Του Γιώργου Θωμά
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 6ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 65, στις 15 Ιουνίου 1991 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».
ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ εικόνα του παράξενου τρικεριώτη την είχα στα 1958. Ανοιξη είταν κι είχαμε βγάλει το σχολείο εκδρομή οι τρεις δάσκαλοι του Τρίκερι (οι άλλοι δύο είταν ο Κώστας Πατρίκος και η Κούλα Μαύρου) στο «Μαυροκριτήρι» -μια κατηφοριά με κατσάβραχα- κι ατενίζαμε τον Παγασητικό. Ξάφνου η ατμόσφαιρα διαταράχτηκε. Πεντέξι μαθητούδια μας ανέβαιναν τρέχοντος και φωνάζοντας προς το μέρος μας:
- Τρέξτε κύριε, τρέξτε..., ένας αγριάνθρωπος βγήκε απ᾽ τα βράχια... Τί είχε συμβεί;
Κάπου ανάμεσα στον βραχώδη εκείνο τόπο είχε το κατάλυμά του μέσα στη γη(!) ο Σασαγιώργος του Τρίκερι. Ακουσε λοιπόν τις φωνές των παιδιών και πετάχτηκε έξω. Σαν να ...φύτρωσε ξαφνικά μεσ' απ᾽ τη γη! Δρασκελίσαμε τα άγρια βράχια και πήγαμε κοντά. Είταν μια τρύπα σαν πηγάδι, η οποία λόξευε ύστερα απ’ δύο τρία μέτρα στο βάθος και δημιουργούσε σπηλιά, μέσα σε βράχια όλα τούτα. Εδώ κούρνιαζε τη μακαριότητά του ο αγριάνθρωπος του Τρίκερι -ένας ψηλόλιγνος άνθρωπος, ξυπόλυτος θυμάμαι, με μια παιδιάστικη αφέλεια, σοβαρός κι αμίλητος και πάντα αποτραβηγμένος απ’ τον κόσμο.
Πολύ αραιωμένα ανέβαινε στο Τρίκερι. Μα και τότε απόφευγε να πηγαίνει στο κέντρο. Κυκλοφορούσε σε δρομάκια και στεκόταν ορθός να ανταλλάξει πέντε κουβέντες με τους συχωριανούς που συναντούσε. Σε θορυβώδεις συνάξεις ουδέποτε ζύγωνε. Ποτέ, για παράδειγμα, δεν ήρθε μαζί μας (ούτε και να ζυγώσει ακόμα) στις γλετζέδικες συντροφιές, που κάθε βράδυ σχεδόν οργανώναμε σε καφενεία και σε σπίτια του Τρίκερι. Ακόμα και όταν περνούσαμε απ’ το βραχοσπήλι του τραβώντας για τη θάλασσα στο «Διακόπι» να γλεντήσουμε, ποτέ δεν τον βλέπαμε. Ούτε και ήρθε ποτέ κοντά μας, αν και άκουγε καλά το σαματά που δημιουργούσε το κρασί στην αμμουδιά του «Διακόπι». Προτιμούσε την ερημιά του ησυχαστηρίου του παρά την κοινωνική ζωή του χωριού, που τόσο αναπτυγμένη τη γνώρισα (και την έζησα έντονα με φίλους μου εκεί) στα 1957-1958. Αναγκαστικά όμως θα πήγαινε μιά δυό φορές την εβδομάδα στις «Κότες» -πάνω από μισή ώρα μακριά- για να πάρει νερό με τα δυό παλιοκάνατα του «νοικοκυριού» του.
Ζούσε με ένα ξεροκόμματο, που του έδιναν περαστικοί απ᾽ τη βραχοσπηλιά του. Οταν ανέβαινε βέβαια στο χωριό, του ᾽διναν κάτι παραπάνω. Αυτός όμως αντιδρούσε:
-Δυό κουμμάτια ψουμί μου έδουκες; Πουλλά είνι...
Οι γυναίκες όμως επιμένανε:
- Α μαρέ, μπαρμπα - Γιώργο, πάρτα να εχ᾽ς κι αύριου να τρως.
Πού να ακούσει ωστόσο ο φτωχός τούτη την προτροπή! Πιστός οπαδός του «μη μεριμνάτε δια την αύριον...», είχε το λόγο έτοιμο:
Οόόχ᾽, του ένα θα πάρου. Κι άμα π᾽νάσου, θα ξαναπιράσου αύριου να μ᾽δώκ᾽ς κι τ᾽ άλλου...
