Του Γιώργου Θωμά
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 6ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 64, στις 15 Μαΐου 1991 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».
ΟΣΟΙ περαστικοί του Κατηγιώργη, θαλασσινοί και στεριανοί, ως τις αρχές του 1973, θα έχουν αποτυπώσει στη μνήμη τους μια ξεχωριστή φιγούρα της αμμουδιάς, τον μπαρμπα-Τζων Σέρσινα. Διατηρούσε για μισό και παραπάνω αιώνα, το μοναδικό καφενεδάκι στην πρώτη γραμμή της παραλίας, στη θέση ακριβώς που υψώνεται σήμερα το καφε-εστιατόριο «Φλοίσβος» των Νίκου και Κώστα Βούλγαρη, όπου τιμητικά τούτα τ’ αγγόνια του διατηρούν σε μεγέθυνση τη φωτογραφία του.
Είταν ένα κεντράκι που δεν έκλεινε ποτέ σχεδόν. Από τα άγρια χαράματα ίσαμε τα μεσάνυχτα και πέρα κάποιες φορές, γιατί οι ψαράδες -ντόπιοι και ξένοι- και οι περαστικοί ναυτικοί είταν στο πόδι νύχτα και μέρα, έξω από ωράρια και χρονικούς υπολογισμούς. Ολοι τούτοι λοιπόν, βγαίνοντας από τη θάλασσα ή μπαίνοντας στα πλεούμενα, θα καταλήγανε οπωσδήποτε στο ταπεινό καφενεδάκι. Για να πιούν ένα καφέ και ν’ ακουμπήσουν τα βάσανά τους σε δυό ποτήρια τσίπουρο, και οι ξένοι ψαράδες να φάνε -βράδι και μεσημέρι- τη σούπα τους.
Αλλά τη σούπα τούτη δεν την παρασκεύαζε το ...κατάστημα. Το λόγο είχαν οι ίδιοι οι ψαράδες. «Σούπα θέλετε;» -η προτομή του μπαρμπα-Τζων- «πάρτε του τσ’κάλ’ (το τσουκάλι δηλαδή) κι μαγιρέψ’τε στ’ν άμμο». Κάποιες φορές όταν οι ...υποψήφιοι του τραπεζιού είταν πολλοί, επιστρατεύανε αντί για τσουκάλα, καζανάκι όπου πετούσαν μέσα οκάδες ψάρια να βράσουν στο υφάλμυρο νερό- δεν είχε καλύτερο η περιοχή της αμμουδιάς- του διπλανού πηγαδιού. Το παίρνανε τώρα τούτο το δοχείο με τη σούπα και τα ψάρια και τ’ ακουμπούσαν στη μέση του τραπεζιού, για να αρχίσει αποδώ και μπρος ώρες ολάκερες, η ιεροτελεστία του φαγητού. Προσέξτε όμως: Από έλλειψη πιάτων ίσαμε την Κατοχή, όλοι να τρώνε από το τσουκάλι! Βουτούσαν τα κουτάλια τους -όχι σπάνια ο ένας δάνειζε το κουτάλι στον άλλον!- μέσα στη σούπα κι έτρωγαν του καλού καιρού μέσα σε ατέλειωτο κουβεντολόι και χάχανο, που ολοένα κι εντεινόταν από τη χρήση, καλύτερα: από την κατάχρηση του κρασιού.
Εδώ τώρα δέσποζε η μορφή του μπαρμπα-Τζων. Ορθιος πάντα, αν και διατηρούσε τα κιλά του, ζύγωνε το τραπέζι ή τα τραπέζια και με το κουτάλι του άρπαχνε το μερίδιό του. Το σκούπιζε ύστερα ελαφρά και το ’χωνε στο ζουνάρι του, να το έχει πάντα μαζί του. Εψηνε τον καφέ που παράγγελνε κάποιος, για να επιστρέψει και πάλι στο τραπέζι και να κατεβάσει μερικές ακόμα κουταλιές σούπα. Πολλές φορές αυτή η κίνηση του μπαρμπα-Τζων και το άπλυτο κουτάλι σαν μαχαίρι χωμένο στο ζουνάρι, να ’ναι έτοιμο για νέες ...επεμβάσεις στα τσουκάλια των ψαράδων.
