του Γιώργου Θωμά
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 6ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 72, στις 15 Δεκεμβρίου 1991 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».
ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ έμενε στον Πλατανιά η φιγούρα του μπαρμπα-Γιάννη Χατζή, του «Ταμάμ» ίσαμε τα 1967 που πέθανε. Ξεχωριστή και πολύ αγαπητή. Τον ήθελαν και τον αναζητούσαν όλοι στις παρέες τους. Γιατί ενσάρκωνε έναν γουστόζικο τύπο, και δεν κουραζόταν να πετάει φωναχτά τ' αστεία του στην ομήγυρη, ανατρέχοντας και σε λαϊκές παροιμίες κι επισφραγίζοντας τις φράσεις του μ' ένα μακρόσυρτο «ταμάαααμ»1. Από δω και το προσωνύμιο που του... φόρεσαν οι χωριανοί του.
Τον αναζητούσαν λοιπόν όλοι, αλλά πού να τον βρούνε; Ζούσε με τη γυναίκα του στο καλυβάκι του μέσα στη ρεματιά στη θέση «Γιμνάση», ένα χιλιόμετρο και κάτι απ’ την ακρογιαλιά του Πλατανιά -στα τρυφερά του νιάτα έμεινε στο πατρικό του καλύβι- ερωτευμένος με τις καλλιέργειες. Ξεμοναχιασμένος εδώ, άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο, είταν χωμένος στα μποστάνια του συντηρώντας και ζωντανά. Γύριζε όμως -κυρίως το χειμώνα- με τα βόδια του κι όργωνε χωράφια δικά του και ξένα. Νύχτα το πρωί ξεκινούσε και νύχτα το βράδυ επέστρεφε! Κουρασμένος ή απελπισμένος; Ποτέ! Το αντίθετο μάλιστα: Πάντα χαρούμενος και κεφάτος με το χαριτολόγημα στα χείλη του. Η φύση και η εργασία κοντά της τον είχαν μετατρέψει σε μια πηγή χαράς -ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Θαρρούσε κανείς ότι ο μπαρμπα-Γιάννης είχε αφομοιώσει όλα τα στοιχεία της γαληνής φύσης του Πλατανιά κι έγινε ένα με το περιβάλλον του, μένοντας «αχάλαστος» από το σύγχρονο πολιτισμό. Είταν, νόμιζες, μια προέκταση των προγόνων του και στεκόταν εσωτερικά εναρμονισμένος με την παράδοση του τόπου του, συνεχίζοντας την εθιμική ζωή του χωριού του. Αραιωμένα κατέβαινε στον Πλατανιά, κυρίως για ν’ αγοράσει ψάρια. Είχε φίλους όλους τους ψαράδες, ντόπιους και ξένους -ιδιαίτερα τους γριπιώτες απ’ το Λαύκο και τη Μηλίνα- και τις περισσότερες φορές τού ’διναν δωρεάν τα ψάρια. Μα κι αυτός δεν πήγαινε με άδεια χέρια. Φόρτωνε το γαϊδουράκι του με δικά του προϊόντα της γης κι αντάμειβε τους στερημένους ψαράδες. Τραβούσε και κανα-δυό ποτήρια τσίπουρο στον καφενέ, όχι παραπάνω, και γραμμή για το καλύβι. Επαιρνε και τα μικρά τ’ αγγόνια του εκεί, κι ο τόπος ένα γύρο γνώριζε... δόξες και μεγαλεία.
Στα μέσα της Κατοχής να και φτάνει στο καλύβι ένας άγνωστος. Είταν, έλεγε, ιταλός -Τζοβάνι στ’ όνομα- κι ήξερε καλούτσικα την ελληνική γλώσσα. Ερημος και καταδιωγμένος, κι ο μπαρμπα-Γιάννης τον λυπήθηκε:
- Κάτσι κι συ δω, δε θα χαθούμι. θα ζήσουμι όπους - όπους.
Αλλο που δεν ήθελε ο ιταλός:
- Να κάτσω μπάρμπα-Ιωάννη και να σου καθαρίζω τα δέντρα έτσι όπως γένεται Ιταλία.
- Βρε ισύ θα μι μάθ’ς... γράμματα; Κάτσι δω σού ’πα. Ταμάμ; ταμάμ.
Εστησε ένα ξυλοκρέβατο στο διάδρομο να κοιμάται ο ιταλός με έναν παραγιό που είχε τότε, κι ο μπαρμπα - Γιάννης με τη συμβία του και τ’ αγγόνια του περιορίστηκε στο μοναδικό δωμάτιο του καλυβιού. Δεχόταν κι άλλους εκεί, φτωχούς κι ανήμπορους, για να γίνει τούτο το καλύβι μια εστία θερμότητας για το συνάνθρωπο. Η ελληνική φιλοξενία στην αποθέωσή της!
