Του Γιώργου Θωμά
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 8ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 94, στις 16 Φεβρουαρίου 1993 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».
ΠΕΡΙΤΤΕΥΕΙ ακόμα κάθε σύσταση, στην Αργαλαστή και τα γυροχώρια της, του συντοπίτη μπαρμπα - Θωμά «Πρεζάκια», 15 περίπου χρόνια ύστερ' από το θάνατό του. Πιο πολύ περιττεύει να τον συστήσει κανείς στην Μπιρ (Καλλιθέα) της Αργαλαστής, όπου είχε το κονάκι του, καθώς και στο Προμίρι, σε εξοχικό οικισμό του οποίου βρισκόταν το καλύβι του.
Ένα συνεχές κλίμα ευθυμίας που ήξερε να δημιουργεί γύρω του, είτε με την επενέργεια του οινοπνεύματος, είτε με τη χαριτωμένη μόνο φύση του, τον είχαν καθιερώσει σαν μια αναντικατάστατη πηγή κεφιού και αστείρευτου χιούμορ.
Επίμονος χωρατατζής αλλά και απ’ τα γερότερα ποτήρια στο νότιο Πήλιο. Τέτοιον τον πρωτογνώρισα το φθινόπωρο του 1976 στην Μπιρ. Με τη χαριτολογία στα χείλη, μ’ ένα μπουκάλι τσίπουρο στο χέρι.
Παλιά συνήθειά του να στέκεται κάτω απ’ τις συκιές του στο συκοπερίβολό του δίπλα στην άσφαλτο, για να κερνάει τσίπουρο τους περαστικούς. Ντόπιους και ξένους. Αδύνατο να περάσεις -και προσβολή για τον ίδιον- χωρίς να πιεις τσίπουρο και να φας σύκα!
Έλα δω, μορέ! Πώς περνάς χωρίς να φας σύκα και να κεραστείς απ’ τον Πρεζάκια;
Πρεζάκιας είταν το παρατσούκλι που του κόλλησαν προπολεμικά στο Προμύρι (στο επώνυμό του λεγόταν Πουφινάς), κι αυτό δεχόταν κι αυτό αγαπούσε και μ’αυτό συστηνόταν παντού και πάντοτε, γιατί του ταίριαζε και τον... εκπροσωπούσε. Έτσι το ’λεγε και με καμάρι μάλιστα. Στεκόταν λοιπόν κάτω απ' τις συκιές δίπλα στο δρόμο και σταματούσε ακόμα και τα... αυτοκίνητα:
- Καλά, πού πάς; Έφαγες σύκα απ’ τον Πρεζάκια κι ήπιες και... φάρμακο απ’ τα χέρια του;
Συνέχιζε ύστερα:
- Μπας κι είσαι άρρωστος, χριστιανέ μου; Κόπιασε δω να γιατρευτείς.
«Προκειμένου να πας στο Μπισακό για ηλεκτροσόκ, έλα στον Πρεζάκια για... τσιπροσόκ ή κρασοσόκ...»
Πιο πέρα το νεόχτιστο σπίτι του, υψωμένο στο χώρο παλιότερου χτίσματος. Είταν πρώτα «βίλλα ρημάδι» και τότε έγινε «βίλλα Εκάλη». Το ’λεγε και χαιρόταν το ομοιοκατάληχτο των λέξεων. Εκεί καλούσε τους πάντες, γνωστούς και αγνώστους:
- Θέλ’ς νάρθ’ς κι στου σπίτ’ στ’ βίλλα; Έλα κι θα ιδείς. Έχου ένα κρασί δικατέσσερα μπουφόρ ταχύτητα... Άλλου απού κρασί κι τσίπ’ρου, δε θα βρεις. Τι να βρεις απ’ του μπατηριμένου του Πριζάκια;
Ο μπαρμπα - Θωμάς είταν και πρόθυμος να δώσει την... ταυτότητά του. Μου ζήτησε μόνο να βγάλω μολύβι και χαρτί για να σχεδιάσω την προσωπογραφία του, όπως έλεγε. Σφύριξε όπως πρώτα δυό - τρία ποτήρια τσίπουρο, πήρε βαθιά ανάσα και διατύπωσε έτσι το «διάγραμμά» του με μιαν ανάσα:
«Δασικά προϊόντα και γενικόν εμπόριον «Ο μπατηριμένος Πρεζάκιας με την πλούσια καρδιά». Τω καιρώ εκείνω όταν είχα εγώ, έδινα σ’ όλους. Οταν εγώ μπατήρισα, οι περισσότεροι μου στρέψαν τον κώλο τους.
Αλλά επειδή είμαι άνθρωπος της ξενιτιάς
και το ποτό το πίνω,
εγώ πάντα χαρίζω βερεσέ και μετρητά δε δίνω.
Φίλοι μου, στο μέλλον να με πλερώσετε,
θα σας παρακαλέσω,
μπατήρης στη ζωή να μη ξαναπέσω.
Τότε είμουν νέος και αγαντάρηζα,
τώρα πλέον στραπατσάρησα,
και επειδή βαδίζω προς το γήρας,
να με πλερώσετε θα σας παρακαλέσω,
μπατήρης στη ζωή να μη ζαναπέσω,
και τείνω τας χείρας μου,
επαίτης στους δρόμους να μη καταντήσω.
