Του Γιώργου Θωμά
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 7ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 91, στην 1η Δεκεμβρίου 1992 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».
ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ εικόνα του ανερμήνευτου πάτερ Κυριάκου (ή γέρο - Κυριάκου ή παπου - Κυριάκου) μου χάραξε ο νεοχωρίτης δημοσιογράφος Γιώργος Ζαχαρίου. Μου μίλησε για ένα παράξενο άνθρωπο, Κυριάκο στ’ όνομα, που ζούσε -παραμονές και αρχές του αιώνα μας- σε σπηλιά πότε κατά την Άφησσο και πότε κατά το Νεοχώρι. Ψάρευε κιόλας από θαλασσόβραχους κι έτρωγε άγρια χόρτα. Φορούσε σταυρό από καλάμι στο στήθος, κι άμα κανείς του παρατηρούσε πως οι άνθρωποι φορούν χρυσούς σταυρούς, αυτός είχε μονότονη την απάντηση: «Τι χρυσός τι καλαμένιος. Ένας είναι ο σταυρός». Μ’ αυτό το σταυρό πάντα γύριζε στα χωριά κι έλεγε προφητείες.
Την πρώτη αυτή εικόνα ήρθε αυθόρμητη να συμπληρώσει το καλοκαίρι ο Δημήτρης Φάππας από το Λαύκο. Κατάλαβα λοιπόν ότι ερχόμουνα αντιμέτωπος με μια παράξενη μορφή κι αποτάθηκα στους υπερενηντάχρονους του Προμιριού Γιώργο Δρίβα, Αποστόλη Πετσιώτη και Στάθου Κασαπάκη. Όλοι τους είχαν γνωρίσει το γέρο - Κυριάκο στο Προμίρι όταν πήγαιναν σχολείο, και μου ξετύλιξαν τις αναμνήσεις τους. Στα 1915 όμως τόνε γνώρισε καλύτερα στο Τρίκερι ο μπάρμπα - Βαγγέλης Φουρτούνας, που έκανε για χάρη μου και το σκίτσο του γέρο - Κυριάκου. Πρέπει να είταν τότε γύρω στα ογδόντα του χρόνια.
Από πού κρατούσε η σκούφια του ιδιότυπου ανθρώπου; Μια υποψία διατυπωμένη από το Γιώργο Ζαχαρίου, ότι είταν νεοχωρίτης απ’ τη γενιά των Κυρακέων1. Ο μπαρμπα Βαγγέλης Φορτούνας ωστόσο επιμένει πως ο άγνωστος γέρος είναι «δραπέτης του Αγιονόρους». Έμεινε, λέει, σε σκήτη χρόνια, κι ύστερα ξύπνησε μέσα του η άλλη αποστολή. Να περάσει στο σώμα της κοινωνίας για να κηρύχνει το λόγο του Θεού. Αυτό που έκανε δηλαδή πιο πριν, σε ευρύτερες βέβαια και πνευματικότερες διαστάσεις, ο άλλος καλόγερος, ο μεγάλος Πατροκοσμάς.
Ως καλόγερο λοιπόν τον γνώρισε στα 1915 ο υπερήλικας τρικεριώτης. Τόλμησε μάλιστα να τον ρωτήσει -ακολουθώ εδώ τη γραφή που μου έστειλε στο Τρίκερι- «γιατή ασκύτεψες εις το Όρος και τώρα εγκατέληψες την ασκυτική ζωή; Αυτό αφορά εμένα και όχι εσένα, μου απάντησε, και θύμοσε και έκανε κάτι κηνύσεις άγριες. Φοβήθηκα και σταμάτησα να του μηλάο, τον είχαν ανταμόση έξω απ’ το χωριό ένα χιλιόμετρο μακριά...»
Συντόνιζε λοιπόν τα βήματά του ο φτωχός με τα άλλα των πατέρων μας, κι έφτανε η χάρη του σ’ όλα τα χωριά του νότιου Πηλίου. Με τα ίδια πάντα τριμμένα ρούχα -κάπου κάπου να φοράει και ράσο- με τα ίδια ποδήματα, λίγα γένεια στο πρόσωπο κι ένα σακί στον ώμο. Πάντα αυτό το σακί στον ώμο· όπου περπατούσε κι όπου στεκόταν. Σακί με πέντε μαύρες πέτρες μέσα. Τις κουβαλούσε μαζί του, λέγοντας πως είναι οι «πέντε άρτοι του Χριστού». Φημολογούνταν όμως στους ντόπιους, ότι απ’ αυτές αντλούσε δύναμη και ψυχοσωματική αντοχή.
