Του Γιώργου Θωμά
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 8ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΗ 101-102, Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 1993 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».
Χρωστούσα πάντα μιαν αναφορά στον γουστόζικο και ιδιότυπο τούτο τύπο του Κατηγιώργη (και του Προμιριού ευρύτερα απ’ όπου και η καταγωγή του), το Σπύρο Μελαχρόπουλο, αλλά δεν μου ερχόταν να την επιχειρήσω όσο είταν ζωντανός. Γιατί δεν θα τον ικανοποιούσα στα σίγουρα, δεν μπορούσα να «φωτογραφίσω» στο πλάτος τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του που είταν: Ένα αλλιώτικο δικό του λεξιλόγιο και ο τρόπος που το χρησιμοποιούσε στις αναστροφές του. Τι, τόσες φορές ο λόγος είναι αδύνατο, από τη φύση του, να αποδώσει στο βάθος της την ακριβή εικόνα προσώπων και καταστάσεων.
Τώρα που μας έλειψε, όμως, από τον περασμένο Αύγουστο, κλείνοντας τα 82 χρόνια του, δεν μπορώ να τον αγνοήσω από τούτη τη σειρά των τύπων του Πηλίου. Το φίλο, που στις φευγαλέες αναστροφές του είταν μια σκέτη ειρωνεία για όλους και για όλα (η πολιτική και εκκλησιαστική ζωή είταν ιδιαίτερα επιθυμητές στο στόχαστρό του), μα όταν καθόσουνα και ξάνοιγες κουβέντα μαζί του, ανακάλυπτες έναν άλλο άνθρωπο: Σοβαρό και στιβαρό, μυαλωμένο και ισορροπημένο, αλλά και πικραμένο από τα ελαττώματα της φυλής μας και τις περιπέτειες της ζωής του, γεμάτον μνήμες από τα περασμένα του χωριού του και του Βόλου, όπου έζησε στη νιότη του.
Τον χαιρόσουνα να αφηγείται, μ’ έναν άνετο και πολύ γουστόζικο τρόπο, έστω και αν δεν μπορούσες να πιάσεις όλο το περιεχόμενο της ομιλίας του. Κι εδώ αποθεωνόταν το ιδιότυπο του παράξενου ανθρώπου, που δεύτερη περίπτωση στην Ελλάδα δεν συνάντησα. Είχε δική του γλώσσα και δικό τoυ εκφραστικό ύφος ο αξέχαστος Κατηγιωργίτης.
Από το φυσικό του προσάρμοζε τις λέξεις σε μια δική του δυναμική: Ή τις αλλοίωνε προσθέτοντας συνήθως δικές του καταλήξεις ή χρησιμοποιούσε δική του ονοματολογία και δική του σύνταξη. Ούτε καν τον ενδιέφερε αν ο συνομιλητής του δεν μπορούσε να τον παρακολουθήσει. Κίνητρο της παράξενης εκφοράς είταν η ικανοποίησή του. Την ανακάλυπτες στην ευφροσύνη του προσώπου του κι ακόμα τη διαπίστωνες στον ιδιαίτερο τονισμό των δικών του λέξεων και των δικών του καταλήξεων. Είταν η χαρά μιας δημιουργίας του στο λεκτικό επίπεδο.
Δεν ονόμαζε, για παράδειγμα, τον άλλον άνθρωπο χωριανό του ή όχι, με τ’ όνομά του. Ο άλλος γι’ αυτόν είταν η... φάρα. Φάρα ανέβαζε τον άλλον, φάρα και τον κατέβαζε. Αποδώ τώρα και το παρασούμι που έδωκε μόνος στον εαυτό του: Φάρα. Μ’ αυτό και προτιμούσε να αποκαλείται. Είταν δικό του δημιούργημα και χαιρόταν την απήχησή του. Αν όμως κάποιος είχε μια φωναχτή ιδιότητα ή κάποιο κουσούρι, έτοιμος είταν ο Σπύρος να... σπείρει το ανάλογο παρατσούκλι. Κάποια απ’ αυτά έπιασαν και ρίζωσαν στη συνείδηση της περιοχής -τόσο ευθυγραμμισμένα με τα πρόσωπα είταν.
