• Η «ΤΡΕΛΗ» ΤΗΣ ΖΑΓΟΡΑΣ

    Η γυναίκα που είχε εμπνεύσει τον Ψυχάρη κι έγινε ...διήγημα από τον ίδιον

    Του Γιώργου Θωμά

    Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 6ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 63, στις 15 Απριλίου 1991 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».

    ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ τους τύπους του Πηλίου ένας μονάχα καταξιώθηκε ως σήμερα ευρύτερα στο λογοτεχνικό χώρο: Η τρελή της Ζαγοράς, μια μισοπάλαβη γυναίκα της πολίχνης, ψειριασμένη και ρακένδυτη συνήθως.

    ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΝΑΟ ΜΕ ΤΟΝ ΨΥΧΑΡΗ

    Αυτή την παράξενη μορφή είχε γνωρίσει ο Γιάννης Ψυχάρης στη Ζαγορά τον Αύγουστο του 1893. Ο μεγάλος μας λογοτέχνης είχε ανεβεί τότε στη ζαγοριανή πολίχνη, φιλοξενούμενος του δήμαρχου και άρχοντα Δημητρίου Κασσαβέτη, πεθερού του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη. Σάββατο έφτασε με μουλάρια από το Βόλο ο Ψυχάρης, Κυριακή πρωί πήγε στην εκκλησία της Σωτήρας όπου και το αρχοντικό του Κασσαβέτη. Ενώ λοιπόν συνεχιζόταν η λειτουργία, ακούστηκαν ξαφνικά φωνές μέσα στο ναό. Φώναζε κι έβριζε η τρελή της Ζαγοράς. Ο Ψυχάρης δεν αδιαφόρησε. Σύλλεξε στοιχεία γύρω απ’ τη δυστυχισμένη γυναίκα, κι όταν επέστρεψε στη Γαλλία όπου ζούσε μόνιμα, δημοσίευσε σε γαλλικό περιοδικό το αφήγημά του «Η τρελή της Ζαγοράς»1. Να πως ο Ψυχάρης περιγράφει, με τη γλώσσα βέβαια του μεταφραστή, το επεισόδιο στο ναό:

    «Ωρυγή εξέφυγεν αίφνης από του βάθους του ναού προς τον ιερέα: «Σκύλε, τέρας» εσύριζεν η φωνή. Ουδείς εστράφη να ίδη. Η φωνή αναθεμάτιζε πάλιν, έπειτα εσιώπα και κατόπιν εγόγγυζε πάλιν χαμηλότερα, κατηράτο. Η ομήχυρις εξηκολούθη να μένη απαθής. Ημην εμπρός εμπρός2, δεν ηδυνάμην να ίδω τίποτε. Τέλος έκαμα ολίγα βήματα σιγά σιγά και διέκρινα εν δέμα ρακών άμορφον και μίαν γεώδη μορφήν, σωριασμένα (SIC) επί ογκολίθου, υπεράνω του πλήθους, εις την εξοχήν μιας γωνίας3. Η τρελή εκείνη -συνεχίζει πιο κάτω ο Ψυχάρης- ήτο γνωστή ως εισδύουσα τοιουτοτρόπως πάντοτε εις την εκκλησίαν τας Κυριακάς, και βλασφημούσα κατά του ιερέως και της ακολουθίας».

    Παρέα αντρών και μια γυναίκα στο κέντρο
    Η τρελή της Ζαγοράς, ανάμεσα σε άντρες, αφού τις γυναίκες δεν τις συμπάθησε ποτέ. (Αρχείο Νίκου Αντωνάκη, Ζαγορά).

    ΠΟΙΑ Η ΤΡΕΛΗ

    Ο Ψυχάρης αποθανατίζει στη συνέχεια του αφηγήματος το ιστορικό της γυναίκας όπως του το έθεσε υπόψη ο παπάς του ναού4. Για τον ιερέα λοιπόν η τρελή, που λεγόταν Σταμάτα Γιωργαδάκη - Κασίδη, δεν είταν Ζαγοριανή. Είχε έρθει από νησί του Αιγαίου με την κόρη της τη Λενιώ και καταστάλαξε στην πολίχνη. Η Λενιώ όμως έπεσε στα βρόχια του έρωτα με το Ζαγοριανό Γιώργο της Κώσταινας, και ο δεσμός εκείνος θα έπαιρνε το δρόμο της νομιμοποίησης.

