Του Γιώργου Θωμά
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 7ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 77, στις 15 Μαρτίου 1992 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».
Η ΜΝΗΜΗ μου είναι στενά δεμένη με την κοντόλιγνη μορφή του γερο - Πανούκλα της Μιλίνας μια Κυριακή του τελευταίου χρόνου της Κατοχής στο Προμίρι. Ανεβοκατεβαίναμε, θυμάμαι, στα σκαλοπάτια του απάνω παζαριού ένα τσούρμο παιδιά όταν ακούστηκε μια φωνή. «Ηρθι ι γέρου - Πανούκλας απ’ τη Μ’λίνα (= Μιλίνα)».
Μεγάλο γεγονός για την κλειστή κοινωνία του χωριού να φτάσει έως εκεί ξένος, πόσο μάλλον ένας τόσο γουστόζικος τύπος όπως είταν ο Νικολής Πανούκλας με την τρομερή ευχέρεια να σκαρώνει στίχους απλοϊκούς για όλους και για όλα, πάντοτε και παντού. Δεν είταν ανάγκη να τον προκαλέσει κάποιος γι'αυτό. Αμα σ' έβρισκε στο δρόμο και του 'κανες εντύπωση, σε σταματούσε και σε... στόλιζε με το ανάλογο δίστιχο. Εριχνε πρώτα μια ματιά πάνω σου για να... αρπάξει ένα - δυό χαρακτηριστικά της μορφής σου και σύνθετε στη στιγμή το στίχο του. Είχε όμως συχνά - πυκνά μια ροπή προς τη χυδαιολογία, τη βωμολοχία και την αθυροστομία, αγροίκα αστεϊζόμενος. Οχι πως είταν διαστραμμένη φύση, να εξηγιόμαστε. Κάθε άλλο. Ανήκε κι αυτός στην πολιτιστική εκείνη ομάδα της κοινωνίας, που χωρίς «εξευγενισμούς» και «καθωσπρεπισμούς», ήξερε να λέει τα πράγματα με τ' όνομά τους. Ενας αυθεντικά λαϊκός άνθρωπος.
Με ανοιχτές κουβέντες λοιπόν του άρεζε να διανθίζει τα στιχουργήματά του. Μια φορά, για παράδειγμα, πηγαίνοντας για το Τρίκερι, συναπάντησε στο δρόμο έναν Αργαλαστιώτη, και αφού τον καλημέρισε τον... κανόνισε για καλά:
«Είσαι ψηλός, είσαι λυγνός και λιανοκοκκαλάτος
κι από τα νύχια ως την κορφή είσαι σκ... γιομάτος»
Την ίδια βωμολοχική αποστροφή έκανε και σε μια Λαυκιώτισσα, απ' ό,τι ξέρω, αλλάζοντας μόνο το γένος των επιθέτων:
«Είσαι ψηλή, είσαι λυγνή
και λιανοκοκκαλάτη
κι από τα νύχια ως την κορφή
είσαι σκ... γιομάτη»
Δεν είταν όμως άνθρωπος μόνο των παζαριών ο Πανούκλας. Εσερνε τη φαιδρότητά του και σε μαγαζιά να πει κι εκεί το λόγο του, να ανταλλάξει δυό κουβέντες και να πετάξει κάποιο αστείο ελαφρά χωρατατζής όπως είταν. Τέτοιος παρουσιάστηκε -αρχές δεκαετίας του 1930- και στο ραφείο των αδερφών Γιώργου και Απόστολου Κουτσερή στο Προμίρι, όπου εργαζόταν και η παντελονού Λενιώ Ζαχάρου, γνωστή του από πριν. Την αντίκρισε με ένα ποτήρι νερό στο χέρι κι άφησε αμέσως το δίστιχο:
«Σαν το ποτήρι που κρατάς και σαν τα πορτοκάλια1
λύσε, Λενιώ μου, τα βρακιά σ’, μη Θέλεις παρακάλια».
Κείνη την Κυριακή της Κατοχής λοιπόν στο Προμίρι η παρουσία του γερο – Πανούκλα λειτούργησε σαν πόλος έλξης σε μικρούς και σε μεγάλους. Συνάχτηκαν γύρα του πολλοί, μαζί και ο λαϊκός ποιητάρης του Προμιριού Μήτσος Κουτσοβαγγέλης, που περνάει τα γεράματά του σήμερα στην πόλη μας. Οι δυό άντρες πέρασαν στη μέση στο χοροστάσι της πλατείας όχι για να... χορέψουν, αλλά για να συγκρουστούν ποιητικά - γνώριμοι από πριν όπως είταν. Ενα γύρω να γίνεται το «σώσε». Το χωριό διψούσε για μορφές διασκέδασης και εκτόνωσης μέσα από τον «εσωστρεφή» ακόμα εαυτό του.