Τραβούσε αργά τη φράση του και στρογγύλευε το λόγο. Εδινε μια διάρκεια στα φωνήεντα των λέξεων, κάνοντας έτσι τραγουδιστικό το λόγο -σαν τους αρχαίους Ελληνες με την προσωδιακή ομιλία τους- όπου κυριαρχούσε ο ήχος από το παχύ «σ». Αποδώ και το παρατσούκλι, που του κόλλησαν οι συντοπίτες του: Σασαγιώργος (Γιώργος είταν το μικρό του όνομα· το επώνυμο Σαρακατσάνος).
Οταν τον τσάκιζε η πείνα, δεν έμενε ανενεργός. Δεν πήγαινε όμως ποτέ, μα ποτέ να κλέψει. Περίτρεχε τα άγρια βράχια των γύρω βουνών και μάζευε ξύλα (τσάκνα) και λισφακιά. Τα φορτωνόταν και τα πήγαινε στο Τρίκερι ή στην Αγία Κυριακή κάτω. Τα παράδινε σ’ ένα σπίτι κι έπαιρνε ό,τι του έδιναν ως αμοιβή. Αμα, τώρα, τύχαινε κι έβρισκε στην τσέπη του δυο δραχμές παραπάνω, δεν το δεχόταν! Δεν μπορούσε να διανοηθεί το περίσσευμα και πρόβαινε σε μια πράξη βαθύτατης ανθρωπιάς, αδιανόητη για μας σήμερα: Πήγαινε κι έβρισκε κάποιον ανήμπορο γέρο (ή γριά) και παράδινε τα χρήματα:
- Σου ’φιρα δυό δραχμούλις, να πάρ’τις, έχ᾽ς ανάγκ’...
Κάποτε κάποτε έφτανε και σε χωριά του νότιου Πηλίου, φορτωμένος με λισφακιά και φασκόμηλο. Να τα δώσει σε σπίτια και να πάρει το ψωμί του. Πήγαινε κι ως το καλύβι του παππού μου στον Πλατανιά, που τον αγαπούσε ιδιαίτερα. Πάντα όμως με λισφακιά και φασκόμηλο στα χέρια. Τέτοια προϊόντα όμως ο παππούς είχε άφθονα ένα γύρω και απόπαιρνε το Σασαγιώργο:
- Πάλε φλασκούν᾽ μου ᾽φιρις; Εχου τέτιου να σι... βράσου ουλόκληρο. Ενα σφουγγάρ᾽, βρε, δε σου ᾽πα να μ’ φέρ᾽ς;
Ο ερημίτης του Τρίκερι είχε έτοιμη την απάντηση:
- Ω, μπαρμπα - Γιάνν᾽, τα σφουγγάρια τα ’χ᾽νι οι βουτηχτάδις κι ιγώ δε ξέρου ντιπ απού θάλασσα, κι ούτι κουλύμπ’ κατέχου...
Μολαταύτα τον τάιζε καλά ο παππούς μου και του ’δινε και μισό καρβέλι ψωμί και πενήντα ελιές για να τρώει στο δρόμο:
- Να πάρ ᾽τα να ντιρλικών᾽ς στου δρόμου, κι άμα π᾽νάσεις ξαναέλα.
Πώς να ξαναπάει όμως ο δυστυχής σύντομα, οχτώ ώρες ποδαρόδρομο -όσο απέχει το Τρίκερι από τον Πλατανιά;
Ενα καλοκαίρι γύρω στα 1950 ανέβηκε στο Τρίκερι κάποιος δημοσιογράφος της εφημερίδας των Αθηνών «Ακρόπολις». Εκεί πληροφορήθηκε την περίπτωση του Σασαγιώργου κι επιδίωξε συνάντηση μαζί του. Τα κατάφερε μια μέρα. Η πήγε ο ίδιος στο βραχοσπήλι «κατοικία» ή ο ερημίτης επισκέφτηκε το χωριό. Τον είδε σε μαύρο χάλι, που το τόνιζαν περισσότερο τα χιλιομπαλωμένα ρούχα του, και τον λυπήθηκε. Οταν λοιπόν επέστρεψε στην Αθήνα, τράβηξε ένα δημοσίευμα στην «Ακρόπολη» -δυστυχώς δεν έχω αυτό το κείμενο- κι ο φτωχός του Τρίκερι έσπασε το φράγμα του χωριού του, «βγαίνοντας» περ’ απ’ την περιοχή του. Κέρδισε όμως και κάτι άλλο: Ενα άσπρο φόρεμα μακρύ ως κάτω, σαν ράσο, που το ’στειλε ο δημοσιογράφος της «Ακρόπολης» ή κάποιος άλλος που διάβασε το δημοσίευμα.
