Του Γιώργου Θωμά
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 6ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 66, στις 15 Ιουλίου 1991 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».
ΟΣΟΙ ΠΡΟΣΕΧΟΥΝ την προμετωπίδα του Α’ τόμου του βιβλίου «Πηλιορείτικα» (Αθήνα 1981) του Βαγγέλη Σκουβαρά, θα διαβάζουν πως το βιβλίο τούτο αφιερώνει ο συγγραφέας στη μνήμη τριών φίλων του. Ανάμεσά τους κι ο Θανάσης Δερβενιώτης.
ΠΟΙΟΣ μιλούσε μ’ εκείνον τον άνθρωπο στη Ζαγορά ίσαμε τα 1970 περίπου που ζούσε στην κωμόπολη, και δεν περνούσε σε μιαν άλλη ατμόσφαιρα ιδιαίτερα ευφρόσυνη και κεφάτη; Ποιος κουβέντιαζε με το Θανάση Δερβενιώτη (είταν θείος του γνωστού ζαγοριανού μουσικοσυνθέτη Θόδωρου Δερβενιώτη) και δεν χαμογελούσε αυθόρμητα με τις αστειότητες που διατύπωνε συνέχεια με κείνον τον ήρεμο τόνο της ομιλίας του; Ωρες να κάθεσαι μαζί του, και να σ’ αραδιάζει χίλια δύο περιστατικά της ζωής του με έναν τρόπο πικάντικο και διασκεδαστικό -όλο πρόκληση του γέλιου και της ευθυμίας!
Τον πρωτογνώρισα στα 1958, όταν ανέβηκα να εργαστώ στην πολίχνη, στο «κουλτούκι» του στην κεντρική πλατεία της Ζαγοράς, όπου είχε το μονοπώλιο των εισιτηρίων των υπεραστικών λεωφορείων και τις εφημερίδες. Ενα μονόχωρο σπιτάκι με τσατμά (3x3 μ.) με ένα τραπεζάκι, δυό - τρεις καρέκλες κι ένα κρεβατάκι να κοιμάται. (Στο χώρο τούτο υψώνεται σήμερα το καφεστιατόριο του Μανόλη Καρπετόπουλου). Τον γνώρισα και τον αγάπησα το Θανάση Δερβενιώτη από την πρώτη στιγμή που μίλησα μαζί του. Πόσο μάλλον που είχαμε κάποια κοινά σημεία επικοινωνίας: Είταν φανατικός αναγνώστης βολιώτικης εφημερίδας με την οποία τότε άρχισα να συνεργάζομαι και λάτρευε με πάθος το γνωστό χρονογράφο του «Βήματος» Παύλο Παλαιολόγο. Ηξερε μάλιστα και μου απάγγελνε παραγράφους ολόκληρες από χρονογραφήματά του κι είχε γνωρίσει τον ίδιο τον Παλαιολόγο, όταν -γύρω στα 1950- ο τελευταίος παραθέρισε στη ζαγοριανή πολίχνη για ένα δεκαπενθήμερο.
Εκεί λοιπόν στο «κουλτούκι» του Δερβενιώτη την «έβγαζε» και ο αξέχαστος χρονογράφος, γελώντας καλόκαρδα με τα αστεία του Δερβενιώτη, κι όταν επέστρεψε στην Αθήνα, έγραψε γι’ αυτόν ολόκληρο χρονογράφημα στο «Βήμα».
Στα 1951 ανεβαίνει να υπηρετήσει στο νεοσύστατο τότε γυμνάσιο της πολίχνης ο φιλόλογος και γνωστός ιστορικός ερευνητής Βαγγέλης Σκουβαράς.
Νέος, 30 χρονών, ταυτίστηκε κι αδελφοποιήθηκε με το Θανάση Δερβενιώτη, που είταν και δεν είταν τότε 45 χρονών. Δεν περνούσε μέρα που να μην πάει στου φίλου του το «κουλτούκι». Να καθήσει στο κρεβάτι και ν’ αρχίσει τη συνομιλία μαζί του. Οι περισσότερες αναφορές στρέφονταν γύρω από παλιούς τύπους του χωριού και διάφορα περιστατικά, που τα «νοστίμευε» ο ελκυστικός τρόπος της αφήγησης του Δερβενιώτη. Πιότερο μιλούσε αυτός και λιγότερο ο Σκουβαράς, που ξετύλιγε κι ο ίδιος βέβαια τα πιπεράτα αστεία του, για να γίνεται εκείνο το «κουλτούκι» ένα χαρούμενο κέντρο διερχομένων από ζαγοριανούς κάθε καρυδιάς καρύδι.
