• Ο «ΣΑΛΟΓΙΑΤΡΟΣ» ΤΟΥ ΠΡΟΜΙΡΙΟΥ

    Ενας ελαφρόμυαλος και κομψοντυμένος κύριος με το... αιώνιο βιολί του

    του Γιώργου Θωμά

    Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 6ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 61, στις 15 Φεβρουαρίου 1991 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».

    Οσοι έζησαν στο προπολεμικό Προμίρι, θυμούνται ακόμα έναν εντυπωσιακά κομψοντυμένο κύριο περιπατητή της πλατείας και καθημερινό επισκέπτη των καφενείων και των μαγαζιών του χωριού. Φορούσε μια λιγδιασμένη ρεντικότα, ψηλό κολλάρο και γραβάτα και ημίψηλο στο κεφάλι. Ενας τύπος, μπορώ να πω, παλιού υπουργού, που όση κομψότητα του περίσσευε, τόσο μυαλό του έλειπε. Είταν ο «Σαλογιατρός», όπως όλοι τον ονομάτιζαν· έρημος και πάμφτωχος (οι γονιοί του πεθάνανε νέοι), ζούσε στο πατρικό του αρχοντικό (σώζεται ακέραιο μέχρι σήμερα) παρέα με τα ποντίκια και τα σαμαμίδια, μα και με το αχώριστο βιολί του, που ποιος ξέρει από πότε και πώς το εξασφάλισε. Μα το όργανο τούτο είχε πέσει σε χέρια αδέξιου τεχνίτη και βαθιά μελαγχολικού ανθρώπου, κι έβγαζε πικραμένους πάντα ήχους, σχεδόν κλαψιάρικους.

    ΦΟΙΤΗΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ

    Την πρώτη δόση της τρέλας του την... άρπαξε φοιτητής ιατρικής στην Αθήνα, στα μέσα της δεκαετίας του 1870. Αλλοι λένε πως του έστριψε από έναν αποτυχημένο έρωτα, άλλοι από την άρνηση του πατέρα του -είταν άρχοντας στο χωριό- να του στέλνει χρήματα κι άλλοι από μια προσβολή που δέχτηκε απ' το συμφοιτητή του Παπαγιάννη, αργαλαστιώτη την καταγωγή. Τον αποκάλεσε, λέει, κάποτε «τούβλο» στο πανεπιστήμιο, κι ο προμιριώτης φοιτητής το πήρε κατάκαρδα και τρελάθηκε1.

    Γύρισε στο χωριό του χωρίς να πάρει το πτυχίο της ιατρικής. Επέστρεψε μ' ένα βιολί στα χέρια και με ταραγμένο τον μέσα κόσμο του, για να παραμεριστεί το πραγματικό του όνομα «Νίκος» και να αντικατασταθεί με το «Σαλογιατρός». Αλλά κι ο ίδιος χίλιες δυο αφορμές έδινε για να δικαιώνει το παρατσούκλι που του κόλλησαν οι χωριανοί του. Και τί δεν έκανε!

    Ένας αποκριάτικος τσολιάς
    Ο «Σαλογιατρός» αποκριάτικος τσολιάς, γύρω στα 1925. (Η φωτογραφία βρέθηκε στο σπίτι του Γιάννη Νικολάου στο Προμίρι και δυστυχώς είναι δυσδιάκριτη)

    ΟΙ ΤΡΕΛΕΣ ΤΟΥ

    Ο «Σαλογιατρός» δεν είταν βέβαια μια ισορροπημένη φυσιογνωμία τώρα. Επαιρνε, για παράδειγμα, και γέμιζε φυσίγγια με μπαρούτι και... χαρτονομίσματα μπροστά (από το πατρικό του βαλάντιο όλα) και πυροβολούσε. Γιατί; Μα, όπως έλεγε, για να τιμωρήσει τον πατέρα του που μέσ' απ' την τσιγκουνιά του, του στέρησε το πτυχίο της ιατρικής. Διαμαρτυρόταν κιόλα:

    - Να, πάρτα, πατέρα τώρα (τα χρήματα). Οσο λ’πόσουνα να μου στείλεις στην Αθήνα, πάρτα τώρα... τουφεκισμένα. Πέταξε, πατέρα, το πουλάκι2.

