• Ο «Δε χαλάνε» και ο «Κεφαλάς» του Προμιριού

    Δυο ευέξαπτοι χωριανοί που αντιδρούσαν με βιαιότητα

    Του Γιώργου Θωμά

    Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 6ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 73, στις 30 Δεκεμβρίου 1991 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».

    ΟΤΑΝ περπατάω στα κεντρικά καλντιρίμια του Προμιριού, νομίζω πως ακούω ακόμα τους σκληρούς ήχους κάποιου πετροβολητού και θαρρώ πως βλέπω ακόμα ένα τεράστιο μπαστούνι να κατρακυλάει ορμητικά απάνω στις πέτρες! Τι συνέβαινε λοιπόν;

    Υπήρχαν δυο ξεχωριστοί τύποι, που στα πειράγματα των χωριανών τους εκδήλωναν την αντίδρασή τους με βία. Ο δεύτερος πετροβολώντας τα πειραχτήριά του κι ο πρώτος αμολώντας καταπάνω τους την πελώρια μαγκούρα που έφερνε μαζί του. Το όνομά τους; Ω, κανείς σχεδόν δεν τους αποκαλούσε με το βαφτιστικό τους, γιατί τα σούμια περίσσευαν στο χωριό. Είταν λοιπόν ο «Δε χαλάνε» και ο «Κεφαλάς», μταρμπα - Θανάσης ο πρώτος, Μανόλας απλά ο δεύτερος. Τι... τρικυμία ξεσήκωνε ο ερχομός τους στην πλατεία έως την Κατοχή που ζούσαν, αλλά και ποια ρίγη ικανοποίησης διαπερνούσαν εμάς τα λιανοπαίδια, στα σίγουρα και τους μεγάλους! Ώρες που ξέδωνε κι αντιδονούσε η λαϊκή ψυχή στο χωριό.

    Ο «ΔΕ ΧΑΛΑΝΕ»

    Άνθρωπος φυσιολογικός είταν πριν από τα εβδομήντα του ο μπαρμπα - Θανάσης και από αρχοντική γενιά βγαλμένος αλλά και φυσιολογικά ενταγμένος στη μικρή κοινωνία της πολίχνης. Κανένα χαρακτηριστικό μέσα του και πάνω του που να δικαιολογεί την παρουσία του τύπου. Ένας κανονικότατος άνθρωπος. Ώσπου, μην έχοντας παιδιά με την κυρά του, σκέφτηκε την υιοθέτηση ενός εργατικού και σεμνού νέου, που δεν άργησε να βρει. Πήγαν λοιπόν στο συμβολαιογραφείο της Αργαλαστής και σύνταξαν τα συμβόλαια, κι έτσι όλη η περιουσία του μπαρμπα - Θανάση μεταβιβάστηκε στον ψυχογιό του.

    Σκίτσο με έναν κύριο που φοράει καπέλο

    Χαρές και ικανοποιήσεις και από τις δυο πλευρές στα πρώτα χρόνια μέχρις ότου ο μπαρμπα - Θανάσης άρχισε να προβάλλει τις γεροντίστικες ιδιοτροπίες του. Πιο ύστερα μάλιστα πήρε την απόφαση να «χαλάσει» τα συμβόλαια, ώστε να γραφτεί πάλι στ' όνομά του η περιουσία του. Τη σκέψη του κατέθετε εδώ κι εκεί και βέβαια στα καφενεία του χωριού, όπου έδινε το καθημερινό του παρών. Μα από παντού έπαιρνε μελαγχολική την απάντηση:

    - Τα ’κανις συνβόλαια, μπαρμπα - Θανάσ'; Πάει τώρα δε γένιτι τίπουτα...

    Βρε δε χαλάνι τα συνβόλαια μπαρμπα - Θανάσ', του Θιό να κατιβάσεις...

    Πού να γυρίσει όμως το μυαλό του ανήξερου (και αγνού) Προμιριώτη, αν και από παντού το βεβαίωναν ότι τα συνβόλαια, άπαξ και τα υπογράψεις, δεν αναιρούνται. Το είχε βάλει πείσμα να τα ανατρέψει κι άρχισε να το κοινολογεί με βεβαιότητα:

    - Θα τα χάλασου κι θα ιδείτι...

    Ευκαιρία λοιπόν για κάποιους πειραχτήριους τύπους του χωριού να παίρνουν την αντίθετη θέση, ερεθίζοντας τον αφελή χωριανό τους, για να ξεσηκώνεται στα καφενεία ο έντονος διάλογος:

    - Θα τα χαλάσου, κι άμα δε τα χαλάσου να μ’ τρυπήσιτι τ’ μύτ’.

    - Βρε μπαρμπα - Θανάσ’, δε χαλάνι τα συνβόλαια, του βασιλιά ναχ’ς γινιά.

    - Βρε ιμένα μι λένι Θανάσ’, δε μι ξέρ’ς απ' τ’ καλή.

    - Σ’ τούπαμι κι ματα σ’ τούπαμι κι σ’ του ξαναλέμι: Δε χαλάνι...

    ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΕΝ... ΧΑΛΟΥΣΑΝ

    Μέσα από την αλύγιστη αποφασιστικότητά του ο μπαρμπα - Θανάσης έτρεξε μια μέρα στην Αργαλαστή για να ανατρέψει τα μοιραία συμβόλαια -παραμονές του πολέμου του 1940. Πήρε όμως στο συμβολαιογραφείο την ίδιαν απάντηση με κείνη των χωριανών του: Δεν γινόταν πια τίποτα, γιατί τα συμβόλαια δεν ακυρώνονται. Επέστρεψε περίλυπος στο χωριό του, και δεν ήθελε να ιδεί κανέναν, χωρίς όμως να το βάλει κάτω. Κάποτε πήρε την απόφασή του -την ενίσχυσαν κι άλλοι- να πάει στο Βόλο να συμβουλευτεί δικηγόρο, μπας και υπήρχε τρόπος να χαλάσει τα συμβόλαια.

    Τι κι αν ήρθε όμως στο Βόλο; Μάταιος κόπος. Τότε πείστηκε πια πως τα συμβόλαια δεν χαλάνε και γύρισε άπραχτος στο χωριό του, με φανερή όμως την οργή του. Η περίπτωση ενδιέφερε βέβαια όλους στο χωριό και τα ερωτήματα (με τις ανάλογες απαντήσεις) είταν ομοιότυπα:

    - Τι γένιτι, μπαρμπα – Θανάσ';

    - Τι θέλ’ς να γεν’ δηλαδή· δε χαλάνι, μ’ του 'πανι καθαρά στου Βόλου: δε χαλάνι...

    Αυτό τώρα το «δε χαλάνε», όπως το ’λεγε μάλιστα φωναχτά κι οργισμένα ο μπαρμπα - Θανάσης, έγινε... καραμέλα στα χείλη κάποιων πειραχτήριων του χωριού, πολύ περισσότερο σαν είδαν τη σκληρή αντίδραση του συχωριανού τους. Πραγματικά. Μόλις το άκουγε, άστραφτε και βρόνταε, γινόταν ένας κεραυνός που ορμούσε απάνω σ’ όλους να τους βαρέσει με τη μαγκούρα του. Γέροντας όμως και δυσκίνητος από το πάχος του, δεν έφτανε κανέναν, αλλά και πάλι δεν παρατιόταν: Αμολούσε τη μαγκούρα κι έτριζαν οι πλάκες του παζαριού και τα καλντιρίμια...

    Μα τα πειραχτήρια πού να κάνουν πίσω! Έπιαναν μάλιστα γωνιές σπιτιών και τα δέντρα της πλατείας, κι άμα έβλεπαν τον μπαρμπα - Θανάση να κατεβαίνει, άρχιζαν την... επωδό τους σε διάφορους τόνους:

    - Δεεε χαλάνι, μπαρμπα - Θανάσ’...

    - Δε χαλάάάάνι...

    - Δε χαλάνιιι...

    Αντίλογος εδώ δεν υπήρχε. Το λόγο είχε μόνο η μαγκούρα, που ξεσπούσε άγρια σε κεφάλια χωριανών και κροτάλιζε στα πλακόστρωτα...

    ΚΑΙ Ο «ΚΕΦΑΛΑΣ»

    ΑΝ ο μπαρμπα - Θανάσης είχε ως όπλο επίθεσης τη μαγκούρα, τούτος εδώ είχε τα βράχια, τα «καπάκια» όπως τα ’λεγε πάντα, και τα ’λεγαν στον τόπο. Αντιδρούσε με τις πέτρες που έφερνε στις τσέπες του ή μάζευε απ’ τους δρόμους, όταν δεχόταν τις φραστικές επιθέσεις συχωριανών του.

    Είταν φτωχός σε όλα του ο Κεφαλάς. Στα οικονομικά του, στο ντύσιμό του, στο μυαλό. Φτωχός αλλά επιβλητικός με τη μεγάλη κεφάλα του (αποδώ και το παρατσούκλι του) και την αγριοφωνάρα του. Ακόμα και σε στιγμές γαλήνης να μιλούσε, δεν μπορούσε να χαμηλώσει τον τόνο της φωνής του. Τον άκουγες κι από διακόσια μέτρα μακριά.

    Σκίτσο που παρουσιάζει έναν άντρα με μούσι και καπέλο
    Και τα δυο έργα έχουν γίνει από τον λαϊκό ζωγράφο του Τρίκερι Βαγγέλη Φορτούνα, 92 χρονώ σήμερα.

    Με τα δυό τούτα... προτερήματα, είχε γίνει μια κυρίαρχη μορφή της πλατείας. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ, εκεί. Άνοιγε και κανένα νέο τάφο στο νεκροταφείο και κρατούσε κι αυτός την νεκρόκασα και ξέθαυε νεκρούς, να παίρνει πέντε δραχμές για να ζει. Πάντα όμως άγριος και απελέκητος όπου κι αν πήγαινε. Και πάντα έτοιμος ν’ ανοίξει... πόλεμο αν τον πείραζες.