Μια μέρα αποφάσισαν και οι δυό -δεν ξέρω σε ποιόν ανήκει η πρωτοβουλία- να σκαρώσουν μια φάρσα στους ζαγοριανούς, συγκεντρώνοντάς τους στην κεντρική πλατεία του Αγίου Γεωργίου. Διαδώσανε λοιπόν πως θα έρθουν στη Ζαγορά για να παλέψουν το ορισμένο Σαββατόβραδο ο «Χοντρός» και ο «Λιγνός» του κινηματογράφου, κι ο Σκουβαράς ανάλαβε να φιλοτεχνήσει την αφίσσα, νατουραλιστής ζωγράφος όπως είταν. Ζωγράφισε λοιπόν σε μεγάλο χαρτόνι έναν χοντρό κι έναν λιγνό σε στάση πάλης και το κάρφωσε στον κορμό του μεγάλου πλάτανου της πλατείας, εκεί όπου αναρτιόνταν και τα έγγραφα της κοινότητας. Αυτό είταν όλο: Σούσουρο μεγάλο στη Ζαγορά. Από παντού διασταυρώνονταν οι ανακοινώσεις:
-Τα ’μαθατε; Θα έρθ' λέει, ου Χουντρός κι ου Λιγνός να παλέψ'νι, κι μας καλούνι στ' πλατεία.
-Είνι να χάσουμι τ'ν ευκιρία; Ουλ' στ' πλατεία του Σαββατόβραδου...
Από νωρίς οι ζαγοριανοί καταφτάνανε στο παζάρι, κι όταν βράδιασε, καρφίτσα να ’ριχνες, δεν θα ’βρισκες χώμα. Η αγωνία ολοένα και κορυφωνόταν, κι όλοι, κάνοντας χάζι την αφίσσα του Σκουβαρά στο πλατάνι, έτριβαν τα χέρια τους από ευχαρίστηση που θα ’βλεπαν το Χοντρό και το Λιγνό να παλεύουν για χάρη τους!
Κατά το βραδάκι λοιπόν, όταν είχαν ανάψει τα ηλεκτρικά φώτα από το τοπικό εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, να και περνούν στη μέση της πλατείας τρεις άντρες. Είταν ο Δερβενιώτης, ο Σκουβαράς κι ένας τρίτος ακόμα, που επειδή βρίσκεται στη ζωή, δεν θέλω να ανακοινώσω τ’ όνομά του. Χοντρούτσικος αυτός, λιγνός ο Δερβενιώτης, προβάλλονται κι οι δύο απ’ το Σκουβαρά, που σε σύντομο λογύδριο, αφού καλωσόρισε τους ζαγοριανούς στην πλατεία, έστρεψε το λόγο του στο Χοντρό και το Λιγνό. «Ε, λοιπόν -συνέχισε- το Χοντρό και το Λιγνό θα τους χαρούμε τώρα αμέσως. Νάτοι, χειροκροτήστε τους...»
Βγαίνει λοιπόν ο Δερβενιώτης κι ύστερα ο άλλος ...αντίπαλός του και παίρνουν θέσεις ...μάχης. Ο Σκουβαράς διαιτητής! Ποιος να ’βλεπε εκείνα τα καμώματα του Δερβενιώτη και να μη λιγώνεται στα γέλια! Μα και ποιος να αντίκρυζε τις άλλες κωμικές κινήσεις του αντιπάλου του και να μη περνούσε σε μια κατάσταση ευθυμίας, τέτοιας που μόνο μια φορά κι ένα καιρό είταν άξια τα χωριά μας να δημιουργούνε...
Τελικά οι δύο «παλαιστές» ήρθαν στα χέρια μέσα σε ακράτητες κραυγές επιδοκιμασίας κι ευφροσύνης μικρών και μεγάλων, και χαλούσε ο κόσμος εκεί στην κεντρική πλατεία της Ζαγοράς, μέχρις ότου ο «διαιτητής» κήρυξε τη λήξη της πάλης κι ανέδειξε και τους δυό ...νικητές!