    Μόνιμη συντροφιά το βιολί του. Επαιζε στο πατρικό του σπίτι -«παίξιμο» γρατσούνισμα δηλαδή- κι έβγαινε στους δρόμους, την πλατεία και τα μαγαζιά παίζοντας. Ετρεχε πρώτος και στα εξοχικά πανηγύρια. Τον έπαιρναν όμως και οι πανηγυριστές στις παρέες, περισσότερο για να διασκεδάσουν με την ανισόρροπη συμπεριφορά του παρά με το τραγούδι του...

    ΤΑ ΠΕΙΡΑΧΤΗΡΙΑ

    Συχνά πυκνά σοφίζονταν και κόλπα, για να φαιδρύνουν την ατμόσφαιρα. Αφού τον πότιζαν με οινόπνευμα, τον έβαζαν να πάρει το βιολί που κρεμούσε συνήθως σε κάποιο δέντρο, για να παίξει, κολλώντας στο μέτωπό του ένα χαρτονόμισμα ως εξαγορά της μουσικής... πανδαισίας που υποσχόταν. Αλλο που δεν ήθελε ο δυστυχής! Αλλά ποια η απογοήτευσή του (και η αγανάκτησή του)! Το βιολί δεν έβγαζε ήχο και δος του να σέρνει πιο δυνατά το δοξάρι στις χορδές, και πάλι να... μάχεται ιδροκοπώντας αλλά τίποτα. Γιατί; Ω, κάποιοι φρόντιζαν από πρώτα να αλείφουν με... σύκο τις τρίχες του δοξαριού, αχρηστεύοντας τες! Ταραζόταν και ταρακουνιόταν ολόκληρος ο «Σαλογιατρός», ξερόβηχε και ούρλιαζε, μα το βιολί δεν έλεγε να ηχήσει. Θυμωμένος το πετούσε κάτω και τ’άρπαχναν όσοι πρόφταιναν, προσπαθώντας δήθεν να επαναφέρουν τη φωνή του. Εκαναν όμως το αντίθετο, γιατί πασάλειφαν με τρόπο τις χορδές με σύκο, και τα παράδιναν στον δυστυχή να ξαναδοκιμάσει -μάταια βέβαια- μέσα σε ένα ξέφρενο πανηγύρι γέλιου και καγχασμού. Φυσικά του αφαιρούσαν και το χαρτονόμισμα από το μέτωπο:

    - Τι, να σι πλερώνουμε τζάμπα γιατρέ3, κι να μην μας παίζεις; Που ακούσ' κι αυτό! Δεν είμαστε κι κουρόιδα...

    Αλλοτε πάλι του κολλούσαν παλιά ψεύτικα χαρτονομίσματα και τ' άφηναν να τα βάλει στην τσέπη του, τονίζοντας τη... γενναιοδωρία τους:

    - Πάρτα γιατρέ, χαλάλ' σ', γιατί τ' αξίζεις. Αξίζεις βρε παλιαμαρτία όσου ένα βασιλείου, απ' μας ανάβ'ς τα κέφια.

    Δω που τα λέμε όμως οι περισσότεροι στο Προμίρι ευσπλαχνίζονταν το «γιατρό» και τον καλούσαν σπίτι τους να φάει ή του πήγαιναν ένα πιάτο με φαί στο αρχοντικό του. Αναθυμάμαι τον πατέρα μου που με έστλενε -παιδάκι τότε πεντέξι χρονώ- στο «γιατρό» με μια τάσα φαγητό. Τον έβρισκα στο απάνω πάτωμα, σ' ένα μεγάλο δωμάτιο κατά το νοτιά. Μέσα εκεί η σφραγίδα του ακατάστατου: Παλιοπάπουτσα και παλιόρουχα, σπιρτόκουτα και τσιγαρόκουτα άδεια, κονσερβοκούτια και γαλακτοκούτια και παλιοεφημερίδες -καρποί μιας μακρόχορνης και παράξενης συλλογής που μου καρφώθηκε μέσα μου κι έμεινε στο μνημονικό μου. Ανέβαινα στην ξύλινη σκάλα με δέος, που καλλιεργούσε μέσα μου όχι μονάχα η απόκοσμη και σοβαρή μορφή του ψιλόλιγνου εκείνου ανθρώπου, αλλά και το παλιό, το ψηλοτάβανο εσωτερικό αρχοντόσπιτο του μετά χοντρά δοκάρια των ταβανιών, τα ξύλινα ντουλάπια και τους ίσκιους.

