Του Γιώργου Θωμά
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 7ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 81, στις 30 Μαΐου 1992 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».
ΜΙΣΟΣ αιώνας από το θάνατο του παπα - Γιωργού του Προμιριού, και το είδωλό του είναι ζωντανό ακόμα στους συχωριανούς του. Τον αναθυμούνται μικρότεροι και μεγαλύτεροι, περισσότερο για τον αυθορμητισμό του και το ελεύθερο φρόνημα που διατύπωνε παντού και πάντοτε, αλλά και για το ποτήρι του ποτού που ποτέ δεν περιφρονούσε... Ηξερε να κρατάει καλά στα χέρια του τα ιερά του ναού, γνώριζε όμως να ευλογεί και τη ζωή, κοινωνικός και εύθυμος και ελαφρά χωρατατζής όπως παρουσιαζόταν.
Είταν ο παπα - Γιώργης Αρέθας, παπα - Γιωργός στη γλώσσα του χωριού, έτσι όπως ταίριαζε στο βαρύγδουπο του χαραχτήρα του και το έντονο παρουσιαστικό του. Από ηρωϊκή και αρχοντική γενιά. Δεν ξέρω αν είχε συνειδητοποιήσει το πρώτο. Το δεύτερο πάντως το γνώριζε, αφού γεννήθηκε και έζησε στο πατρογονικό αρχοντικό, χτισμένο πριν από την επανάσταση του 1821 κοντά στην κεντρική πλατεία του χωριού1.
Είχε λοιπόν πίσω του ο παπα - Γιωργός τον παππού του Γεώργιο Αρέθα, που μετείχε κι αυτός στην προετοιμασία της πηλιορείτικης επανάστασης του 1854. Με καράβι μάλιστα από τον Πλατανιά ή το Βόλο ταξίδεψε ως τον Πειραιά, όπου εξασφάλισε πολλά πυρομαχικά για τον αγώνα αφού υπέφερε «του Σεβάχ θαλασσινού τα πάθη», όπως ο ίδιος το διατυπώνει2 και παρατρίχα να πνιγεί. Ο ίδιος ακόμα προσφέρθηκε να συνοδέψει τα πυρομαχικά στο Πήλιο, ανοίγοντας και αλληλογραφία με πρωταγωνιστές του κινήματος εκείνου. Επιπλέον, ο Γεώργιος Αρέθας, θα υποδεχτεί στο Προμίρι τον πρωτεργάτη της επανάστασης Νικόλαο Φιλάρετο και θα υπογράψει την επαναστατική προκήρυξη, για να ταχτεί πια ανοιχτά με το μέρος των επαναστατών - 26 Μαρτίου 18543.
Αβάρετος στην κουβέντα και τις εύθυμες αφηγήσεις του, κινούμενος σε επίπεδα κοινωνικής συντροφικότητας, αλλά και πιστός στο χρέος του. Πού να αφήσει ξωκλήσι αλειτούργητο την ημέρα της μνήμης του, από τα 16 που έχει το Προμίρι. Δίπλωνε το ράσο του και περπάταγε. Μια και δυό και δυόμισι ώρες μακριά. Εδώ πια επιστρατεύω τη μνήμη μου, για να ξετυλίξω εικόνες της «συνεργασίας» μου με τον αγαθό λευίτη. Με είχε δεξί του χέρι στους ναούς όπου ιερουργούσε. Μέσα κι έξω του ιερού. Να ανάβω τα κάρβουνα του θυμιατού και να του το προσφέρω όπου χρειαζόταν με την επιβαλλόμενη κάθε φορά μετάνοια, να ετοιμάζω και να πηγαίνω στην αγια - τράπεζα το ζέον, να κρατάω το θυμιατό στη μικρή και στη μεγάλη είσοδο, να ντύνομαι «παπαδάκι»... Κι άμα τύχαινε -και τύχαινε πολλές φορές- και βρισκόμουν με την οικογένειά μου στον Κατηγιώργη την Κυριακή, να ξεκινάω μόνος μου με τα πόδια για το Προμίρι, 12 χιλιόμετρα ανήφορος, για να υπηρετήσω στη λειτουργία τον παπα - Γιωργό, να πάρω το αντίδωρο απ' τα χέρια του ολονήστικος όπως επίτηδες είμουνα, κι ύστερα να επιστρέφω πάλι με τα πόδια. Εικοσιτέσσερα χιλιόμετρα δρόμος πήγαινε - έλα, και νηστικός!
Μια σχέση αγαπητική με τον καλό ιερέα, με την άψογη απέναντί μου συμπεριφορά του:
- Αδά Γιουργάκ' να πας στου παγκάρ' του δίσκου μι του αντίδουρου.
- Αδά Γιουργάκ' τρέξι να χτυπήσεις του τρίτου σήμαντρου...
Παλιά συνήθειά του να προτάσσει συχνά στη φράση του το «αδά», μια δική του λέξη που τον διευκόλυνε στην προετοιμασία του λόγου του αποδώ και μπρος. Ποτέ κανείς ωστόσο δεν τόλμησε να του κολλήσει το ανάλογο παρατσούκλι, όπως θα συνέβαινε με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο του χωριού. Είταν απέραντος ο σεβασμός όλων στον διακριτικό ιερέα.