Ενας τέτοιος χαριτωμένος τύπος δεν μπορούσε να μην προσεχτεί απ’τον υποφαινόμενο στην οχτάχρονη ζωή του στη Ζαγορά. Είταν καθημερινές σχεδόν οι επισκέψεις μου στο «κουλτούκι» του αρχικά και πιο ύστερα στο μαγαζάκι λίγο πιο πάνω, μέσα στην κεντρική πλατεία πάλι, όπου μεταφέρθηκε ο Δερβενιώτης, γιατί πήρε, όπως έλεγε «προαγωγή»: Ανέβηκε δυό σκαλοπάτια της πλατείας. Τώρα εδώ «εξανθρωπίστηκε» πια, κι ο χώρος, παρείχε τη δυνατότητα να διευρύνονται οι συνάξεις, ιδιαίτερα τα βράδια. Αυτό το μαγαζί του Δερβενιώτη έγινε και το μοναδικό «πνευματικό» ας πούμε κέντρο της Ζαγοράς, αφού δω μέσα κουβεντιάζαμε και «λύναμε» πνευματικά θέματα της χώρας και του τόπου. Γιατί η πολίχνη διατηρούσε ακόμα τα τελευταία ζωντανά λείψανα της μεγάλης παράδοσης της Ζαγοράς. Αναθυμάμαι δω μέσα τους σεβαστούς μου φίλους, τον ιστοριοδίφη Απόστολο Κωνσταντινίδη (ή Πήλιο Ζάγρα), το λογοτέχνη Κώστα Τσαγκαράδα, τη δημοσιογράφο Καλλιόπη Πάντου, το συμβολαιογράφο Φίλιππα Αγγελίνη, την τόσο καλλιεργημένη Ευδοξία Πάντου - Καπετανάκη, τον επίσης καλλιεργημένο κοινοτάρχη Γιώργο Σαμσαρέλο, την ευγενική κυρία Πέλεια Σμυρνιούδη, που ζει σήμερα στη Ζαγορά μες στην αξιοπρέπεια των γηρατειών της, τον συνταξιούχο στρατιωτικό γιατρό Αργύρη Δεληδημήτρη, το δάσκαλο Αλέκο Σπυρόπουλο, άλλους δασκάλους, καθηγητές κ.λ.π. Για τον καθένα μας είχε κι ένα ιδιαίτερο καλαμπούρι να ξεστομίσει ο Δερβενιώτης, κι όταν κάποιες φορές το «παρατραβούσε το σκοινί», έπεφτε στη μέση η γυναίκα του, η κυρα - Μαρία, τύπος διαμετρικά αντίθετη αυτή, και τον ...επανέφερε στην τάξη. Πώς είχε πάντα το κέφι αυτός ο άνθρωπος όποτε κι αν τον έβλεπες, όποια βάσανα κι αν τον κυρίευαν; Πού έβρισκε εκείνα τα φραστικά ευρήματα τα διεγερτικά του γέλιου των συνομιλητών του; Κάποτε δεν άντεξα κι έγραψα στην εφημερίδα «Η Θεσσαλία» ένα άρθρο «Το χιούμορ στη ζωή μας» (14.11.1965), όπου έριχνα κάποιες πινελιές για το Δερβενιώτη:
«Τώρα εδώ στη Ζαγορά έχουμε το Θανάση Δερβενιώτη με την ολάνοιχτη καρδιά και τα ατελείωτα αποθέματα του χιούμορ του. Με μια επιτηδευμένη σοβαρότητα βρίσκει κάθε λίγο την ευκαιρία να πετάξει το λογάκι του όταν πρέπει και να κάνει ολωνώνε τα πρόσωπα ν’ αστράφτουν από τρανταχτό γέλιο. Τέτοιους τύπους αριστοτέχνες του χιούμορ, επιρρεπείς σε ευφυολογήματα, αστειότητες κι ευτραπελίες ομολογώ πως δεν γνώρισα...»
