• Ο Κολοβελώνης της Αργαλαστής

    Ενας παντοτινά μεθυσμένος αγροδίαιτος

    Του Γιώργου Θωμά

    Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 6ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 67, στις 25 Αυγούστου 1991 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».

    ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ κάτοικος στο νότιο Πήλιο, που να μην ήξερε (ή έστω να μην είχε ακούσει) το Νικολή Κολοβελώνη της Αργαλαστής ίσαμε τότε που πέθανε - τέλος της δεκαετίας του 1960. Αλλά και δεν υπήρξε μέρα που να μην βρισκόταν κάτω απ’ την επήρεια του πιοτού, μεθυσμένος πάντα. Οπου και αν πήγαινε, σε ταβέρνα θα κατέληγε. Πουθενά αλλού δεν μπορούσε να τον συναντήσει κανείς. Η ταβέρνα ο μέγας καημός του και το μέγα πάθος.

    Λεπτός, αδύνατος και μέτριου αναστήματος με μόνιμο το τσιγάρο στα χείλη, ζούσε με τη γυναίκα του στο φτωχοκάλυβό του στην Πάλτς της Αργαλαστής, όπου το περιβάλλον τον είχε προσανατολίσει και προς το υγρό στοιχείο. Ψαράς από την ακτή αρχικά, μέχρις ότου απόχτησε «βάρκα» έναν ...σκυλοπνίχτη δυόμισι μέτρων. Θεός να την κάνει βάρκα. Μερικά σανίδια κολλημένα στα πλευρά και το δάπεδο επίπεδο χωρίς υποψία καρίνας. Βάρκα «πλαστήρι», όπως αποκαλούσαν στο Πήλιο τούτα τα μικρά πλεούμενα, που όχι μόνο δεν διατηρούσαν ευστάθεια, μα και ανατρέπονταν εύκολα. Λίγο το κύμα, λίγο το παραπάτημα του επιβάτη, κι ο τελευταίος θα βρισκόταν στη θάλασσα. Τί τον πείραζε όμως; Ο Κολοβελώνης γνώριζε κολύμπι, και δεν το είχε σε τίποτα να βρεθεί στο νερό. Εσερνε τότε τη βάρκα του στ’ ακρογιάλι και στέγνωνε στον ήλιο ή στο τζάκι αν είταν χειμώνας. Πρόβλημα δεν υπήρχε. Κατέβαζε βέβαια ...Θεούς και Παναγίες -οι βλαστήμιες είταν πρόχειρες και συνεχείς στα χείλη του- αλλά δεν έλεγε να αποχωριστεί το ...σκυλοπνίχτη του. Οσο κι αν τον πείραζαν οι γνωστοί του στην Πάλτς:

    - Θα σι πνίξ᾽ βρε Κουλουβιλών’, βάρκα είν᾽ αυτήν᾽ ή νικρόκασα, φέρ᾽ την να τ’νι φκιάσουμε σανίδα να πυρώνουμαστι (= ζεσταινόμαστε) στο τζάκ᾽.

    Αυτός είχε έτοιμη την απάντηση:

    - Γ... το Χριστό σ’ κι τ’ Παναγία, πρόστ᾽χ’, τέρατα κι κέρατα... Χαμένα κουρμιά κι όρνια τ’ς οικουμέν᾽ς.

    ΣΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΣΤΑ ΚΑΠΕΛΙΑ

    Από την ημέρα που έγινε ...καραβοκύρης, δεν τον χωρούσε η Πάλτς τις ήσυχες μέρες του χρόνου. Αφού καλαφάτιζε και ξανακαλαφάτιζε τη βάρκα του, έβαζε μέσα του δυό σκεπάσματα, ένα καρβέλι ψωμί και δέκα ελιές, το κανάτι με το νερό κι αναχωρούσε. Είχε πάντα μαζί του και το μπουκάλι με το τσίπουρο και σε μια γωνιά κατράμια και πίσσες, κι έτσι όταν έμπαζε νερό το πλεούμενο, έβγαινε στην κοντινότερη αμμουδιά και μπούλωνε τρύπες και χαλαρούς αρμούς. Γι’ αυτό άλλωστε πήγαινε πάντα γιαλό - γιαλό, με τα κουπιά βέβαια κι έφτανε ως τον Αϊ - Γιάννη απάνω και την Αγία Κυριακή του Τρίκερι κάτω. Κάποτε - κάποτε σεργιανούσε την ανία του ίσαμε τη Σκιάθο απέναντι κι έκανε μέρες να επιστρέψει στη βάση του. Η γυναίκα του στην Πάλτς τον είχε ξεγραμμένον:

    - Τί να τουνι κάνου; Τέτιους είτανι, τέτιους είνι, δεν αλλάζ᾽ μι τίπουτα...

    - Να τούνι δέσεις, τη συμβούλευαν κάποιοι.

    - Να τούνι δέσου; δε θέλου να ...χαλάσου τ᾽ τριχιά. Ανιπρόκουφτους (= ανεπρόκοφτος) μια ζωή. Δε πάει στουν αγύριστου...