Η γυναίκα γι’ αυτόν είταν η Διαμάντου (Διαμάντω). Καμιά, ούτε η σύζυγός του, με τ’ όνομά της. Τα παιδιά είταν τα λιανώματα ή... μυρμήγκια, το κρασί... δρουλάπ’ (δρολάπι), ο καφές... ξινόγαλο, η θάλασσα... αρμυλόγαλο, η βάρκα... σαπίκλα, το τσιγάρο που απόλαψε μια ζωή... μαριχουάνα, ο ουρανός... πανουκόρμ’ (πάνω + κορμί), η εκκλησία... διαβαστ’κό (διαβαστικό), το σχολειό... δασκαλ’κό (δασκαλικό), ο κομμουνισμός ή ο κομμουνιστής... κουμμουνιάστρου, οι γραβατοφορεμένοι... μπαμπλίκες, ο κοινοτάρχης... μουχτάρ, η κοινότητα και η νομαρχία... κουμανταντούρ, ο τουρίστας... ζιζάνιο, η τουρίστρια... μπεμπέκα, οι εφημερίδες... τα φημιρίδια, η αστυνομία... κ’ταβουσάκου (κουτάβι + σάκο), επειδή λέει, σ’ έπιανε παλιότερα σαν κουτάβι στο σακί και σ’ έμπηγε φυλακή, στο «μπαλαούρ’» για το Σπύρο.
Ιδιόρυθμη και η φραστική συμπεριφορά του απέναντί μου:
- Γειά σου, ρε Φάρα.
- Καλώς τα φημιρίδια (επειδή έτυχε να γράφω σε εφημερίδες). Τί λάλ’ξανι, ρε, τα φημιρίδια;
(Ηθελε να πει: τί έγραψες τελευταία στην εφημερίδα;)
- Α, τα ίδια και τα ίδια...
Ρε, για κείν’ τ’ν «ουδό (οδό) υφισταμένης κακίας» δεν έφιρι χειρουβουλιά; Κουπάνα;
(Ηθελε να πει: δεν έγραψες τίποτα, αδιαφόρισες κάνοντας κοπάνα;)
Σίριαλ είχε γίνει στον τόπο η πολύχρονη προσπάθεια του Σπύρου Μελαχρόπουλου για να ανεβάσει αμάξι στο καλύβι του, τρακόσια μέτρα πάνω απ’ την αμμουδιά του Κατηγιώργη. Ελα όμως που δεν παραχωρούσαν μέρος των κτημάτων τους οι γείτονες για τη διαπλάτυνση του μονοπατιού... Δεν το βάζει ωστόσο κάτω. Με αναφορές πρώτα στην κοινότητα· με προσωπικές παραστάσεις στη Νομαρχία Μαγνησίας ύστερα. Πήγε σε δύο νομάρχες στο Βόλο και μίλησε με την παράξενη γλώσσα του (κάτι θα έμεινε στη μνήμη αυτών των νομαρχών από τον αλλόκοτο λόγο του), μα πάλι τίποτα. Κίνησε κι έφτασε κάποτε και στο αρμόδιο υπουργείο. Βρήκε, έλεγε, τον ίδιο τον υπουργό, αλλά ω, της δυστυχίας! Όλοι τον παραπέμπουνε στην κοινότητα του χωριού του, που αδυνατούσε να βρει λύση.
