπιφυλάσσουν τὴν πιὸ ἄνετη καὶ πολιτισμένη ζωὴ. Θὰ εἶναι ὃμως προσιτὴ στὸ πλῆθος τούτη ἡ ζωὴ ἤ θ’ ἀποτελέση δικαίωμα τῶν προνομιούχων; Τὸ μεγάλο, τὸ ἐναγώνιο ἐρώτημα ποὺ δεσπόζει στὰ χείλη ἐκείνων ποὺ ἔχουν στὴ καρδιὰ τους τοῦτο τὸ τόπο. Ἀπὸ ὃσα πάντως φημολογοῦνται προκύπτει ἡ διαπίστωση ὃτι ἄν τελικὰ ὁ ἐπίσημος τουρισμὸς βάλη τὴ σφραγίδα του στὴ μαγεμένη ἀκρογιαλιὰ, θ’ ἀποτελέση αὐτὴ ἀποκλειστικότητα τοῦ πλούτου. Ὁ δημοσιοϋπαλληλικὸς κόσμος ποὺ πάει νὰ ξαποστάση ἐκεῖ κάθε καλοκαίρι, ὁ ἀστὸς ποὺ βρίσκει μιὰ ὄαση γαλήνης μὲς στὴ ζαλιστικὴ ζωὴ τῆς πόλης, ὁ κόσμος τῶν δραχμοβιούντων ποὺ ὃποτε θέλει τρέχει κι’ ἀναβαφτίζεται στὴ φυσικὴ ἐκείνη κολυμβήθρα, δὲν διεκδικεῖ πιὰ θέση στὶς «Κουκουναριὲς». Τὸ εἰσιτήριο ποὺ θὰ καθιερωθῆ - ὃπως τοὐλάχιστον διατυμπανίζεται - γιὰ ὃποιον μπαίνει στὰ οἰκόπεδα τοῦ Ε.Ο.Τ. κι’ οἱ αὐξημένες τιμὲς τῶν πολυτελῶν κέντρων, ἀντὶ νὰ ἕλξουν θ’ ἀπωθήσουν τὴ μᾶζα. Χρέος λοιπὸν τῶν Σκιαθιτῶν εἶναι νὰ προσέξουν νὰ μὴ χάσουν τὸ διαμάντι ποὺ τοὺς ἒδωσε ὁ Θεὸς. Ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ Τουρισμοῦ, ἄν ἰδιοποιηθῆ τὸ περιγιάλι, νὰ κάνη ἒργα προσιτὰ στὸ πολὺ κοινὸ κι’ ἀκόμα τὰ ἔργα αὐτὰ νὰ μὴν ἀπιστοῦν πρὸς τὴ λιτὴ γραμμὴ καὶ τὸ ὓφος τῆς περιοχῆς. Ἐν ὀνόματι τῆς ἰσότητας τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντι στὸν νόμο, άλλὰ καὶ ἀπέναντι στὴ φύση, πρέπει νὰ ὑπάρχη ἡ δυνατότητα στὸ ἀνώνυμο πλῆθος νὰ γεύεται τὴν ὀμορφιὰ τοῦ τόπου ὃποτε θελήση. Ἡ φύση ἀνήκει σ’ ὃλους καὶ δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὸ, δὲν συμβιβάζεται μὲ τὸ πολιτισμὸ μας νὰ μονοπωλοῦνται τὰ κάλλη της. Στὴ γαληνὴ ἐκείνη θάλασσὰ της καὶ κάτω ἀπ’ τὰ λυσίκομα δέντρα ὃλοι ἒχουν θέσι. Καὶ φτωχοὶ καὶ πλούσιοι. Ἄς τὸ προσέξουν τοῦτο οἱ παράγοντες τῆς Σκιάθου κι’ ὁ Ε.Ο.Τ. καὶ θἄχουν νὰ κερδίσουν πολλὰ.