    Ηξερε να τον ...διαβολοστέλνει η γυναίκα του, αλλά που να πιάσουν τον Κολοβελώνη οι κατάρες! Το ποτήρι να ’ταν καλά, κι η ζωή τρικύμιζε ακέραιη στα σωθικά του. Ενας τρισευτυχισμένος στην απλοϊκότητά του και τα μεθύσια του θνητός.

    Σε όποιο αραξοβόλι την άραζε, έσερνε στην αμμουδιά τη βάρκα του (ή τη φουντάριζε) και γραμμή για το καφενείο της ακρογιαλιάς, μια και όλα τα καφενεία της εποχής διαθέτανε και κρασί για τους μερακλήδες. Αμα όμως δεν υπήρχε τέτοιο στέκι, ανέβαινε με τα πόδια στο κοντινότερο χωριό και την άραζε σε μια ταβέρνα. Για παράδειγμα, τόσες φορές περπατούσε από τον Κατηγιώργη στο Προμίρι, δώδεκα χιλιόμετρα μακριά, να πάει να πιει στις δυό κατοχικές και μετακατοχικές ταβέρνες της πολίχνης. Δεν μπορούσε -έλεγε- να χορτάσει το κρασί στον Κατηγιώργη, όπου και το μοναδικό καφενεδάκι του μπαρμπα - Τζων.

    Σκίτσο με έναν μουσάτο δίπλα στη θάλασσα που κρατάει ένα μπουκάλι
    Ο Κολοβελώνης σε σκίτσο του τρικεριώτη λαϊκού ζωγράφου Βαγγέλη Φορτούνα, 91 χρονώ.

    Με τον ερχομό του στο χωριό, μεταφερόταν ολούθε η πληροφορία: «Ηρθι ι Κουλουβιλών’ς». Είταν το σήμα για να συναχτούν αρκετοί άντρες - παιδιά στην ταβέρνα, περισσότερο για να σπάσουν πλάκα με τον παράξενο τύπο, παρά για να πιουν κι αυτοί. Αυτός αντίθετα έπινε κι έλεγε. Ακράτεια στη γλώσσα και το λαρύγγι. Μιλούσε σύντομα και συνέχεια, με το κρασί να ξεχειλίζει απ’ το στόμα του, έτσι ώστε τα περισσότερα λόγια του δεν μπορούσε να τα καταλάβει κανείς. Μιλούσε κι έβριζε στα καλά καθούμενα. Ολο οργή και τσατίλα, τα είχε με όλο τον κόσμο και τους αγίους βέβαια. Πίστευε μέσ’ απ’ τον μεθύσι του, ότι όλοι τον εχθρεύονταν κι ήθελαν το κακό του:

    - Τα παλιουκαθήκια, τα μπάσταρδα, γ... την Παναγία τ᾽ς κι του Χριστό τ᾽ς, τ᾽ς παλιουπρόστυχ’ τί τα’χνι (= τα έχουν) μι τ’ιμένα τουν άγγιλου απ᾽ δε ᾽νουχλάου (= ενοχλώ) κανένανι κι αυτοίν᾽ οι παλιουπουτάνις μι τα τρύπια βρακιά μι κακουέχ᾽νι, του Χριστό τ᾽ς κι τ’ Παναγία τ’ς...

    Τι ήθελε να ακούσει κανείς από κείνον τον αθυρόστομο. Δέκα βλάσφημοι μαζί είταν αδύνατο να τον συναγωνιστούνε. Τον φοβόνταν και οι γυναίκες και τον αποφεύγανε:

    - Απουπου, να πάμι απ᾽ άλλου δρόμου στ’ βρύσ᾽, να μη μας ιδεί ι Κουλουβιλών’ς.

    - Μακριά απού δαύτουνι, να μην ανοίξ’ του στόμα τ’, χάθ᾽καμι.

    ΚΟΙΜΟΤΑΝ ΟΠΟΥ ΝΑ ’ΤΑΝΕ.

    Επινε, έπινε στα καπελιά, και στο τέλος τον έδιωχναν οι μαγαζάτορες αργά τη νύχτα - σπάνια έφευγε μόνος του. Τί να κάνει κι αυτός, σηκωνόταν και το ’βαζε στα πόδια τρεκλίζοντας και σκοντάφτοντας με χειρονομίες και ψιλοαμανέδες, που τους διακόπτανε οι βλαστήμιες. Πού να πάει τότε σε ξένο χωριό που βρισκόταν; Δεν το είχε πρόβλημα. Πολλές φορές σερνόταν σε κάποιο κατώι και πλάγιαζε όπως είταν. Αλλοτε πάλι τραβούσε ολομόναχος μέσα στο σκοτάδι και κατέληγε στη βάρκα του νύχτα ή τα ξημερώματα. Επεφτε σαν ξερός και κοιμόταν όλη μέρα για να ξυπνήσει το βράδι και να αρχίσει ξανά το πιήμα. Κρασί και τσιγάρο. Αφήστε που λίγες φορές έβρισκε τη βάρκα στη θέση της ή ακέραιη. Γιατί η ίδια είταν η μεγάλη πρόκληση στ’ ακρογιάλι:

    - Ηρθι πάλι ι Κουλουβιλών᾽ς; Θα ...πιριποιηθούμι καλά τ’ βάρκα τ᾽.

