του Γιώργου Θωμά
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 6ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 62, στις 15 Μαρτίου 1991 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».
Κοντά στους άντρες, και κάποιες γυναίκες είχαν την εύνοια της τύχης να αφήσουν τον αντίλαλό τους στο χωριό δεκάχρονα ολόκληρα ύστερ᾽από το Θάνατό τους. Αλλοτε με την αλλόκοτη συμπεριφορά τους, άλλοτε με κάποιες επαναλαμβανόμενες (και ερεθιστικές του συνόλου) φράσεις τους κι άλλοτε με μια παράξενη συνήθειά τους, έμπαιναν στο... στόχαστρο του χωριού κερδίζοντας τόσες αναφορές του. Επαιρναν κι αυτές οι γυναίκες τη διάσταση του «τύπου», κι ο τόπος τις ξεχώριζε.
Τη βαρύτητα ενός τέτοιου τύπου διατηρεί και μια ταπεινή γυναίκα του Τρίκερι, η κυρά - Ασημίτσα -είχε γεννηθεί στα 1835- χάρη στις χορευτικές της επιδόσεις. Φιλήσυχη μορφή, ζούσε με τον άντρα της κι ήταν φυσιολογικά τοποθετημένη μέσα στην κοινωνική ζωή της πολίχνης χωρίς να προκαλεί και να γίνεται ένα γουστόζικο σημείο αναφοράς των άλλων. Ελάτε όμως που μια συνήθεια του συζύγου της την ανάγκασε να δημιουργήσει και τη δική της -μια πρόκληση τώρα στο χωριό.
Απ᾽τους καλούς φαμελίτες του Τρίκερι ο μπαρμπα – Στάθης ο σύζυγός της, δεν... έλεγε να περάσει βραδιά χωρίς να βρεθεί σε κάποιο ταβερνάκι του χωριού. Να παίρνει τα σκονάκια του παρέα με άλλους χωριανούς του και να επιστρέφει αργά στο σπίτι του.
Ηταν μια συνήθεια, κοινωνικά καταξιωμένη σε κείνη την κοινωνία, όπου οι άντρες - μοχθητές της θάλασσας όπως ήταν οι περισσότεροι -ήξεραν να άκουμπουν τα βάσανά τους σ᾽ ένα ποτήρι ρακί, σε δυο κούπες κρασί, δημιουργώντας κάθε βράδι εστίες φιλικής οινοποσίας και κεφιού στα μικρομάγαζα του Τρίκερι. Οι άντρες, μονάχα αυτοί, όχι κι οι γυναίκες. Οι τελευταίες μπορεί να είχαν τον πρώτο λόγο όταν έλειπαν οι άντρες τους στα πέλαγα και να κρατούσαν στα χέρια τους την οικονομική ζωή του σπιτιού, όμως το παραδοσιακό... πρωτόκολλο τις ήθελε πέρ᾽ απ᾽ το χώρο του καφενείου. Ο τόσο οικείος για τον αρσενικό πληθυσμό χώρος του καφενείου ήταν τόσο απρόσιτος για τη γυναίκα. Ο χώρος του σπιτιού την απορροφούσε πάντα.
Να όμως που η κυρα - Ασημίτσα άρχισε κάποτε να ρίχνει γροθιές στα καθιερωμένα, γκρεμίζοντας -για τον εαυτό της- αντιλήψεις αιώνων και χαράζοντας μια τακτική, που καμιά Τρικεριώτισσα δεν μπόρεσε να ακολουθήσει από τότε. Τί συνέβαινε λοιπόν;
Οι μέρες περνούσαν και η στάση του άντρα της επαναλαμβανόταν... καρμπόν κάθε βράδυ: Πηγαιμός σε μια ταβέρνα, κατοσταράκι, ελαφρό τραγούδημα και -αραιωμένα- χορός, καρσιλαμάς κυρίως. Αλλοτε με το ζωντανό τραγούδι κι άλλοτε με κάποιο γραμμόφωνο. Ο, τι έπρεπε δηλαδή για να πάνε κάτω τα φαρμάκια, που δημιουργούσε η τραχιά βιοπάλη στις θάλασσες και τα πελάγη και να συγκρούονται μικρές εστίες ευθυμίας (και ευτυχίας) στα κεντράκια της πολίχνης ως αργά τη νύχτα.