Πρώτος, θυμάμαι, πήρε το «λόγο» ο Προμιριώτης ποιητάρης. Κούνησε ελαφρά το κεφάλι με μια φωναχτή διάθεση αποδοκιμασίας του γέρο - Πανούκλα, κι άφησε τους στίχους του:
«Γέρασες γεροντάκο μου κι άσπρισε το μαλλί σου
και το μυαλό σ' νερούλιασε μέσα στη κεφαλή σου»
Στη στιγμή ήρθε η απάντηση από τον Πανούκλα:
«Κι αν γέρασα κι αν άσπρισα ποσώς σου πέφτει λόγος
κοίτα τα μούτρα σ', κόπανε, απ' είναι σαν το... κώλο σ'»
Η «σύγκρουση» είχε δημιουργήσει ένα κλίμα ευφορίας σε μικρούς και σε μεγάλους ένα - γύρω και οι ιαχές της επιδοκιμασίας είχαν συγκεντρώσει μέγα πλήθος χωριανών στην πλατεία και το διπλανό καλντιρίμι. Και ενώ όλοι χαχάνιζαν κι έτριβαν τα χέρια τους απ' την απόλυτη ικανοποίηση, οι δυό αντίμαχοι συνέχιζαν τις φραστικές τους επιθέσεις, με πρώτο τώρα τον Προμιριώτη στιχοπλόκο:
«Τα μούτρα μου μη τα κοιτάς, κοίτα τα θ'κά σ' τα μούτρα σ'
αλλά σου τ'όπα απ' την αρχή, μυαλό δεν έχ'η κούτρα σ'»
Αμεση πάλι είταν η απάντηση του Μιλινιώτη ποιητάρη:
«Iγώ σι γλέπου σα του ζ'λαπ', σα ψουριασμένο σκύλο
κακά, στραβά κι ανάποδα να περπατάς τριγύρω»
Κόμπιασε για λίγο -το θυμάμαι κι αυτό- ο «αντίπαλός» του, κι ο Πανούκλας ποιητικός χείμαρρος όπως είταν, δεν μπορούσε να κρατηθεί περιμένοντας. Να πως αντέδρασε:
«Είσαι αχμάκ'ς ό,τι κι αν πεις, μια παλιοπατσαούρα
δε θα γλιτώσεις, δε μπουρεί, θα φας καμιά... σκατούλα»
Η ατμόσφαιρα είχε ανάψει για καλά στην πλατεία, γινόταν χαμός, και κανείς πια δεν άκουγε τον πόλεμο των φραστικών επιθέσεων αποδώ και πέρα. Τα αυθόρμητα εκείνα δίστιχα και από τις δυό πλευρές έχουν σβήσει σήμερα από κάθε μνήμη. Ούτε και τα παλιά δεφτέρια μου προσθέτουν τίποτ' άλλο.
Αγροτόπαιδο ο ίδιος και τοποθετημένος καλά μέσα στη μικρή κοινωνία του χωριού του (και του Λαύκου βέβαια), είχε διευρύνει για καλά τη φήμη του σε όλα τα χωριά του νότιου Πηλίου, κυρίως για την ετοιμότητά του να σκαρώνει στίχους και την παράξενη συμπεριφορά του. Η φήμη του όμως αυτή απλώθηκε και κατοχυρώθηκε περισσότερο από τότε που πήρε το χρίσμα του μικροέμπορα. Από τότε κι άρχισε τα δρομολόγιά του στο νότιο Πήλιο. Με ένα - δυό (ή και τρία) μουλάρια γυρόφερνε παντού για να αγοράζει ελιές και σύκα κυρίως. Χειμώνα - καλοκαίρι όταν αναζητιόνταν στις αγορές οι καρποί. Γέμιζε τα γαλίκια ή τα τσουβάλια κι επέστρεφε στη Μιλίνα να παραδώσει τα προϊόντα σε κάποιον μεγαλέμπορο.