Τον σέβονταν και τον αναστρέφονταν όλοι. Στα καφενεία, στην πλατεία, στους δρόμους, στα πανηγύρια της περιοχής. Εδώ πια αποθεώνονταν η ευφρόσυνη φύση αλλά και η ροπή του στο φαγοπότι. Οχι ότι είταν φαγάς και πότης. Κάθε άλλο. Είταν η κοινή διάχυση και η συνδιαλλαχτική επικοινωνία των πανηγυριστών, που οδηγούσε όλους στους δρόμους του Βάκχου, για να δημιουργούνται κάθε φορά εικόνες ευθυμίας (και ευδαιμονίας) έξω απ' το ξωκλήσι μες στην καρδιά της φύσης, με... πρωτεργάτη του κεφιού και τον προμιριώτη ρασοφόρο. Συχνά έφερνε μαζί του, πριν από το 1930, και το μικρό γιό του Σταθάκη4, τον κατοπινό καπετάνιο του ΕΛΑΣ στην Ηπειρο, για τον οποίο τόσα έχουν γραφεί μέχρι σήμερα σε εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία. Τον είχε δίπλα του και τον παρότρυνε στο τραπέζι:
- Φάε αδά, Σταθάκ', φάε.
Μα αυτός δεν ήθελε προτροπή και ήξερε το... καθήκον του στην τάβλα, γι αυτό και αντιδρούσε συνήθως:
- Εφαγα, πατέρα, δε μπουρού άλλου, θα... σκάσου.
Ο παπάς ανένδοτος:
- Αδά, Σταθάκ' φάε, πού θα ξαναβρείς τέτοιου φαγάκ'; Κι άμα γιουμίσ' η κ'λίτσα σ', ξέσφιξι κι του λουράκ'ς να χουρέσ' κι άλλου...
Είχε γίνει ένα είδος παροιμιώδους λόγου τούτη η παρώθηση και συχνά χρησιμοποιούνταν ειρωνικά σε γλέντια και ομαδικά γιορτάσια.
Τελούσε λοιπόν σπονδές στο Βάκχο ο παπα - Γιωργός, αλλά όχι και στην Τερψιχόρη. Οσο κι αν ευθυμούσε, ποτέ δεν περνούσε στο χορό να επιτείνει το κλίμα της χαράς. Μονάχα ένα παλιό εθιμικό χρέος επιτελούσε. «Ξεκινούσε το χορό», επικεφαλής της γυρογυριάς. Επαιρνε λίγα βήματα κι αποχωρούσε αθόρυβα, να συνεχιστεί χαρμόσυνο το ποδοκόπι. Η εκκλησία ήξερε να ευλογεί το λαϊκό πανηγύρι και να μπαίνει μέσα στο λαό στις «μεγάλες» και τις «μικρές» ώρες του.
Ακούραστος στα πανηγύρια του χωριού του, έβλεπε πάντα με καλό μάτι και τα «ξένα». Τον ήξεραν και τον καλούσαν σε όλα τα χωριά του νότιου Πηλίου όταν πανηγύριζαν. Στο πανηγύρι μάλιστα του 1934 στην Μπιρ της Αργαλαστής άφησε και τη γραφή του σε παλιό ευαγγέλιο, που αντέγραψα στα 1974: «παππά Γεώργιος Αρέθας εκ Προμυρίου λειτουργίσας (sic) την 20ήν Μαΐου 1934».
Ο παπα - Γιωργός λοιπόν συνιστούσε ένα ιδιαίτερο τύπο, γενικά παραδεχτό και συμπαθητικό στο χωριό, ίσαμε το θάνατό του στα 1943. Πάλι η μνήμη μου εδώ θα... παίξει το ρόλο της. Χειμωνιάτικη μέρα, θυμάμαι, είταν όταν σκοτώθηκε με δυναμίτη μπροστά στη θάλασσα στα «Χαράματα» του Κατηγιώργη, ο συχωριανός νέος Νίκος Παλιούρης. Το χωριό αναστατώθηκε. Αρον - άρον ο παπα - Γιωργός με παίρνει για τον Κατηγιώργη να θάψουμε στο εκεί ξωκλήσι τον νεκρό. Με τα πόδια -12 χιλιόμετρα η απόσταση. Φτάσαμε και βρήκαμε ένα κουφάρι λειωμένο από τα στήθια και πάνω! Φρικιαστικό το θέαμα, βαθιά ανατριχιαστικό. Ο ευαίσθητος λευίτης δεν μπορούσε να συγκροτήσει τα δάκρυα μαζί με τους λοιπούς συνοδούς της εκφοράς. Εψαλε ωστόσο τον αδικοσκοτωμένο συμπατριώτη και ράκος πια, ζήτησε μουλάρι για το Προμίρι.
Δεν πρόφτασε να επιστρέψει. Στη θέση «Παλιάλωνα», δυό χιλιόμετρα πάνω απ' τον Κατηγιώργη, τον περίμενε ο χάρος μέσα στο μονοπάτι. Εκεί σε σωρό βράχων σταμάτησε ξαφνικά η αγαθή του καρδιά, κάτω από την καταλυτική επίδραση βέβαια του φριχτά παραμορφωμένου συντοπίτη του. Νέος θρήνος τώρα στο χωριό, μεγαλύτερος και καθολικότερος από τον πρώτο. Ολάκερο το χωριό, και τα σχολιαρούδια μαζί, κηδέψαμε αναγερτό μέσα στο φέρετρο κατά τη συνήθεια της εποχής, τον πρόωρα χαμένο ιερέα μας, θάβοντάς τον πίσω από τον μητροπολιτικό ναό, όπου για δεκάχρονα ολόκληρα είχε το δεύτερο σπίτι του...