Τον πρώτο καιρό η Ασημίτσα είχε την υπομονή να περιμένει καρτερικά τον άντρα της όταν θα γύριζε απ᾽ το ταβερνάκι. Γύριζε κεφάτος, αλλά η κυρά του δεν μπορούσε να έχει τα δικά του κέφια.
- Α, μαρέ θεοσκοτωμένε -απευθυνόταν στον άντρα της- τί θα γέν᾽ επιτέλους μ᾽ αυτό του κακό... Δε κάν᾽ς κι λιγάκ᾽ κράτ᾽, χριστιανέ μ᾽; Θα σαπίσ᾽νι τα σουθικά σ᾽ απ᾽ του τσίπ᾽ρου κι του κρασί κι θα πας χαμένους μια ώρα αρχίτιρα...
Ο μπαρμπα Στάθης είχε έτοιμη την απάντηση, την ίδια σχεδόν κάθε φορά:
- Σ᾽ του ᾽πα κι σ᾽ του ξαναλέου. Οσου κάν᾽ ου Μάρτ᾽ς χουρίς τ’ σαρακουστή, άλλου τόσου κάν᾽ κι η αφιντιά μ᾽χουρίς του καφινείου. Δε γένιτι, όχ᾽, δε κόβιτι του χούι. Κι δεν άκ’σις απ᾽λένι «πρώτα βγαίν’ η ψ᾽κη σ᾽ κι ύστιρα του χούι;»
Αλλά τα «χούια» δεν παρατηρούνται μόνο στους άντρες· κυριαρχούν και στις γυναίκες. Οπως και στην περίπτωσή μας. Αφού απόκαμε πια να περιμένει κάθε νύχτα τον άντρα της, αφού όλες οι παρακάλιες της πήγαιναν στο βρόντο, αποφάσισε στο τέλος να... δράσει κι αυτή. «Τί, θα τουν αφήσου μουναχό τ᾽ να ξιμιρουβραδιάζ᾽ στ᾽ς ταβέρνις, κι ιγώ να κλείνουμι στου σπίτ᾽; Δε θα τ᾽ πιράσ’ τ᾽ κιαρατά...» Το ᾽λεγε και το ξανάλεγε, κι άρχισε να εγκαινιάζει το δρομολόγιό της στην ταβέρνα.
Πήγαινε αργά τη νύχτα να πάρει τον άντρα της για να τον φέρνει μια ώρα αρχίτερα στο κονάκι τους. Μα... «μ᾽όποιο δάσκαλο καθήσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις». Εβλεπε, λέει, το κέφι στα μαγαζάκια κι έμπαινε κι αυτή σιγά σιγά στην ατμόσφαιρά τους. Κουβέντα καλή, άφθονοι μεζέδες -δεν έλειπαν από τα τρικεριώτικα ταβερνάκια τα θαλασσινά κάθε λογίς- κάποια ποτήρια παραπάνω, κάποια χορευτικά στριφογυρίσματα.. Το ᾽πιασε καλά το νόημα κι αυτή κι άρχισε τις χορευτικές τις επιδόσεις. Τί είχε άλλωστε να φοβηθεί, αφού είχε τον άντρα πλάϊ της; Εδώ δεν σήκωναν επικριτικά σχόλια από την κοινωνία του Τρίκερι. Τα σχόλια θα φούντωναν άμα έδινε μόνη της το παρόν, ασυντρόφευτη από το σύζυγό της. Δεν θα έβρισκε τότε τόπο να κρύψει την ντροπή της.
Ρίχτηκε λοιπόν κι η κυρά - Ασημίτσα στα «ώπα - ώπα» κάθε βράδυ, στους ρυθμούς του καρσιλαμά, για να βουίξει το χωριό.
Τα σχόλια έπαιρναν κι έδιναν:
- Αρή, Μαλάμω, αρή δεν είμαστι καλά μ᾽ αυτά τα καμώματα τ᾽ς Ασ᾽μίτσας...