    Αλλά η αντίδραση της μητέρας του Γιώργου γινόταν ολοένα εντονότερη. Δεν δεχόταν το δεσμό του γιού της με μια ξένη και φτωχιά, με την κόρη της Σταμάτας, έστω κι αν τότε η τελευταία είταν μια φυσιολογική γυναίκα. Μα ο γιός, κυριαρχημένος απ’ το ερωτικό μεθύσι, ξέμενε αμετακίνητος. Ορισε μάλιστα και την ημέρα του γάμου του. Τί τραγική όμως ειρωνεία! Λίγες ώρες πριν από το μυστήριο, ο γαμπρός άφηνε την τελευταία του πνοή! Υστερα από ένα χρόνο, πάει κι η Λενιώ!

    Είταν δύο θάνατοι ύποπτοι, όπως ένιωσε ο Ψυχάρης, ακούγοντας την αφήγηση του ιερέα κείνο τον Αύγουστο του 1893 στη Ζαγορά.

    Η ΤΡΕΛΗ ΣΤΙΣ ΝΕΟΤΕΡΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ

    Η μνήμη της Σταμάτας είταν ολοζώντανη στα 1958 - 1966, που ζούσα στη Ζαγορά. Γέροι και γριές που τη γνώρισαν (πέθανε αρκετά πριν από το 1940) μου περιγράφανε άνετα τούτη την παράξενη μορφή, πάντα με μιαν αγαθή διάθεση. Ποτέ δεν διαπίστωσα κατηγορηματική θέση σε κανέναν, ποτέ κανείς δεν διαπίστωσε λόγο κακό για την άμοιρη. Καταλάβαινα επομένως πως η Σταμάτα είταν, όσο ζούσε, μια συμπαθητική φυσιογνωμία στην πολίχνη, ένας τύπος διακριτικός που φαίδρυνε την κοινωνική ζωή της. Αλλωστε κι αυτός ο ίδιος ο Δροσίνης είχε συμπαθήσει την τρελή, διατηρώντας μάλιστα τη φωτογραφία της στο σπίτι του στην Κηφισιά.

    Είχε γεννηθεί γύρω στα 1850, και μικρή ακόμα καταστάλαξε σε σπίτι προξένου στο Βόλο. Εκτελούσε χρέη μαγείρισσας. Αργότερα την πάντρεψε ο πατέρας της, για άλλους με ναυτικό από την Ανδρο, για άλλους με τον Κώστα Γελαδάρη από το Πουρί. Γέννησε λοιπόν τη Λενιώ, που χάθηκε στη θάλασσα -άγνωστο πώς για τους πληροφορητές μου. Πιο πριν όμως η Σταμάτα είχε χάσει τα ίχνη του άντρα της, κι έμεινε δυστυχισμένη στους πέντε δρόμους. Το χειρότερο ακόμα: Αρχισε να παρουσιάζει σημάδια παράκρουσης. Η ψυχική της υγεία κλονιζόταν ολοένα, για να καταντήσει στο τέλος μια τρελή γυναίκα.

    Τώρα στη Ζαγορά είχε γίνει μια δαχτυλοδειχτούμενη μορφή, ένα πρόσωπο οίκτου. Ολοι συμμερίζονταν το δράμα της. Την τάιζαν και την πότιζαν οι γείτονες, και πολλά αρχοντόσπιτα την έπαιρναν να πλένει και να σκουπίζει. Πιότερο συμπαθητική είταν στ’ αρχοντικό του Κασσαβέτη. Εδώ έτρωγε κι έπινε καλά, κάνοντας δουλειές του ποδαριού, και ...ντυνόταν καλά. Γιατί οι Κασσαβέτισσες της χορηγούσαν ρούχα, παπούτσια και καπέλα να την κάνουν κι αυτή «αρχόντισσα», όπως την πείραζαν. Αλλο που δεν ήθελε κι η Σταμάτα. Με καλή στολή και με μάτσα λουλούδια πάνω στο καπέλο της σεργιανούσε στις ρύμες και τις ρούγες της πολίχνης με τη στόφα της αρχόντισσας. Αλλοτε πάλι, σαν να συνειδητοποιούσε τη θέση της, ντυνόταν στα κουρέλια και γυρνούσε ξυπόλυτη με ξέπλεκα μαλλιά. Γύριζε και τραγουδούσε, κλαίοντας:

    • «Μία φορά είμουν άγγελος,
      τώρ’ αγγελίζουν άλλοι.
      Στη βρύση που 'πινα νερό,
      τώρα το πίνουν άλλοι
      ».

