Ὁ κωδωνοκρούστης Δημήτριος Τσαμέας, ποὺ πέθανε μὲ τὸ καμπανόσχοινο στὰ χέρια καὶ ἔγινε αἰτία νὰ μείνη ἡμιτελὴς ἡ λειτουργία τῆς Κυριακῆς. - Ἕνα ὄνειρό του, ποὺ βγῆκε ἀληθινό.
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Θεσσαλία», στις 23 Ιανουαρίου 1962.
ΖΑΓΟΡΑ, 22. - Ἀπ’ τὰ ἀπίθανα ποὺ πέφτουν στὴ δικαιοδοσία τῆς ἀνθρώπινης μοίρας. Ὁ Ζαγοριανὸς Δημ. Τσαμέας, 68 χρόνων, ξεψύχησε μὲ τὸ σχοινὶ τῆς καμπάνας στὰ χέρια χθὲς τὸ πρωΐ, ἐνῶ χτυποῦσε τὀ πρῶτο σήμαντρο τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἁγίας Κυριακῆς! Παλιὸς καὶ ἔμπειρος κωδωνοκρούστης σὲ ναοὺς τῆς Ἀλεξανδρουπόλεως, ἐγκαταστάθηκε πρὶν ἀπὸ χρόνια στὴ Ζαγορά. Ἄλλαξε κατοικία, μὰ δἐν ἄλλαξε καἰ τὴν... τέχνη του.
Στὰ χέρια του... βασίζονταν ἡ καμπάνα τῆς Ἀγίας Κυριακῆς γιὰ νὰ διαλαλῆ κάθε φορὰ μὲς στὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ χωριοῦ, τὸ μήνυμα τῆς γιορτῆς ἡ τοῦ πένθους. Τόσο εἶχε συνδεθῆ μὲ τὸ ἠχηρὀ ἀντικείμενο, ὥστε σ’ ὄνειρό του - τὸ διηγοῦνταν ὁ ἴδιος σὲ πολλοὺς συντοπίτες του - εἶδε κ᾽ ἄκουσε τὴν Ἀγία Κυριακὴ νὰ τοῦ μηνάη: «Ἐσὺ θὰ πεθάνης μὲ τὸ σκοινὶ τῆς καμπάνας στὸ χέρι»...
Κι᾽ ὤ τοῦ θαύματος. Πρωϊνὸ τῆς χθεσινῆς Κυριακῆς ἦταν, ὅταν ὁ κωδωνοκρούστης, πιστὸς στὸ καθῆκον σκάλωσε στὸ καμπαναριὸ καὶ γιὰ πολλοστὴ φορὰ ἔσκυψε κάτω ἀπ᾽ τὸ εἴδωλό του. Ἅδραξε τὸ σχοινὶ καὶ χτύπησε τὸ πρῶτο σήμαντρο τό... κύκνειό του. Ὥσπου ἦλθε ἡ μοιραία, ἡ ἀνέκλητη ὥρα. Ἡ καρδιά του σταματάει καὶ μὲ τὸ σχοινὶ σφιχτὰ στὰ δυό του χέρια γέρνει ἀναίσθητος πάνω στὸ καμπαναριό. Ἄκουσαν τὴν τελευταία νότα τῆς καμπάνας, ἀσθενική, διαφορετικὴ ἀπ’ ἄλλοτε πολλοί, ἀλλὰ ποῦ νὰ συλλάβουνε τὸ δρᾶμα.
Κάτω ἡ ἐκκλησία προχωροῦσε κι᾽ ἦταν ἀνάγκη νὰ χτυπηθῆ καὶ τὸ δεύτερο σήμαντρο. Πουθενά, ὅμως, ὁ Τσαμέας. Ἕνας ἄλλος ἀναρριχιέται στὸ κωδωνοστάσι, ἀλλὰ τὶ νὰ δῆ... Ἀναγερτὸς ἐκεῖ αὐτός, μὲ τὸ σκοινὶ περασμένο στὰ δάκτυλα, κοιμούνταν τὸν ὕπνο τοῦ δικαίου.
Σὲ συναγερμὸ τὸ ἐκκλησίασμα πετάγεται στὸ περίβολο γιὰ νὰ παράσχη βοήθεια στὸν ἀτυχῆ Ζαγοριανό. Τρέχει κι᾽ ὁ γιατρὸς, ἀλλὰ ὅλα στὰ χαμένα. Ὁ Τσαμέας εἶχε πεθάνει ἀπὸ ὥρα. Συγκινημένοι βαθειὰ γιὰ τὸ ἀνεπάντεχο, ἱερέας καὶ ψάλτες, ἀδυνατοῦν νὰ συνεχίσουν τὴ λειτουργία. Στὴ μέση μένει κι᾽ αὐτή, ὅπως στὴ μέση ἔμεινε κάποτε καὶ κείνη τῆς Ἁγια - Σοφιᾶς...
Συντετριμμένη κι᾽ ἡ κοινωνία τῆς Ζαγορᾶς, συζητεῖ μὲ ἔμφασι τὸ πρωτάκουστο καὶ προβοδίζει σήμερα στὴν τελευταία κατοικία του μέσα σὲ κύματα συγκινήσεως τὸν προσφιλῆ της νεκρό.
Γ. Θς.