- Αρή, τα ᾽μαθις κι συ τι φκιάν᾽ δω ᾽σιακάτ’ η χαντακουμέν᾽, αρή σάλουσι ντιπ κατά ντιπ;
Αλλη πάλι αναρωτιόταν:
- Τ᾽ς όφυβγι ντιπ του μυαλό κι κ᾽νιότι σα τ᾽ σαλή κάθι βράδ᾽ η κακουμοίρα;
- Πάει κι χουρεύε᾽ καρσιλαμά -απαντούσε η διπλανή της- πού; στ᾽ς ταβέρνις κι τ᾽νι βλέπ᾽νι οι άντρες, αρή τί θα λένι ούλ᾽ αυτοιν᾽ απ᾽ τ᾽ν κ᾽τάζ᾽νι;
Τα σχόλια έπαιρναν κι έδιναν στο Τρίκερι, αλλά ήταν σχόλια ελαφρά που δεν έθιγαν -δεν μπορούσαν να θίξουν- την ηθική υπόσταση της... χορεύτριας, αφού βρισκόταν κι ο άντρας της πλάι. Η παρουσία του αφόπλιζε κάθε τυχόν κακόπιστο συνομιλητή, αλλά κι αν κανείς δοκίμαζε να προσβάλει το ηθικό κύρος της χορευταρούς, έπαιρνε την ανάλογη απάντηση:
- Μ᾽ τέτοια απ᾽σκέφτισι δεν πιρνάνι στου Στάθ᾽. Δε κουτάει να κ᾽τάξ᾽ άλλουνι άντρα, αλλά του χουρό τούνι θέλ᾽ κι τουν απουζητάει...
Υπήρχε όμως και μια μερίδα χωρικών, που όχι μόνο δεν σχολίαζαν το νέο φαινόμενο της κοινωνίας τους αλλά το έβλεπαν με συμπάθεια, τρίβοντας τα χέρια τους από ικανοποίηση. Αυτοί είχαν να ικανοποιούνται, γιατί πίστευαν (και περίμεναν) ότι η στάση της κυρα - Ασημίτσας θα σπάσει αργά ή γρήγορα το φράγμα της απαγόρευσης στη γυναίκα να παρουσιάζεται στο καφενείο. Προαιώνιες αρχές εδώ είχαν διαμορφώσει ένα κλίμα, που με αυστηρούς όρους ήθελε τη γυναίκα στο σπίτι και τον άντρα στο καφενείο. Ο χώρος μάλιστα του τελευταίου ήταν αποκλειστική κατάκτηση του αρσενικού πληθυσμού, και κάποιες φορές δεν μπορούσαν οι γυναίκες και να τον αντικρίσουν ακόμα! Αλλαζαν μάλιστα δρόμο για να μην περάσουν μπροστά από καφενείο!
Ε, τέτοιες συντηρητικές αρχές του παρελθόντος χτυπούσαν άσχημα στα μάτια ενός μέρους της τρικεριώτικης κοινωνίας, που θα προτιμούσε να ατονίσουν. Πώς όμως; Να αναλάβουν οι ίδιοι κάποιες πρωτοβουλίες; Δεν σήκωνε. Τα ήθη ήταν ακόμα αυστηρά, και δύσκολα μπορούσε να δράσει μια κοινωνική ομάδα για να καταργήσει κάποια μορφή κατεστημένης τάξης.
Βρέθηκε τώρα η κυρα - Ασημίτσα. Η πρώτη γυναίκα, που όχι μόνο πέρασε σε καφενείο του Τρίκερι αλλά (φρίξον ήλιε!) χόρεψε κιόλα μέσα, και μάλιστα καρσιλαμά, που φέρνει το χορευτή στόχο στα μάτια όλων. Τάραξε δηλαδή κάποια λιμνιασμένα νερά του χωριού κι έδωκε αφορμή να ακουστεί ένα ακόμα προσωνύμιο, που δεν άργησε να πάρει το χρίσμα της καθολικότητας: Η κυρα - «Καρσιλαμά». Μ᾽ αυτό τώρα κυκλοφορούσε στην πολίχνη, μ᾽ αυτό και απόμεινε στη λαϊκή μνήμη του τόπου, μ᾽ αυτό και έσβησε κάπου εκεί στα 1915, χορεύοντας ως το τέλος σχεδόν της ζωής της. Την άρπαξε ο χάρος στα ογδόντα της χρόνια, δυστυχώς για τους συντοπίτες της, γιατί αν ζούσε, θα έσερνε ακόμα τον καρσιλαμά της...
Ο τελευταίος πληροφοριοδότης μου μπαρμπα - Βαγγέλης Φορτούνας από το Τρίκερι, 91 χρονώ σήμερα, θυμάται ακόμα την κυρά - «Καρσιλαμά» κι έχει να λέει γι’ αυτή. Ο ίδιος προθυμοποιήθηκε να σκαρώσει και το σκίτσο της γυναίκας που δημοσιεύεται, Τον ευχαριστώ θερμά.