Κάποια μέρα ο ιταλός έτυχε να είναι στον Πλατανιά κάτω σαν άρχισε να βρέχει. Πήρε ωστόσο το μονοπάτι για το καλύβι. Πέρασε από ποτάμια και ποταμάκια κι έφτασε... καταδιψασμένος:
- Ω, μπαρμπα-Ιωάννη, με πνίξαν τα ποτάμια, ένα νερό θέλω...
Ετριξε τα δόντια του ο πλατανιώτης:
- Βρε θεοσκοτωμένε, τόσα ποτάμια πέρασες, δε βρήκες ένα νερό να πιείς; Αϊ, πάρι του κανάτ' κι ντιρλίκουνι...
Δυό αταίριαστοι τύποι, που ωστόσο δημιουργούσαν χαριτωμένες εικόνες συνύπαρξης μέσα στην ερημιά της περιοχής, έως ότου μια μέρα ο ιταλός εξαφανίστηκε ξαφνικά. Πού πήγε ο Τζοβάνι; Εψαξαν ρώτησαν αλλά τίποτα. Ο μπαρμπα- Γιάννης δεν μπορούσε να το χωνέψει:
- Βρε το παλιοτόμαρου... Δε τό ’χου καημό απ’ έφυβγι, τό ’χου απ’ δε μι χιρέτ’σι.
Από τότε ποτέ δεν έδωσε σημεία ζωής ο παράξενος Τζοβάνι.
Η απλοχεριά του μπαρμπα-Γιάννη εκδηλώθηκε για μιαν ακόμα φορά το καλοκαίρι του 1951, όταν ένα τμήμα μηχανικού του στρατού με τον υπολοχαγό Μπελέζο διάνοιγε το δρόμο Προμυρίου - Πλατανιά κι είχε φτάσει καμιά τριακοσαριά μέτρα απέναντι απ’ το καλύβι του. Τρελός απ’ τη χαρά του ο «γέρος» -είταν τότε 73 χρονών- δεν έπαυε να τονίζει την καινούρια... κατάχτηση του τόπου:
- Γιαλάτι βρε κι τραγ’δήσ'τι. Ερ'τι δρόμους κι αυτουκίνητου στου Πλατανιά. Ταμάμ; ταμάμ.
Οταν λοιπόν οι στρατιώτες άνοιγαν το δρόμο εκεί, το είχε ως δεδομένο πως θα ανέβαιναν στις κερασιές του να μαζέψουν κεράσια. Δεν έβλεπε όμως να λιγοστεύουν, και μια μέρα τα χρειάστηκε. Πήγε και βρήκε τους φαντάρους και σχεδόν τους... μάλωσε:
- Καλά, δ’λεύιτι δω κι δε πήγατι να φάτι κιράσια; Να λείπ’ η ευγένεια. Μπρος ούλ’ απάν’ στ’ς κιρασιές, κι να μ’ δώκιτι κι μένα.
Από κείνη την ημέρα και για όλο το καλοκαίρι οι κερασιές του μπαρμπα-Γιάννη... αναστέναζαν απ’ τις συχνές επισκέψεις των στρατιωτών.
Ο ταπεινός αγρότης του Πλατανιά, παρότι περιορισμένος στ’ αμπελοχώραφά του, είχε απλώσει τη φήμη του. Είταν πασίγνωστος στο Τρίκερι, γνωστός στο Λαύκο και τη Μηλίνα και σε κάποιους θεσσαλούς ακόμα που κατέβαιναν στο νότιο Πήλιο ν’ αγοράζουν λάδι, ελιές, σύκα κ.τ.τ. Ολοι σχεδόν αυτοί περνούσαν κι απ’ το καλύβι του, κι ο μπαρμπα-Γιάννης ανοιχτοχέρης πάντα, τους τροφοδοτούσε με τα προϊόντα του. Πετούσε και τ’ αστεία του, που τά ’λεγε μ’ ένα τρόπο δυναμικό και ορμητικό κι επιβαλλόταν έτσι πιο πολύ στους συνομιλητές του.
Στα 1954 η μια εγγονή του διορίστηκε ως κοινοτική δασκάλα στο Πολυδάμιο Φαρσάλων. Εκεί σε κάποια συγκέντρωση τη ζύγωσε ένας ηλικιωμένος του χωριού:
- Απ’αυτού απ’ είσι, κουρίτσι μ', είχα ένα φίλο παλιό Γιάνν' Χατζή τόνε λέγανε, μήπως τον γνωρίζεις;
Σύξυλη έμεινε η δασκάλα:
- Μα αυτός είναι ο παπούς μου...