Αλλο που δεν ήθελαν και οι ομοτράπεζοι για να πολλαπλασιάσουν την κουβέντα τους και να ακούσουν το «σοφό» λόγο του μπαρμπα-Τζων. Γιατί ο ίδιος, διατηρώντας μια καταπληκτική μνήμη, είταν ακένωτη πηγή γνώσεων. Πολυδιαβασμένος και πολυκάτεχος -δεν υπήρχε ιστορικό και θρησκευτικό θέμα που να μην το κατέχει- αποτελούσε φαινόμενο απομνημόνευσης εδαφίων απ’ τα αρχαία ελληνικά και τα εκκλησιαστικά κείμενα. Ιδιαίτερη όμως η έφεσή του στα γνωμικά της αρχαιότητας. Πού τα θυμόταν όλα; Τί έλεγε ο Πλάτωνας, ο Σωκράτης, ο Αριστοτέλης, ο Πυθαγόρας, ο Ησίοδος, ο Πλούταρχος, μα και τί γράφανε οι Μέγας Βασίλειος, Χρυσόστομος και Γρηγόριος, οι Ευαγγελιστές, οι Απόστολοι. Μιλούσε και κάθε τόσο διάνθιζε το λόγο του με αποφθέγματα. Δεν είταν ομιλία προσγειωμένη στο επίπεδο μιας πεζής καθημερινότητας. Ο λόγος του είχε ποιότητα, ανάτρεχε σε άλλες θεωρήσεις των ανθρωπίνων κι έθιγε προβλήματα της κοινωνικής ζωής. Σχολίαζε όμως κι έκρινε πρόσωπα και πράγματα μεσ’ από ένα πρίσμα πάντοτε συντηρητικό. Δεν δεχόταν καμμιά αλλαγή στον κοινωνικό βίο. Θυμάμαι τί ρήματα της Εκκλησίας επιστράτεψε όταν -καλοκαίρι του 1959 ή 1960- μια επισκέπτρια από τον Πλατανιά παρουσιάστηκε με ...μαγιό και κολύμπησε στο λιμανάκι του Κατηγιώργη! Βάναυση προσβολή στα ήθη του τόπου, ένα κατρακύλισμα στην ανηθικότητα -ούτε ξέρω τί θα έλεγε και τί θα έπραττε αν ζούσε σήμερα κι έβλεπε τα μισόγυμνα κορμιά του καλοκαιριού...
Απ' όλες τις αφηγήσεις του, εκείνες που τον συγκινούσαν βαθύτερα κι έφερναν αυθόρμητα ακράτητα δάκρυα στα μάτια του, είταν όσες σχετίζονταν με τις μεγάλες ώρες του ελληνισμού -1912 κι ύστερα- ώρες που τις έζησε ως στρατιώτης του πυροβολικού. Εβδομηνταδύο μήνες στο στρατό το Δώδεκα, το Δεκατρία, το Είκοσι, το Εικοσιδύο. Να ξετυλίγει τις μνήμες του, δείχνοντας πότε-πότε και τα δύο τραύματά του στο πόδι και στο χέρι, κληρονομιά των πολέμων, και να ζει μέσα στην έξαρση της πολεμικής ατμόσφαιρας, ένας αφηγητής που γινόταν άλλος άνθρωπος σαν να πολεμούσε ακόμα! Είχε κάνει κτήμα της μνήμης του τα πάντα απ’ τους πολέμους. Μικρά και μεγάλα ονόματα αξιωματικών, υπαξιωματικών, στρατιωτών, τοπωνύμια και τοποθεσίες μαχών, ημερομηνίες και ημερήσιες διαταγές, αντραγαθήματα και συμφορές, όλα τυπωμένα στο μνημονικό του. Το ίδιο και οι εικόνες από το έμπα του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη -26 Οκτωβρίου 1912- όπου μετείχε και ο ίδιος. Εδώ η αφήγηση πνιγόταν στην άμετρη συγκίνηση, κι ο μπαρμπα-Τζων περισσότερο έκλαιγε και λιγότερο μιλούσε.