Είταν οι χρόνοι της στενής επικοινωνίας του Πανούκλα με το ανθρώπινο στοιχείο της περιφέρειάς του. Παντού να γίνεται αγαπητός και να ακούγεται ολούθε, ακόμα και στο τελευταίο καλύβι που έφτανε αναζητώντας ελιές και σύκα. Κάποιοι όμως της «σοβαρής» κοινωνίας τον αποφεύγανε για την ασυγκράτητη αθυροστομία του. Γιατί παντού μετέφερε το χούι του και παντού τα «έλεγε», χωρίς να υπολογίζει αν γύρα του βρίσκονταν γυναίκες και παιδιά.
Ιδιος κι απαράλλαχτος παρουσιαζόταν και στους αγροτικούς δρόμους. Μαζί με την «καλημέρα» του και ο άλλος λόγος, και φυσικά τα σκωπτικά δίστιχα για όλους και για όλα - η μεγάλη του αδυναμία του. Στο μονοπάτι για το Τρίκερι -για παράδειγμα- συνάντησε ένα πρωινό κάποιον ψηλόλιγνο Τρικεριώτη με κακοφκιαγμένο κορμί και κεφάλι. Τον είδε και του πέταξε το δίστιχο:
«Εχεις κορμί σαν μπουχαρί, κεφάλι σαν πανέρι
τα χέρια σου είναι ξέγκλαβα2 κι ούλος ένα βαρέλι»
Περπατούσε στους δρόμους των χωριών με μια διακριτική συμπεριφορά, περισσότερο από την ξέχειλη διάθεσή του να πειράζει και να διακωμωδεί. Τούτη η διάθεση όμως δεν είταν προσποιητή κι αταίριαστη στο όλο ύφος του και τη σωματική κατασκευή του. Είταν φυσική και του 'πρεπε κάθε κίνησή του. Αυθόρμητος λοιπόν και γουστόζος πάντα, σταμάτησε κάποτε στο Τρίκερι τον Βαγγέλη Φορτούνα, τον σεβαστό σήμερα πρεσβύτη που έχει κάνει το σκίτσο για το περιοδικό μας, και τον ρώτησε:
- Δε μ' λες: φκιάν' η μάνα σ' γλυκό μι του κούμαρου απ' τρώου ιγώ; Ιμείς στη Μ'λίνα φκιάνουμι γλυκό κι μι του βιλάν' (=βελάνι). Του τρως του γλυκό μι του βιλάν' απ' τρώου ιγώ;
Αρνητικά απάντησε ο Τρικεριώτης κι ο Πανούκλας πήρε δρόμο για άλλες ποιητικές... επεμβάσεις του στο Τρίκερι.
Στο ποιητικό στόχαστρό του είταν και τα μικρά αγόρια. Αμα αντίκριζε κάποιο γεροδεμένο τέτοιο, στρογγύλευε ελεύθερα την ανοιχτή κουβέντα του: «Ελα δω, βρε π...ρά μ’»
«Σήκω τα πόδια σ'να ιδώ τι έχ'ς μες στο βρακί σου
ένα αηδόνι που λαλεί να είναι η ψ... ή σου»
Αν όμως έπεφτε στην αντίληψή του ένα αδύνατο παιδί, άλλο λόγο έτοιμο είχε ο βρακοφόρος της Μιλίνας:
«Είσαι μικρό, είσαι λιγνό, ένα κοντοποδαράτο
ήθελα να 'ξερα, μωρέ, τι έχεις από... κάτω»3
Πρόσεχε τους ανθρώπους, μεγάλους και μικρούς και με βάση τα φυσιογνωμικά τους χαρακτηριστικά τους «τραγουδούσε» ανάλογα, να ευφραίνει ο καλότυχος την ψυχή του και να φαιδρύνει την ατμόσφαιρα γύρω του.
Κάποτε ο χρόνος του 'κοψε κάθε εμπορική δραστηριότητα, μα δεν μπόρεσε να του κόψει και τα χούια του. Επαιρνε λοιπόν το ραβδί του κι έσερνε τα γέρικα πόδια του στα διάφορα χωριά. Κυριακές συνήθως, για να ανανεώνει την επικοινωνία του με φίλους και γνωστούς, καταλήγοντας στα καφενεία. Είταν και τότε έτοιμος να πετάξει το λεκτικό του πείραγμα και να δεχτεί τις αντιδράσεις των άλλων. Προκαλούσε κι άκουγε τα «εξ αμάξης» μα δεν έκανε πίσω.
Οπως συνέβη και κείνη την Κυριακή του 1944 στο Προμίρι, όταν τον πρωτογνώρισα και τον πρωτοάκουσα. Θεός σχωρέστον που άφησε και σε μένα το παράξενο είδωλό του.