Είδε κι απόειδε λοιπόν, και μέσ’ απ’ την απογοήτευσή του, τί μηχανεύτηκε: Να δώσει εμφανή διάρκεια στη στάση των γειτόνων του. Κρέμασε δηλαδή στο μονοπάτι σανίδα με την επιγραφή «Οδός υφισταμένης κακίας», ονοματοθετώντας το, γιατί τούτο το στοιχείο ήθελε να βλέπει στη συμπεριφορά τους, και το διατυμπάνιζε παντού. Τελικά η ονοματοθεσία πέρασε στα ανεκδoτολογικά της περιοχής, φαιδρύνοντας το κλίμα στις παρέες μέχρι σήμερα.
Άλλο... ηρωϊκό κι αξέχαστο, με πρωταγωνιστή τον μπαρμπα-Σπύρο, είταν αυτό που συνέβη στον Κατηγιώργη -καλοκαίρι, μέσα δεκαετίας 1980. Πήγε η «Φάρα» και κάθησε σε καφενείο της παραλίας να παραγγείλει έναν καφέ. Δεν είταν όμως δυνατό, δεν το δεχόταν ποτέ να ακολουθήσει την πεπατημένη διάλεχτο. Κάθησε λοιπόν και διέταξε το γκαρσόν έτσι ξερά, κοφτά, όπως το συνήθιζε πάντα:
- Πιδί, ξ’νόγαλου!
Το γκαρσόν γνώριζε την ιδιότυπη λαλιά του και κατάλαβε: Ο μπαρμπα-Σπύρος ήθελε καφέ. Μια τουρίστρια όμως, γαλουχημένη φαίνεται σε καθέκαστα της στάνης, άκουσε τη λέξη ξινόγαλο και έτρεξε στον μαγαζάτορα δίνοντας κι αυτή παραγγελία:
- Σας παρακαλώ ένα ξινόγαλο...
Σύξυλος έμεινε ο καταστηματάρχης:
- Αστειεύεστε κυρία μου, εδώ δεν είναι μαντρί, είναι καφενείο!
Αστραψε και βρόντηξε η κυρία:
- Λυπάμαι πολύ, κύριε, που χρησιμοποιείτε δύο μέτρα και δύο σταθμά. Στον κύριο εκεί κάτω (κι έδειξε το Σπύρο), δίνετε ξινόγαλο, σε μένα όχι. Κάνετε διακρίσεις... Σαν με ξαναϊδείτε γράψ’ τε το...
Πού να ήξερε η ξένη πως το ξινόγαλο είναι ο καφές της αξέχαστης, σήμερα, «Φάρας»!...
Προτού καταλήξει στο πατρικό του καλύβι στον Κατηγιώργη -τέλη δεκαετίας του 1950- ο Σπύρος Μελαχρόπουλος εργάστηκε ως μιναδόρος σε δρόμους του Πηλίου και της Ρούμελης. Είχε συμβληθεί με μηχανικούς που αναλάβαιναν τα έργα, χωρίς ποτέ να χάσει από κανέναν τις προτιμήσεις. Είχε το μεγάλο προτέρημα να διασκεδάζει με τον ιδιότυπο λόγο του και την ιδιότυπη σύνταξη. Ελεγε πολλά γύρω από τις σχέσεις του με εργολάβους, εργάτες και τεχνίτες, που εξελίσσονταν σε χαριτωμένα περιστατικά, για τις μεγάλες συμπάθειες που κέρδιζε παντού. Τα αφηγούνταν σε κύκλους του στον Κατηγιώργη που ζούσε με τη γυναίκα του και τα ζωντανά του: Οικόσιτα γίδια και 35-40 γάτες! Συνειδητά φιλόζωος, χωρίς να ανήκει σε κανένα φιλοζωικό σωματείο, με τη σφραγίδα της εντιμότητας και της καλοκαρδίας, αλλά και με το χιούμορ πάντα στα χείλη του, ήξερε να ψυχαγωγεί και να διασκεδάζει με τον απίστευτα ελκυστικό του τρόπο, μια ζωή ολόκληρη. Θεός σχωρέστον και για τούτη την προσφορά του.