    ΔΙΕΓΕΙΡΑΝΕ ΤΗΝ ΟΡΕΞΗ ΤΟΥ

    Η παρουσία του «Σαλογιατρού» στην πλατεία και τα καφενεία άνοιγε σε πολλούς την όρεξη να διεγείρουν και τη δική του... όρεξη. Τον έπαιρναν στις παρέες τους και τον ερέθιζαν με διηγήσεις καλών φαγητών:

    - Απ' λες, γιατρέ, σήμιρα η γ’ναίκα μ' έφκιασι κουκουρέτσ', σούβλις ουλόκληρις. Κι έχου κι ένα κρασί απ' του πίν'ς κι γένισι θιός...

    Επαιρνε το λόγο ο άλλος:

    - Αμ ιμένα να ιδείτι. Φκιάν' μια συναγρίδα στου φούρνου, ούλου νουστ’μάδα, να γλείφ'ς κι τα δάχ’λα σ', κι έχ'κι μια πίτα καμουμέν' μι σαράντα αυγά.

    Συμπλήρωνε ο τρίτος:

    - Να ιδείτι κουσύβια στ' σούβλα απ' θα ψήσουμι του μισ'μέρ... Του βράδ' θα φάμι χοιρινό μι πατάτις...

    Μόλις που κρατούσε τα σάλια του ο φτωχός -αν και μερικές φορές, λένε, δεν το κατόρθωνε- ονειρευόμενος άπιαστους λαγούς και πετούμενα. Κάποιες φορές όμως, μέσ' απ' τη λιγούρα του, λιποθυμούσε κιόλα. Ωστόσο μερικά πειραχτήρια επιτείνανε το... μαρτύριό του. Του λέγανε:

    - Γιατρέ, του βραδ' θα σι κάνου τραπέζ. Σκώτουσα ένα λαγό κι τουνι φκιάν' η γ'ναίκα μ' στιφάδου. Εχουμι να φάμε κι να πιούμι, αλλά να φέρ'ς μαζί κι του βιουλί.

    Πεταγόταν όμως άλλος, για να... διεκδικήσει αυτός το «γιατρό».

    - Πριτς μαρδάκη μ', απ' θα πάριτι ισείς του γιατρό. Θα τούνι πάρου ιγώ απόψ' γιατί η γ'ναίκα μ' πάει να ιτοιμάσ' σκουτάκια στου τηγάν' ούλου γλύκα είνι τα άθλια. Να τρως κι να πίν'ς κρασί μι τ' κανάτα κι ν' ανιβαίν’ς στου παράδεισου...

    Ετριβε τα χέρια του και γυρόφερνε τη γλώσσα του από αγαλλίαση ο δυστυχής, ανα- λογιζόμενος συκωτάκια και λαγούς με πετραχήλια... Μάταια όμως. Γιατί στο τέλος τον άφηναν όλοι, κι έμενε ξύλο κρεμασμένο στο καφενείο ή στην πλατεία, να πίνει το φαρμάκι της περιφρόνησης (αντί για το μοσχάτο κρασί που του τάζανε) ο ταπεινός του Προμιριού.

    ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ

    Η κακή του μοίρα του έγινε σκληρότερη κατά το τέλος της ζωής του. Περασμένα τα 75 χρόνια του, χτυπήθηκε από εγκεφαλικό, και με δυσκολία έσερνε τα βήματά του. Δεύτερο εγκεφαλικό αργότερα τον καθηλώνει στο κρεβάτι, και το δράμα του βαθαίνει. Τότε είταν που πύκνωνα τις επισκέψεις μου στο κατάλυμά του, σταλμένος από τον πατέρα μου, για να του μεταφέρω φάρμακα και άλλα αναγκαία. Μόλις που μπορούσε να κουνηθεί, ένα πρόσωπο αξιοθρήνητο, που έγινε κέντρο μιας γενικότερης φροντίδας των κατοίκων, και κυρίως της γειτονιάς του. Χάρη σ'αυτή ζούσε τώρα ο φτωχός. Πάνε πια τα πειράγματα και οι χλευασμοί των συγχωριανών του. Ολη εκείνη η παλιά συμπεριφορά τους προς το «γιατρό» μεταμορφώθηκε σε στάση καλών Σαμαρειτών. Ο «Σαλογιατρός» τραβούσε κόσμο, καλλιεργούσε μιαν ανθρώπινη ευαισθησία ολούθε. Από κοντά και ο θείος μου γιατρός Στάθης Παπαδήμος, βρήκε έναν έξυπνο τρόπο για να κατορθώνει ο δυστυχής μόνος του να μετακινιέται στο κρεβάτι: Στερέωσε τροχαλία στον ταβάνι απάνω απ' την κλίνη του, ώστε με το σκοινί που κρατούσε στα χέρια του ο φουκαράς, να πετυχαίνει την ανύψωση του κορμιού του. Αλλά ως πότε;