    Πήγαιναν λοιπόν και ή την έκρυβαν σ’ άλλη θέση ή την ασβέστωναν για να μην την γνωρίζει ή την έσπρωχναν στη θάλασσα (με μπουνάτσα βέβαια) ή -το χειρότερο- την τρυπούσαν με κανένα σφυρί. Δεν χρειαζόταν άλλωστε και καμμιά ιδιαίτερη προσπάθεια να υποχωρήσουν τα σαθρά μαδέρια της.

    Ανάλογες άλλωστε είταν και οι αντιδράσεις του τώρα. Αστραφτε και βρόνταε κι εκτόξευε τους λεκτικούς κεραυνούς του σε θεούς και ανθρώπους. Χτυπούσε χέρια και ποδάρια στην αμμουδιά και στα βράχια, μα ποιον να πιάσει, τύφλα στο μεθύσι όπως είταν πάντα;

    Μιαν ανοιξιάτικη μέρα στην Κατοχή είχε καταλήξει για εκατοστή φορά στον Κατηγιώργη. Τράβηξε τη βάρκα του στην αμμουδιά και ...εγκαταστάθηκε στο μοναδικό καφενεδάκι για τα απαραίτητα σκονάκια του.

    Πού να τον προφτάσει ο μαγαζάτορας! Για να τον ικανοποιήσει, αναγκάστηκε να αγοράσει κι άλλο κρασί, να τον καλμάρει κιόλα, γιατί άμα δεν του ’δινε να πιεί άφηνε πάλι σκουξιές και βλαστήμιες. Απάνω όμως στο κέφι του μπάρμπα - Νικόλα, έκαναν και το δικό τους κέφι κάποιοι του μαχαλά:

    Πήγαν και του τρύπησαν τη βάρκα! Πού να το αντιληφτεί όμως στο χάλι που βρισκόταν, όταν πήγε αργά τη νύχτα να κοιμηθεί! Το πήρε μυρουδιά το πρωί σαν ξύπνησε κι ετοιμάστηκε να σαλπάρει για τον Πλατανιά, για να συνεχίσει το ...πανηγύρι του.

    Ποιος είδε τον Κολοβελώνη και δεν τον φοβήθηκε! Βλαστήμιες πάνω στις βλαστήμιες κι αισχρολογίες στις αισχρολογίες. Μαζί και άγριες απειλές στο δράστη, τον «κιαρατορουφιάνο», που χάλασε τη βάρκα. Ζητούσε να τον βρει, για να τον «καθαρίσει».

    Εδώ τώρα λειτούργησε η αρχή του αντιθέτου της λαϊκής ψυχής. Κάποιοι δηλαδή πρόβαλαν, για πλάκα, τ’όνομα ενός απ’ τους πιο φιλήσυχους ανθρώπους του επινείου, που δεν πείραζε ούτε μυρμήγκι:

    - Τί ψάχνεις, Ν᾽κουλή, να βρεις του χαλαστή; Δε τουν έμαθις ακόμα; Ιά, ι Φίλ᾽ππας είνι...

    Ο Φίλιππας είταν ο πατέρας μου.

    Στη στιγμή ο Κολοβελώνης βάζει φτερά στα πόδια του και τρέχει για το καλύβι του πατέρα μου. Τον συνάντησα στο δρόμο -παιδαρέλι τότε- και περίμενα να περάσει το ...μπουρίνι, την ώρα που ένας ψαράς του τόπου με υπέδειξε στον Κολοβελώνη:

    - Ν᾽κουλή, να ι γιος τ’ Φίλ᾽ππα!

    Φυσώντας και ξεφυσώντας ο παράξενος εκείνος τύπος, χύθηκε καταπάνω μου να με ...σπαράξει. Αν είταν ποτέ δυνατό να με φτάσει ...αγοροκάτσικο όπως είμουν, μαζί με την άλλη λιονομαρίδα του επινείου!

    Είδε όμως στο τέλος την οργή του ο «καταδότης» ψαράς, κι επειδή φοβήθηκε μήπως γίνει κανένα κακό, τον πήρε παράμερα και τον καθησύχασε:

    - Μη κάν’ς του κόπου να πας στού Φίλ᾽ππα. Αυτός είνι ...άγιους. Αλλ’ πήγανι κι τρύπ’σανι τ’ βάρκα σ’. Τρέχα ’σιακάτ᾽ να τ᾽ς βρεις.

    Πείστηκε με τα πολλά και γύρισε στ’ ακρογιάλι να βρει το φταίχτη να τον περιποιηθεί κατάλληλα, κι ύστερα, αφού καλαφάτιζε για πεντηκοστή φορά τη βάρκα του, να το ...έδινε για τον Πλατανιά, ώστε να συνέχιζε κι εκεί το ...«τ’ είχες Γιάννη, τ᾽είχα πάντα»...