    «Οταν την έπιανε η μεγάλη φουρτούνα του άγχους -γράφει ο Κώστας Στούρνος στο βιβλιαράκι του «Το Σκολειό της θάλασσας» (Αθήνα) 1968, σελ. 53- τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα κι άρχιζε να τραγουδάει αυτοσχέδια τραγούδια. Οι πικρές αναμνήσεις της, οι τραγικές νύχτες της, οι τρελοί της δρόμοι, τα μονοπάτια, οι άνθρωποι, φίλοι και οχτροί, γίνονταν στα μαραμένα της γυναικεία χείλη, ένα σπασμένο τραγούδι, που ήταν κλάμα και διήγηση».

    Αρκετές φορές ξεσπάθωνε σατιρίζοντας τις μεγαλοκυρίες, που πήγαιναν στις εκκλησιές και τα πανηγύρια ή απλά γυρνούσαν στους δρόμους φορτωμένες καπελίνες και στολίδια. Τί έκανε τότε; Κάρφωνε στα μαλλιά της μακριά ...χορτάρια, πρασινάδες και λουλούδια, κι έτσι με το κεφάλι σαν ολάνθιστος κήπος, σουλατσάριζε στους δρόμους κι έμπαινε στο ναό την Κυριακή παριστάνοντας κι αυτή τη μεγαλοκυρά. Κοίταζε δεξιά και αριστερά τις γυναίκες, κι αλίμονο αν διαπίστωνε κάποιο μορφασμό ή έστω υποψία γέλιου σε γυναίκα. Τη στόλιζε κατάλληλα κι έπεφτε ξαφνικά σε κατάσταση εξαλλοσύνης. Το ίδιο και στους δρόμους της Ζαγοράς. Ενώ δηλαδή προχωρούσε με όλη τη γαλήνη απάνω της, ξαφνικά -κυρίως όταν έβλεπε γυναίκα που δεν της γέμιζε το μάτι- άστραφτε και μπουμπούνιζε και την έλουζε με όποια αισχρολογήματα βάζει ο νούς του ανθρώπου. Δεν μπορούσε να χωνέψει κάποιες θηλυκές υπάρξεις κι έκανε όπως ο σκύλος τις γάτες. Γιατί αλήθεια;

    Μια γυναίκα στέκεται
    Η τρελή της Ζαγοράς στην κεντρική πλατεία της πολίχνης, έχοντας πίσω της πάλι άντρες -αρχές του αιώνα μας. (Αρχείο Νίκου Αντωνάκη, Ζαγορά).

    Τελευταία μου έδωκε μιαν απάντηση στην απορία μου η υπεραιωνόβια της Ζαγοράς Ειρήνη Βοστατζή. Μίσησε τις γυναίκες, επειδή πίστευε πως κάποια γυναίκα ξεπλάνεψε τον άντρα της. Γι' αυτό και η Σταμάτα έγινε η τρομάρα του γυναικόκοσμου της Ζαγοράς. Πολλές αναγκάζονταν να κρυφτούν, όταν την αντίκριζαν από μακριά. Μονάχα στην εκκλησία δεν μπορούσαν να την αποφύγουν. Ανέβαινε λέει στον γυναικωνίτη, οπότε βλέποντας τις άλλες γυναίκες, την έπιανε παραφροσύνη. Φώναζε, χειρονομούσε, έσπρωχνε και στόλιζε καλά το γυναικομάνι του ναού. Εκανε και τ’ άλλο: Εβγαζε το κεφάλι της έξω απ’ την κουπαστή του γυναικωνίτη και τίναζε τα ...ψειριασμένα μαλλιά της απάνω στις γυναίκες που στέκονταν από κάτω. Ψείρα, λέει, και των γονέων. Κανείς ωστόσο δεν επιχειρούσε (από οίκτο; από φόβο;) να την απομακρύνει απ’ το ναό. Ακόμα κι όταν έβριζε τον παπά. Οπως εκείνη την Κυριακή που την «έζησε» ο Ψυχάρης.

    Μισούσε τις γυναίκες, μα μισούσε και τη θάλασσα η τρελή της Ζαγοράς. Κατέβαινε στο Χορευτό, την πετροβολούσε και την έβριζε. Την περνούσε γενεές δεκατέσσερις, επειδή έπνιξε κάποτε την κόρη της, ίσως όμως κι επειδή εκεί στο κύμα έδινε, όσο ζούσε, τα ραντεβού της η κόρη της με τον αγαπημένο της. Μια μέρα μάλιστα παγωμένη του χειμώνα, σήκωσε τα φουστάνια της πάνω απ’ το κεφάλι και χύθηκε στη θάλασσα. Να πνιγεί; να βρεί την κόρη της; να ...τιμωρήσει τη θάλασσα; Ποιος να το ξέρει; Ετρεξαν και την έβγαλαν κάποιοι ψαράδες, ξεπαγιασμένη και μισοπνιγμένη.