    Ενα βραδινό πήγαν να τον επισκεφτούν, για μιαν ακόμα φορά, ο θείος μου ο γιατρός με τον Στάθη Παπαευσταθίου, που ζει σήμερα στο Προμίρι. Τίποτα, αδύνατο να μπούνε στο εσωτερικό, η βαριά πόρτα του σπιτιού είταν αμπαρωμένη από μέσα.

    Βρήκαν τότε ένα αδύνατο παιδί -ο σημερινός ιεροψάλτης στο Προμίρι Δήμος Ζαφειριάδης- και το πέρασαν μέσα από τα φουσκωτά κάγκελα του μπροστινού παράθυρου, για να ξαμπαρώσει την πόρτα. Πέρασαν ύστερα στο εσωτερικό κι έτρεξαν στο απάνω πάτωμα, όπου και το δωμάτιο του «Σαλογιατρού». Τρύπωξαν μέσα κι έμειναν σύξυλοι! Ο δυστυχισμένος του χωριού νεκρός. Οχι όμως στο κρεβάτι του.. Αγνωστο πώς και γιατί, σηκώθηκε προτού πεθάνει και χώθηκε μέσα σ’ ένα παλιομπάουλο, και κει άφησε τη στερνή του πνοή πάνω στα 78 ή 79 χρόνια της ζωής του.

    Τον συνόδεψαν στην τελευταία κατοικία του κόσμος πολύς -έτος 1938 ή 19394 -μαζί και τα άλλοτε πειραχτήριά του, όλοι με βαρύ φορτίο θλίψης μέσα τους. Τι, ο λαός ήξερε να γελάει με τους αγαθούς και τους ευθείς μέσα στην εναγώνια αναζήτηση της διασκέδασή του, ήξερε όμως και να κλαίει, όταν τους έβλεπε να απέρχονται «στας αιωνίους μονάς».

    1. Η Ισμήνη Δρόσου που τον γνώρισε από κοντά γύρω στα 1925 όταν έμεινε στο Προμίρι μαζί με το δάσκαλο πατέρα της, μετέφερε παλιότερα στην εφημερίδα «Η Θεσσαλία» και μιαν άλλη παράδοση, αιτιολογική της τρέλας του «γιατρού», σκιαγραφώντας τη μορφή του. Πως δηλαδή ληστές σκότωσαν τον πατέρα του στην Αίγυπτο που ζούσε ως έμπορας, οπότε η μητέρα του τον κάλεσε να επιστρέψει θέλοντας και μη, απ' την Ευρώπη όπου σπούδαζε ιατρική. Αυτός αντέδρασε επίμονα -δοκίμασε μάλιστα και να αυτοκτονήσει- μα στο τέλος τον κουβάλησε στο χωριό ένας φίλος του σε κακή ψυχολογική κατάσταση. Κανείς όμως στο Προμίρι δεν μου επιβεβαίωσε την παράδοση αυτή. Εξάλλου κάποια χειρόγραφά του από τα 1875 - 1876 που έχω στο αρχείο μου, βεβαιώνουν τις σπουδές του στην Αθήνα και όχι στην Ευρώπη.
    2. Πουλάκι εννοούσε το μυαλό του.
    3. Πάντα «γιατρέ» τον αποκαλούσαν στο χωριό.
    4. Οσο κι αν έψαξα στα χαρτιά της κοινότητας Προμιριού βοηθούμενος από τα γραμματέας Στάθη Μαμά, δεν βρήκα να καταχωρείται πουθενά ο θάνατος του «γιατρού». Γιατί αλήθεια;