Η αντοχή του είταν στ’ αλήθεια καταφάνερη. Βάδιζε στητός, σέρνοντας και τις πέτρες στο σακούλι, και στητός μιλούσε. Κανείς δεν τον θυμάται να κάθεται. Πάντα στεκόταν όρθιος όπου κι αν πήγαινε. Το πολύ να ακουμπούσε την πλάτη του σε μια πεζούλα, σ’ ένα τοίχο σπιτιού. Με το τσουβάλι στον ώμο, κι ας πιεζόταν ανάμεσα στο σώμα του και τον τοίχο. Συνήθως κατέληγε σε μαχαλάδες, αποφεύγοντας τις κεντρικές πλατείες. Προτιμούσε τις συνάξεις γυναικών και αντρών στις γειτονιές. Εκεί όπου έβγαιναν ηλικιωμένοι κυρίως στο πλαίσιο της επικοινωνίας και της πολιτιστικής ζωής των χωριών μας. Κατέληγε στη λαϊκή γειτονιά ο γέρο - Κυριάκος, για να λέει «τα μέλλοντα του κόσμου».
Είταν γνωστή η... φίρμα του, κι όλοι τον καλωσόριζαν:
- Καλώς του παπού Κυριάκου, καλώς τουνε.
Σοβαρός και αυτός τότε, έπαιρνε θέση σ’ ένα τοίχο και ανέπτυσσε τις προφητείες του: «Που λέτε, χριστιανοί, θάρθ’ ένας καιρός όπου άλογα σιδηρένια (τα οχήμτα) θα τρέχουν δίπλα σας. Στον αέρα θα πετούν πουλιά με σιδηρένιες μύτες (τα αεροπλάνα). Η γη θα ζωθεί με σιδηρένια σκοινιά (τα τηλέφωνα και ηλεκτρικά σύρματα), αλλά θα πάτε να ανασάνετε και δε θα μπορείτε (στα σίγουρα εννοούσε τη μολυσμένη ατμόσφαιρα)· θα φτύνετε το νερό που πίνετε (πάλι κι εδώ η μόλυνση), θα σπέρνετε και δε θα θερίζετε, θα ψαρεύετε και ψάρια δεν θα πιάνετε, κι η θάλασσα θα νεκρωθεί. Θα γίνει ένας πόλεμος, κι η Ελλάδα θα τον χάσει (Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή), θα έρθουν άσχημα χρόνια...»
Τα διατύπωνε με φωναχτή σοβαρότητα, κι όλοι άκουγαν το λόγο του προσεκτικά. Μικρότεροι και μεγαλύτεροι αφοπλίζονταν από τη φυσική λαϊκή ροπή της ειρωνείας, που εκδηλωνόταν στις παραδοσιακές κοινότητες. Ούτε αυτά τα «δεδηλωμένα» πειραχτήρια θάρρεψαν ποτέ να περιγελάσουν το γερο - Κυριάκο ή να τον κάνουν στόχο κάποιων βίαιων αντιδράσεων, ούτε τα σχολειαρούδια ακόμα πήγαν να τον προκαλέσουν. Τον ακολουθούσαν μάλιστα κι αυτά κι άκουγαν τον παράξενο λόγο του...
Αφοπλίζονταν οι χωρικοί μπροστά του, αφοπλίζονταν όμως και τα... ζώα. Κάποτε λόγου χάρη έσυρε τα βήματά του κι ως το Μικρό του Λαύκου. Είταν η ώρα που το λαυκιώτικο γιδοκόπαδο του Φάππα είχε απλωθεί στην αμμουδιά και στα πλατάνια της πηγής. Πήγαινε γιαλό γιαλό απ’ τον Πλατανιά, και πριν τον πάρουν είδηση οι τσομπάνηδες, τον μυρίστηκαν τα τσομπανόσκυλα. Χύθηκαν καταπάνω του να τον σπαράξουν. Τρέχουν αμέσως κι οι βοσκοί να τον προφυλάξουν. Χαμένος ο κόπος τους: Με μια κίνηση των χεριών τους ο γερο - Κυριάκος καθήλωσε στον τόπο τα σκυλιά. Πρόβαλε την ανοιχτή παλάμη, χωρίς να υποχωρήσει βήμα, και τα τετράποδα σίγησαν εδεκεί!
Ιερό δέος κυριάρχησε στους τσομπάνηδες. Του πρόσφεραν γάλα και του ’δωκαν ψωμί. Ούτε που τ’ άγγιξε. Κατέθεσε όμως κι εκεί το λόγο του, κι ύστερα πήρε το δρόμο για το Τρίκερι.
Οδοιπορώντας στα βράχια του Τρίκερι έξω απ’ το χωριό, συναπάντησε τον ερημίτη του τόπου Σασαγιώργο2. Ο απόκοσμος τούτος άνθρωπος τον καλοδέχτηκε:
Ω, καλέ μου άνθρωπε, θάρθ’ς απόψε’ να κοιμηθείς σε μένα.