    Αλλοτε έπιανε τα δάση, φτάνοντας η τρέλα της ως τις ερημιές της Παλιάς Μιτζέλας -τέσσερις και πέντε ώρες μακριά. Ζούσε μέρες και νύχτες εκεί ολομόναχη, παρέα με τ’ αγρίμια και τα πετεινά του ουρανού. Τί έτρωγε μέσα στον άγριο λόγγο; Πού κοιμόταν; Κανείς δεν μπόρεσε να μάθει ποτέ, κανείς δεν επιχείρησε να φτάσει ως τη φυσική φωλιά της. Πρόσωπο ενός άλλου κόσμου, θαρρείτε, μα ωστόσο τόσο δεμένο με την κοινωνική ζωή της Ζαγοράς και των τριγυρινών χωριών. Κοσμικό κι απόκοσμο.

    Από το λόγγο στο πανηγύρι. «Κολλούσε» κι αυτή στα καραβάνια των πανηγυριστών, που πορεύονταν στα ξωκλήσια. Εχω μάλιστα τα χέρια μου φωτογραφία του πανηγυριού της Ανάληψης στα βορινά του Χορευτού -αρχές του αιώνα μας- όπου εικονίζεται και η τρελή της Ζαγοράς. Κάθεται πίσω απ’ τον καθισμένον επίσης παπα-Γιώργη Αχιλά, κάτω απόνα νταούλι κρεμασμένο σε δέντρο. Μα και σε άλλες εκδηλώσεις μέσα στη Ζαγορά έσερνε πότε την «αρχοντική» και πότε τη «ρακένδυτη» σιλουέττα της η τρελή, τονίζοντας έντονα την παρουσία της ολούθε. Που σημαίνει πως είχε και τις καλές της ώρες η γυναίκα, κάποια διαλείμματα ευδίας στην μπουρινιασμένη ζωή που περνούσε.

    Μια τέτοια φυσιογνωμία δεν μπορούσε παρά να γίνει ο φόβος και η χλεύη της λιανομαρίδας. Την έτρεμε το παιδομάνι της πολίχνης, κι όπου φύγει-φύγει άμα την αντίκριζε. Αμα όμως κάποια παιδιά είταν υποχρεωμένα να περάσουν απ’ το δρόμο του σπιτιού της (έμεινε στο συνοικισμό της Σωτήρας), τάχυναν το βήμα ή λοξοδρομούσαν αν τα κατάφερναν. «Γλήγουρα να πιράσουμι να μη μας δει η Σταμάτα», έλεγαν. Ετρεχαν αλλά και αντιδρούσαν με τον τρόπο τους. Πήγαιναν απόμακρα και ξεφώνιζαν όλα μαζί «σιου-σιου-σιου...» ή «ξιου-ξιου-ξιου». Τί είταν να τ’ ακούσει αυτό η Σταμάτα! Αστραφτε και μπουμπούνιζε, χρησιμοποιώντας και το μοναδικό της όπλο: Υβρεολόγιο και αισχρολογία. Οι δύο πλευρές ερεθίζονταν αμοιβαία, κι ο μαχαλάς ζούσε μεγάλες στιγμές εκτόνωσης και ψυχαγωγίας.

    Τελικά λυτρώθηκε κι αυτή από την αθλιότητά της και θάφτηκε στο νεκροταφείο της Σωτήρας -μια μορφή ενός άλλου επιπέδου ανθρώπων, που αφήνουν κάποιον απόφωνο πίσω τους.

    1. Το αφήγημα ξαναδημοσιεύτηκε μεταφρασμένο σε ελληνικό περιοδικό, κι απ' αυτό το αναδημοσίευσε σε τέσσερις συνέχειες (τέλη Μαΐου 1966) η τοπική εφημερίδα «Θεσσαλία».
    2. Ο Ψυχάρης στεκόταν δίπλα στο δεσποτικό, όπως μου έλεγε ο Ζαγοριανός μπαρμπ' Αποστόλης Μωρός, που μικρό παιδί τότε βρισκόταν κι αυτός στην εκκλησία.
    3. Στη γωνιά του αριστερού γυναικωνίτη συνήθιζε να στέκεται η τρελή της Ζαγοράς.
    4. Παπάς τότε στη Σωτήρα είταν ο Θόδωρος Γιατρίνης, σύμφωνα με πληροφορίες που πήρα στα 1966 από Ζαγοριανούς γερόντους.