Τὰ καραβάνια τῶν ξένων ποὺ δίνουν τὸ παρὼν τους στὶς «Κουκουναριὲς», μὲ κάθε εἶδος πλεούμενο ὃλο καὶ αὐξαίνουν. Δὲν ὑπάρχει ἐπισκέπτης τῆς Σκιάθου ποὺ νὰ μὴν ἔκανε ἀπὸ κοντὰ τὸ τοπίο ὀπτικὴ του ἀπόλαυση. Καὶ δὲν ὑπάρχει γωνίτσα ἐκεῖ ποὺ νὰ μὴ παρέσχε ἄσυλο στοὺς ξένους. Πάνω στὸ τάπητα τῆς ἄμμου, κάτω ἀπ’ τὸ θόλο τοῦ πράσινου, στήνουνται κάθε καλοκαίρι ποικιλία σκηνῶν, ὃπου κουρασμένοι ἀπ’ τὴ βιοπάλη ἄνθρωποι ζοῦνε μὲ πρωτόγονη ἁπλότητα τὸν ἐλεύτερο χρόνο τους. Εἴδα προχτὲς τὸ ζευγάρι τοῦ φίλου ἀπ’ τὸ Βόλο Γ. Π. νὰ ἔχη στήσει ὁλόκληρο νοικοκυριὸ κάτω καὶ στὰ τριγυρινὰ τῆς σκηνῆς τους καὶ θαύμασα τὴ τάξη τους καὶ τὴ ζωὴ τους. Σκηνὲς ἐνοικιάζονται κι’ ἀπ’ τοὺς διευθυντὲς τῶν κέντρων γιὰ εἴκοσι μόνο δραχ. τὴν ἡμέρα. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλες οἱ τιμὲς τῶν φαγητῶν καὶ τῶν ἀναψυκτικῶν κυμαίνονται σὲ ἐπίπεδα ποὺ μπορεῖ νὰ φτάση κάθε πορτοφόλι. Ἐπιπλέον ὁ ξένος εἶναι πρόσωπο σεβαστὸ στὶς «Κουκουναριὲς» κι’ οἱ ἄξιοι «παραγγῖτες» ἐκπροσωποῦν πιστὰ τὴ σκιαθίτικη ἐγκαρδιότητα καὶ φιλοφροσύνη κι’ ἄς εἶναι κι’ οἱ τρεῖς τους ξένοι. Ταιριάζει κάθε ἔπαινος στὸν Προμυριώτη Ξεν. Παπασταματίου, γιατὶ ἔκλεισε τὸ πατρικὸ του καφενεῖο στὸ Προμύρι καὶ πῆγε μὲ τὴ γυναῖκα του νὰ δοθῆ στὴν ἐξυπηρέτηση τῶν περιηγητῶν. Ἐξ ἴσου ἐπαινοῦνται κι’ οἱ ἄλλοι δὺο, ὁ Λεων. Χαλβὰς ἀπ’ τὸ Βόλο μὲ τὴ γυναῖκα του κι’ ὁ Ἀπ. Καλτσογιάννης ἀπ’ τὴ Συκῆ. Μόνο ὁ μπαρμπα - Νικόλας Ἀρμαμέντος ἡ ποιητικὴ αὐτὴ μορφὴ τῶν «Κουκουναριῶν» ἀνήκει ἀπὸ φέτος στοὺς ἀπόμαχους τῆς ζωῆς. Πολλὰ τοῦ χρωστάει ὁ τουρισμὸς τῆς Σκιάθου, μὰ κι’ οἱ ξένοι στ’ ἀλήθεια ποὺ γεύτηκαν ἐπὶ χρόνια καὶ χρόνια τὸ χάδι τῆς περιποίησὴς του.
Πλούσιοι καὶ φτωχοὶ, δόξες τοῦ κινηματογράφου, τῆς πνευματικῆς καὶ πολιτικῆς ζωῆς, ἀνώτεροι καὶ κατώτεροι ὑπάλληλοι, ἕνα ἑτερόκλιτο πλῆθος θερμαίνει κάθε μέρα μὲ τὸ πυρετὸ τῆς ὀχλαγωγίας τὴ ζηλεμένη ἀκρογιαλιὰ κι’ ἐξανθρωπίζει τὸ τοπίο αὐτὸ τῆς Σκιάθου.
Γ. ΘΩΜΑΣ