Μα και στον μεγάλο αποκλεισμό της Ζαγοράς από τα χιόνια -Φλεβάρης του 1960- ο Δερβενιώτης είχε μια γουστόζικη ...κατάθεση. Εκδότης των εισιτηρίων από τα λεωφορεία όπως είταν, πολιορκούνταν στενά από τις πρώτες μέρες του χιονιού από ανθρώπους που έπρεπε να φύγουν για το Βόλο. Βαρέθηκε ο άνθρωπος να δίνει συνέχεια πληροφορίες και να εξηγεί πως τέτοιο ταξίδι αποκλείεται.
- Ταξίδ' θέλ'ς κι συ; Αϊ, χαιρέτα μου το πλάτανο (και πού να τον δεις μέσα στα χιόνια!)
Μια μέρα τον επισκέφτηκε και κάποια γυναικούλα, για να του τονίσει την ανάγκη μετάβασής της στο Βόλο μέσα σε ενάμισι μέτρο χιόνι. Ε, δεν κρατήθηκε άλλο ο Δερβενιώτης:
- Εύκολο είναι, κυρά μ', να πας στο Βόλο. Θα πας όμως δι 'άλλης οδού, με το ελικόπτερο. Θα 'ρθει σε καμιά ώρα να παραλάβει επιβάτες για το Βόλο! Ειδοποίησε κι άλλους που θέλουν να ταξιδέψουν, για να μη χάσουν το ...τρένο, μπαρδόν το ελικόπτερο.
Ουρά σχηματίστηκε σε μισή ώρα έξω απ’ το μαγαζί του. Αλλά φευ! Η ...εξ ουρανού σωτηρία παράμεινε όνειρο θερινής νύχτας για τους ζαγοριανούς. (βλ. και το δημοσίευμά μου «Εικόνες απ’ τις ημέρες του αποκλεισμού της Ζαγοράς - Ο Δερβενιώτης που παραγγέλει ελικόπτερο...», εφημ. «Η Θεσσαλία» 17.2.1960).
Ενα πρωινό (πριν ή μετά το 1940) μια είδηση δημοσιευμένη σε βολιώτικη εφημερίδα, συντάραξε τους αναγνώστες: Το Θανάση Δερβενιώτη τον έφαγαν οι λύκοι απάνω στο βουνό!! Τί είχε συμβεί; Μας το αφηγούνταν ο ίδιος μ’ εκείνο τον ανεπανάληπτο τρόπο, και δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε στα γεγονότα.
Ενας νεαρός τότε δημοσιογράφος του Βόλου, σταλμένος απ’ το διευθυντή τοπικής εφημερίδας, πήγαινε κάθε πρωί σχεδόν στο πρακτορείο αυτοκινήτων του Πηλίου και ρωτούσε τους οδηγούς αν υπάρχουν νέα των χωριών τους. Οσα του λέγανε, τα αξιολογούσε και τα περνούσε στην εφημερίδα. Στο τέλος όμως ο δημοσιογράφος έγινε, φαίνεται, ενοχλητικός και μια μέρα κάποιος οδηγός τον ...περιποιήθηκε ανάλογα.
- Νέα θέλ'ς; Δεν τα 'μαθές; Να, το Θανάση Δερβενιώτη τον έφαγαν οι λύκοι! Κατέβαινε με τα πόδια στο Βόλο, μια και το χιόνι είχε διακόψει τη λεωφορειακή συγκοινωνία, και κοντά στα Χάνια έπεσαν απάνω του λύκοι και τον κατασπάραξαν...
Την άλλη μέρα φιγουράριζε πρωτοσέλιδη η είδηση, που την πήρε και η εφημερίδα της Αθήνας «Ακρόπολις», κι όλοι οι γνωστοί του έκλαιγαν ζωντανό το Δερβενιώτη! Αλλο που δεν ήθελε τώρα κι ο ίδιος, για να σχολιάζει αποδώ και πέρα με το γνωστό του χιούμορ τα καθέκαστα, μια και «κατέβηκε από τον άλλο κόσμο τώρα», όπως διατυμπάνιζε, κι είχε ένα σωρό εντυπώσεις να αφηγηθεί από εκεί απάνω...
Φαντάζομαι ακόμα θα έχει να λέει στους γνώριμούς του συνταξιδιώτες εκεί στην αντίπερη όχθη όπου βρίσκεται τώρα...