Πού να κοιμηθεί; Μια βαραθρώδης σπηλιά στα κατσάβραχα έξω απ’ το Τρίκερι, είταν το κατάλυμα του Σασαγιώργου, κι εκεί φιλοξενήθηκε ο γέρο - Κυριάκος! (Πόσο ανθρώπινα είχε διαμορφώσει το άτομο ο λαϊκός πολιτισμός, και πόσο απάνθρωπα τον «κατασκευάζει» ο πολιτισμός της μηχανής σήμερα!).
Εκεί λοιπόν μέσα στην άγρια σπηλιά κούρνιασαν την «ευτυχία» τους, και την επαύριο κίνησαν για την Αγία Κυριακή. Οδηγός του Κυριάκου ο Σασαγιώργος. Περπάτησαν τα αιχμηρά λιθάρια του βουνού κι έφτασαν στο επίνειο του Τρίκερι. Ο τρικεριώτης ερημίτης εγκατέστησε το συνοδοιπόρο του στο κελί της Αγίας Κυριακής κι επέστρεψε στην ερημιά του.
Μια βδομάδα με τους ψαράδες του τόπου ο πάτερ Κυριάκος, δεν έπαυε να αφήνει τον προφητικό του λόγο και γίνεται κι εδώ πρόσωπο σεβαστό απ’ όλους. Δεν αρνιόταν τώρα και το φαγητό που του προσφέρανε -σούπα κάθε μέρα- κι ένα ποτήρι κρασί.
Μα η ζωή του ιδιότυπου ρασοφόρου δεν είχε σχέση με φαγητά και ποτά. Είταν κατάφαση ενός άλλου κόσμου, όπως αυτός τον ένιωθε και τον αναζητούσε. Ζήτησε λοιπόν να τον μεταφέρουν στον Πλατανιά. Τον έβαλαν σε βάρκα και τον έβγαλαν εκεί, για να αρχίσει νέα περιοδεία τώρα στα χωριά του νότιου Πηλίου. Τα πήρε όλα με τη σειρά: Προμίρι, Λαύκο, Μιλίνα, Χόρτο, Μετόχι, Αργαλαστή... με το λόγο του Θεού και την προφητεία στα χείλη. Στο Προμίρι είχε και μαι σύγκρουση με τον παπα - Γιώργη Αρέθα3. Είταν μετά την κυριακάτικη λειτουργία, όταν ο ιερέας σίμωσε στ’ αυλογύρι τον Κυριάκο. Δεν του καλοφάνηκε και του ’τριξε τα δόντια:
- Είσαι υποκριτής, του κρένει.
Πεισματικά αντέδρασε ο ξένος:
- Δεν είμαι ό,τι κι αν πεις· λέου πράματα σουστά, και θα τα θ’μηθείτε μια μέρα...
Στην Αργαλαστή έπεσε απάνω σε ομαδικό τραπέζι, όπου όλοι προσφέρθηκαν να τον ταΐσουν. Δεν δέχτηκε ούτε μια μπουκιά. Ζήτησε μόνο ένα καρβέλι. Το πήρε, το ύψωσε κατά την ανατολή, είπε λόγια κι ύστερα το εναπόθεσε στο τραπέζι. Σταυροκοπήθηκαν όλοι αμήχανα, κι ούτε μπόρεσαν να διατυπώσουν ένα χαρακτηριστικό για τις παραξενιές αυτού του ανθρώπου.
Αποδώ και πέρα χάνουμε τα ίχνη του ερημίτη. Πού πήγε; Και πού και πότε ξεπλήρωσε το «κοινόν χρέος»; Θα το μάθουμε κάποτε; Σημασία ωστόσο έχει η απήχηση αυτής της προσωπικότητας στα χωριά μας. Δεν εγκλώβισε δηλαδή τη φήμη του σε ένα μονάχα χωριό. Την άπλωσε σε δέκα τουλάχιστο, σε όλο το νότιο Πήλιο, όπου μετέφερε τον καημό του να φωτίζει τα μελλούμενα στους ανυποψίαστους χωριανούς. Μα και αυτοί τον ανέβασαν σε έναν χώρο ιερότητας -όσιο τον ονόμαζαν στο Τρίκερι- και το θεωρούσαν καύχηση να το λένε στα χωριά. Κι όταν αργότερα έβλεπαν τις προφητείες του να επαληθεύονται, το έλεγαν μεταξύ τους: «Πωπώ, βγήκαν σωστά όσα μας έλεγε ο γερο - Κυριάκος».
Ένας ταπεινός θνητός, που κατοχυρώνει τ’ όνομά του σε μια ευρύτερη περιοχή και μένει ως μνήμη αγαθή και σήμερα ακόμα, έρχεται να μας πει μέσ’ απ’ τον τάφο του πως η ζωή του δεν πήγε χαμένη, όπως τόσες και τόσες άλλες...