Θωμάς Πουφινάς ή Πρεζάκιας
εκ Κωνσταντινουπόλεως»
Από την Πόλη έφτασε νεότατος στο Πήλιο ο παράξενα κεφάτος αυτός άνθρωπος Παντρεύτηκε, απόκτησε παιδιά, μα ωστόσο διατηρούσε τη νοσταλγία της γενέτειρας. Πιότερο αναπολούσε τα μαθητικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, που τα πέρασε παρέα και με τον κατοπινό Πατριάρχη Δημήτριο. Συμμαθητές και οι δύο. «Αλλ’αυτός έγινε Πατριάρχης, κι ιγώ είμι ου πιο μπατηριμένος της Ελλάδος... Το 'γραψες κι αυτό; Για ξαναδιάβασε το, μήπως θέλει συμπλήρωμα...»
Κύματα ευφροσύνης σήκωνε κι όταν έφτανε στο Προμίρι. Με μια έντονη διάθεση χιούμορ όπου βρισκόταν, πάντοτε στητός κι αγέρωχος, μ’ όλα τα εβδομήντα του τότε χρόνια στη ράχη του, μάζευε γύρω του μικρότερους και μεγαλύτερους κι είχε πάντα τον πρώτο λόγο.
Τούτο το χωριό τ’ αγαπούσε πιο πολύ, γιατί του 'δωκε, έλεγε, το πραγματικό του όνομα: «Πρεζάκιας». Το τόνιζε μάλιστα και με αυταρέσκεια:
- «Γύρ’σα ούλου του κόσμου, αλλά δεν άκ'σα π'θανά τ' όνουμά μ’. Τάκ’σα στου Προυμίρ’. Ας είνι καλά οι Προυμιριώτις απ' μι βάφτ’σαν...»
Τρελά γέλια κι όταν έφτανε στον εξοχικό οικισμό «Μουρτιάς», όπου και το καλύβι του. Έπεσαν όμως ξένοι κι εκεί, έστησαν βίλλες και «γέμισε» ο τόπος κούρσα:
«Αντικρίζεις του «Μουρτιά» κι τ’ πιριουχή
κι βλέπ' ς ούλου κούρσα κι γιωιαχί»
Ευάρεστος και... ατελείωτος και στα ομαδικά γλέντια του χωριού ο μπαρμπα - Θωμάς. Ιδιαίτερα στα οικογενειακά. Τον πήραν, έλεγε, κάποτε σε γλέντι που οργάνωσε προμιριώτικη οικογένεια με την ευκαιρία βάφτισης του νέου μέλους της. Έφαγαν, ήπιαν καλά, σηκώθηκαν να χορέψουν. Πάνω στα μεράκια του όμως ο πατέρας του νεοβαφτισμένου -καλό ποτήρι κι αυτός- σέρνοντας το χορό, έπεσε κι έσπασε το κεφάλι του στα πλακάκια. Ο μπαρμπα - Θωμάς δεν άφησε ασχολίαστο το περιστατικό:
«Ο Νίκος η...1 απ’ την συνοικία Βάτη,2
χορεύοντας θέλησε να κάν’ τον ακροβάτη·
γυρίζοντας έκανε διάφορα κορδελάκια
αλλ’ έσπασε την κασίδα του,
πέφτοντας στα πλακάκια».
Επινε και γελούσε και περίχυνε τόνους ιλαρότητος και χόρευε με την ψυχή του ο Πρεζάκιας. «Χουρεύου, ναι χουρεύου κι θα χουρεύου, κι δε φουβάμι χάρου. Θ’αργήσ’ πουλύ να μι παρ' ου... μπαρμπα - Χατζάρας»3
Είναι οι άνθρωποι, οι ταλαντούχοι του γέλιου, αυτοί οι ξεχωριστοί και προκλητικοί της ευθυμίας τύποι, που χάνουμε σιγά - σιγά σε τούτη τη σκληρή εποχή της ισοπέδωσης των πάντων. Αυτοί που κατάφερναν κι έδιωχναν πέρα το πικρό ποτήρι της ζωής και ύψωναν το άλλο της χαράς, σκορπίζοντας γέλιο και κέφι ολούθε -μια απόλαυση των τριγυρινών.
Ένας απ’ αυτούς και ο μπαρμπα - Θωμάς ή το σωστότερο Πρεζάκιας. Τον χαιρόμουνα κάθε φορά που σμίγαμε, κι έκανε την καρδιά μου περιβόλι. Με τις έξυπνες φραστικές επινοήσεις του, με την γουστόζικη συμπεριφορά του, με την ελευθερία της γλώσσας του. Την τελευταία φορά που έφυγα από κοντά του, είπα: Θεός να του δίνει χρόνια, για να τον χαίρονται δικοί του και γνωστοί.
Αμ δε! Πέρ’ απ’ τους δικούς μας πόθους και ανεπηρέαστος απ' τις βουλές των θνητών ο «μπαρμπα - Χατζάρας», ήρθε σύντομα και του ’κοψε το νήμα της ζωής και ο φίλος μου ο Πρεζάκιας έφυγε σαν πουλάκι που πάει αλλού να σκορπίζει το τραγούδι του...