Από τη μέρα που έλαβε το «ράσο» ο απόκοσμος τρικεριώτης, πέταξε τα ψειριασμένα παλιόρουχά του και τυλίχθηκε μ’ αυτό. Με τούτο και τον γνώρισα στο Τρίκερι -ένας ταιριασμένος συνδυασμός θα ’λεγα, της απέραντης αγνότητάς του με την αγιότητα- όπως πρέπει να είναι, του ράσου. Αληθινά πιο ταιριαστό ένδυμα για να σκεπαστεί η γύμνια του αγαθότατου εκείνου ανθρώπου, δεν νομίζω να υπήρχε. Ισως κι ο ίδιος να είχε την αίσθηση αυτής της αρμονίας, κι έντυνε πάντα το κορμί του αποδώ και πέρα με τη λευκότητα του φορέματος.
Παρ’ όλη τη θεληματική απομόνωσή του, φρόντιζε να γίνεται και δέχτης περιστατικών από την καθημερινότητα του Τρίκερι. Αλλα κρυφάκουε κι άλλα του μεταφέρανε χωριανοί του περαστικοί απ’ το κατάλυμά του ή συνοδοιπόροι του στην εξοχή. Τα ...μάζευε λοιπόν όλα κι όταν συναπαντούσε κάποιον, τα σχολίαζε με διακριτικό και καλόβουλο τρόπο, δίνοντας με το σχόλιο και μια λεπτή απόχρωση σαρκασμού:
- Τα μάθατι; Ικείνους ι Γερουγιάνν᾽ς θέλ᾽, λέει, παντρειά. Ω, τουν ευλοημένου, τώρα στα ξικούδουνα;1
ΚΑΛΑ όμως όσο μπορούσε και συντηρούσε τον εαυτό του στο ερημητήριό του. Οταν ήρθαν αργότερα τα μαύρα γερατιά; Ποιος και πώς να κοιτάξει το δύστυχο μέσα στη σπηλιά του; Ε, είχαν γνώση «οι φύλακες» στο Τρίκερι. Τον φόρτωσαν μια μέρα σε καράβι, παρά τη θέλησή του βέβαια, και τον έφεραν στο Βόλο -τί ήθελε η αλεπού στο παζάρι, τί ανυπόφορος ξεριζωμός είταν εκείνος; Ο τόσο φιλήσυχος και γλυκός τρικεριώτης ωστόσο έκανε την καρδιά του πέτρα και κατάληξε, οδηγημένος απ’ τους συμπατριώτες του, στο γηροκομείο τ’ Ανω Βόλου.
Αμ δε. Φεύγοντας απ’την αγκαλιά της μάνας του φύσης, έφυγε από μέσα του και η σιδερένια υγεία του. Μέσα στη θαλπωρή του ιδρύματος, πώς να εγκλιματιστεί τούτο το αγρίμι του Τρίκερι που συνομιλούσε -μια ζωή- με τους αγέρηδες στην αετοφωλιά του κι έτρωγε τη βροχή με το καρδάρι;
Πώς να ζήσει μακριά από τα βράχια του και τ’ αλισφάκια του, μέσα σε ανθρώπινο (και τεχνητό) περιβάλλον ο σύντροφος της ερημιάς;
Είταν, επομένως, αναπόφευκτη η αρρώστια του. Αυτή που τον οδήγησε τελικά στον τάφο -αρχές δεκαετίας του 1960- ένας τάφος που ξανοίχτηκε όχι στο χωριό του, αλλά στο νεκροταφείο του Βόλου! Ποιος να του ’λεγε τούτη την ...αφύσικη κατάληξη, όταν τζιτζίκι ανέμελο σεγοντάριζε το τραγούδι των βράχων στο Τρίκερι;