Οι εθνικές αυτές στιγμές του είχαν γίνει ασήκωτο (και πολύτιμο) βάρος μέσα του, και ζητούσε διέξοδο στην ανιστόρησή τους. Γι’ αυτό και γινόταν ένας απρόσκλητος αφηγητής μέσα στις συνάξεις των ταπεινών της θάλασσας και του κουπιού, δίνοντας μιαν ανάταση στην ατμόσφαιρα του περιγιαλιού. Τον αφουγκραζόσουνα κι ένιωθες μια περηφάνια γι’ αυτόν τον ερημίτη της ακρογιαλιάς, τον άγνωστο και αφανή αγωνιστή της ζωής και της πατρίδας, που η φύση του του ’δωκε διάρκεια στο χρόνο. Εγινε 92 χρονώ και τότε τον θυμήθηκε ο χάρος - Φλεβάρης του 1973- για να ορφανέψει από τότε ο Κατηγιώργης. Εκπληρώνοντας κι εγώ το χρέος μου απέναντι στο σεβαστό μου φίλο, δημοσίεψα στην εφημερίδα «Η Θεσσαλία» (24.2.1973) σημείωμα, όπου ανάμεσα στ’ άλλα έγραφα: «...Ναι, ο μπαρμπα-Τζων συμπύκνωνε ένα μεγάλο απόθεμα της ελληνικής σκέψης, που κάθε τόσο έβρισκε την ευκαιρία να το εξωτερικεύσει σε μορφωμένους και αμόρφωτους. Και πάντοτε να εκφράζεται με αποφθέγματα της ελληνικής σοφίας με μιαν άνεση που έδειχνε την εξοικείωσή του μ’ αυτά. Μιλούσε ώρες και συνέχεια θεμελίωνε τα επιχειρήματά του και τις ιδέες του σε γνώμες των αρχαίων φιλοσόφων. Κάθε τόσο και μια αναφορά σε αρχαίες ρήσεις, και μια υπόμνηση στιγμών ηρωικών χρόνων της Ελλάδας, για να ενισχύει το λόγο του. Ο μπαρμπα-Τζων είχε συνεπαρθεί τόσο από το αρχαίο κλέος, όσο και από τη δόξα του ’21 και των Βαλκανικών πολέμων, που έδεσε άλλωστε τα νιάτα του μ’ αυτούς. Αυτές είταν για την αντίληψή του οι μεγαλύτερες κορυφώσεις του ελληνισμού. Εκανε τις αναγωγές του στα περασμένα και τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα. Είταν μια γραφική, αλλά και παρήγορη νότα, μέσα στην πνευματική αποστέωση του Κατηγιώργη να υψώνεται τούτος ο τύπος σ’ ένα χώρο αδικαίωτο από τους διπλανούς του. Μολαταύτα να μην υποστέλλει ποτέ τη σημαία. Να μάχεται μόνος του στο μετερίζι του και πικραμένος -μπρος στη φωναχτά διάφορη θέση των συνομιλητών του- ν’αποτραβιέται παράμερα, επικαλούμενος το Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη...
Η τυφλή και αβασάνιστη προσκόλλησή του σε φωνές και σχήματα των περασμένων διαμόρφωσαν μέσα του σιγά - σιγά μιαν άκαμπτη συνείδηση, που έφτανε ως το σημείο αποδοχής κάθε τι του παλιού και απόρριψης κάθε νέας άποψης και θέσης. Για τον μπαρμπα-Τζων ο κόσμος μας βαδίζει στην εξαχρείωση, επειδή απομακρύνθηκε από την ιστορία του και την τιμή της θρησκείας και της πατρίδας. Δεν δίσταζε να το διασαλπίζει θαρρετά, όποιον κι αν είχε μπροστά του. Δεν μου συγχώρεσε ποτέ τη νέα γραφή του χωριού του -Προμίρι με γιώτα- επειδή ποτέ δεν το υιοθέτησαν αυτό οι σχολάρχες του Λαύκου όπου μαθήτεψε στα 1893-1895. Κι όταν προσπαθούσα να τον πείσω ότι αυτό ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα, τούτος θέριευε και άναβε μέσα του, σαν να ζημίωσα τον ίδιο! Οπως μας τα είπαν οι παλιοί πρέπει να τα δεχόμαστε άκριτα, αυτό είταν το δόγμα του που υποστήριζε ως προχτές, ως τα 92 χρόνια του, που τον άρπαξε ο χάρος.
Τον άρπαξε πριν προφτάσει να πραγματοποιήσει ένα παλιό τάμα του: Να στήσει εικονοστάσι στο χώρο του προγονικού σπιτιού του, όπου κάψανε οι Τούρκοι 5-6 παπάδες του Προμιριού την ημέρα του μεγάλου χαλασμού στα 1823. Για να ’ναι τούτο το έργο μια παντοτινή υπόμνηση του δράματος εκείνου, αλλά και ένας υλοποιημένος σεβασμός του χωριού του προς τους επώνυμους και ανώνυμους μάρτυρες και ήρωες του Προμιριού. Ιδιαίτερα τα δύο τελευταία χρόνια ζούσε μ’ αυτό τον καημό, αλλά τα οικονομικά του εμπόδιζαν την πραγμάτωση. Την αδυναμία του αυτή μου τόνισε, βαθιά πικραμένος στην τελευταία συνάντησή μας...»
Τώρα, 18 χρόνια από το θάνατό του, το τάμα εκείνο μένει απραγματοποίητο -που να πιάσουμε εμείς σήμερα τέτοιες λεπτές χορδές σαν κι αυτές του μπαρμπα-Τζων...