    Την τάση του αυτή δεν μπορούσαν να μην την εκμεταλλευτούν κάποιοι αντίθετοι τύποι του. Περνούσαν δίπλα και τον πατούσαν, άθελά τους τάχα, ή τον σκουντούσαν ή τον έπαιρναν μπροστά στο βάδισμά τους. Τι... κεραυνοί έβγαιναν τότε απ’το στόμα του Μανόλα:

    - Σεγά βρε παλιοκιαρατά, στραβάδια έχ’ς στα μάτια σ’;1

    Τα ’λεγε και ορμούσε πάνω στον αντίπαλο να τον χτυπήσει πάντα με τον ίδιο τρόπο: Οριζοντίωνε την παλάμη του και την έφερνε με ορμή (από το μέρος του μικρού δαχτύλου) στο έξω μέρος του μπράτσου του συχωριανού του. Θεός να φύλαγε τον καθένα από τούτα τα... αποτρόπαια χτυπήματα του Μανόλα, που έπεφταν πολλές φορές επί δικαίων και αδίκων. Το χέρι παράλυε κι ο πόνος έσκιζε τη σάρκα. Τόσο το... καλύτερο για τα πειραχτήρια, που έπιαναν σίγουρες θέσεις κι αρχίζανε τον αμανέ τον ερεθιστικό του Μανόλα:

    - Κεφάάάλα, Κεφάάάλα, Κεφάάάλα...

    Τώρα η παλάμη δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, κι επιστράτευε τα βράχια που έφερνε πάντα μαζί του στις τσέπες. Είχε φοβερή δύναμη στα χέρια του, και τα «καπάκια» άναβαν φωτιές στα καλντιρίμια, σκορπώντας τρόμο και κίνδυνο. Μολαταύτα τίποτα δεν είταν δυνατό να σταματήσει κείνα τα φραστικά πειράγματα κατοίκων προς τον αφελή συντοπίτη τους. Γινόταν και το αντίθετο: Όσο εκείνος... άναβε και βροντούσε, τόσο οι άλλοι φούντωναν τα επιθετικά πυρά τους.

    ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΙΣ... ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ

    Κοντά στους μεγάλους, και το παιδομάνι της πολίχνης. Δεν τολμούσε να κοροϊδέψει το Μανόλα στους δρόμους και το παζάρι, γιατί ο τελευταίος βαρούσε αδίσταχτα, αλλά έκανε το άλλο: Είχε βάλει στόχο τις λαμαρίνες στο υπόστεγο του σπιτιού του, και τις τάραζε με τις πέτρες -μια ή δυο φορές πήρε μέρος και η αφεντιά μου σ' αυτή την... έφοδο. Φυλάγαμε να είναι ο ίδιος μέσα στο σπίτι και σκορπιζόμασταν γύρω τριγύρω. Πάντα με φόβο όμως μήπως μας αντιληφτεί και μας σακατέψει. Είμασταν φορτωμένοι πέτρες, και με μια αθόρυβη κίνηση του «αρχηγού» της ομάδας, αρχίζαμε να μετράμε ρυθμικά ένα - δυο - τρία. Με το τρία, εξαπολύαμε μια - μια τις πέτρες καταπάνω στις λαμαρίνες του Κεφαλά με τέτοια ταχύτητα ώστε όταν έπεφτε κάτω μία, τέσσερις με πέντε να διασχίζουν ακόμα τον αέρα! Αδειάζαμε το φορτίο και γινόμασταν καπνός, αφήνοντας το φτωχό Μανόλα να ουρλιάζει και να... βρυχάται, ανοίγοντας κι αυτός τον δικό του πόλεμο με τα «καπάκια» του και ξεσηκώνοντας τη γειτονιά.

    Είταν δυό τύποι αλησμόνητοι σήμερα στο χωριό και φιλήσυχοι, αλλά τους έκανε... μπαρούτι η μικρή κοινωνία γύρω τους. Στο βάθος όμως άρεζε και στους ίδιους τούτη η μάχη, αφού τους έφερνε ευκαιρίες εκτόνωσης. Έτσι μέσα από το νομοτελειακό πλαίσιο των αντιθέσεων προχωρούσε και θριάμβευε η ζωή.

    1. Δύσκολα πρόφερνε το φθόγγο «ι» στις λέξεις. Έτσι έλεγε: «Σεγά» αντί «σιγά», «νέχτα» αντί «νύχτα», «ερέν» αντί «ειρήνη», «ξέλα» αντί «ξύλα», «τε τα θέλ’ς» αντί «τι τα θέλεις», «κεμεσμένος» αντί «κοιμισμένος» κλπ. Κρατούσε όμως τον άλλο φθόγγο «ο»: «Θα πάω», «θα ξαποστάσω», «να φάω» σ’ αντίθεση με τους χωριανούς του που το άτονο «ο» το προφέρουν «ου».