Σαν το 'μαθε ο «γέρος» του Πλατανιά, πήρε μαζί του δυό-τρία καλάθια δώρα και κρασί, και γραμμή για το Πολυδάμιο.
Πήγε και βρήκε το φίλο του κι είπαν πολλά για δυο μέρες, και γελούσαν και τα αφτιά ακόμα των δυο παλιόφιλων...
Αρκετά είταν τα αγροτεμάχια που συνιστούσαν την αγροτική περιουσία του μπαρμπα-Γιάννη. Είχε και δάση στην κατοχή του, κι ένα τέτοιο στον Πλατανιά εφτά στρεμμάτων το... έβαλε στο μάτι. Κατοχή ακόμη. Ηθελε να το ξεχερσώσει για να το μετατρέψει σε λιοχώραφο.
- Βρε γέρο, τον απόπαιρνε η γριά του, δε χόρτασις χουράφια απ’ να μη χουρτάσεις κι θέλ’ς κι άλλου ακόμα; Βρε μπουρείς ισύ, γέρους άνθρουπους, να βγάλ’ς του ρμάγκ’;
Μπορούσε και παραμπορούσε, κι ας πήγαινε να πατήσει τότε τα 71 του χρόνια.
Ετσι άρχισε το μεγάλο αγώνα του· μόνος του! Δεν τον έβλεπε πια το καλύβι και η συμβία του τον είχε χάσει. Τρία τέσσερα χρόνια να κόβει το δάσος και να βγάζει τις «κ’τσούμπες» (= ρίζες χοντρές των κλαδιών). Πάθος παραγωγικότητας και πόθος ζωής. Ν’ αφήσει μιαν ακόμα μονάδα παραγωγής στ’ αγγόνια του. Ο λαϊκός άνθρωπος ήξερε να προετοιμάζει το μέλλον, θυσιάζοντας ακόμα και τον εαυτό του.
Σήμερα ένα εντυπωσιακό ελαιόκτημα από τη ρεματιά ως την κορφή του ΝΔ πρόβουνου στον Πλατανιά, ζωντανεύει την παρουσία του μπαρμπα - Γιάννη, κρύβοντας τον ανυποψίαστο ιδρώτα του.
Κυλούσαν λοιπόν τα χρόνια κι ο μπαρμπα-Γιάννης Χατζής. αντί να τραβηχτεί στο περιθώριο της ζωής -αφού είχε αποκαταστήσει πια τα παιδιά του συνέχιζε τον τραχύ αγώνα της αγροτιάς. Πάτησε τα ογδόντα του, τα ενενήντα του χρόνια και, γεμάτος ακμαιότητα, εξαντλούνταν σε έργα ταπεινά κι ανθρώπινα. Γύρω του συμπυκνώνονταν ευνοϊκά σχόλια των γνωρίμων του, κι όταν οι τελευταίοι πειράζοντάς τον του μιλούσαν για γερατιά και θάνατο, αυτός τέντωνε το ανάστημά του και ύψωνε φωνή:
- Βρε δε γέρασα, πάρτι του χαμπάρ’, τά ’χου ούλα τετρακόσια. Μ’ φαίνιτι θα σας βάλου μπρουστά ουλ’νούς σας...
Τον είδε κάποτε κι ένας παπάς -το διηγιόταν ο ίδιος- και επειδή τον κοίταξε παράξενα, ο «αγέραστος» γέρος, τον αποστόμωσε:
- Τί μι κ’τάζεις έτσ' παπά μ’; θέλ’ς... πιλατεία; Αϊ, τράβα γι’ αλλού. Ιγώ δε τό ’χου σκουπό να πιθανού...
Ποτέ δεν έπαυε να χαριτολογεί κι έκλεινε μέσα του ανεξάντλητα αποθέματα από την εξυπνάδα και τη θυμοσοφία του λαού μας, ζωντανεύοντας κάθε τόσο παλιές απαίδευτες ψυχές του Γένους.
Ωσπου έγινε 92 χρόνων. Κάποια μέρα τότε ανέβηκε σε δέντρο να κόψει κλαδιά για τη γίδα του. Δε στηρίχτηκε όμως καλά και σωριάστηκε στο χώμα. Ο αιωνόβιος σχεδόν δουλευτής λύγισε και τσακίστηκε. Ωστόσο δυό χρόνια πάλεψε στο κρεβάτι του πόνου ο λεοντόκαρδος. Δυό χρόνια αγωνίστηκε, σαν άλλος Διγενής, τρέφοντας όνειρα να επιστρέφει στην ενεργητική ζωή, μα δεν μπόρεσε να βγει νικητής. Στέρεψαν πια οι χυμοί της ζωής, τον έφαγε η ακινησία, κι ο μπαρμπα-Γιάννης μας άφησε χρόνια.
Τον χάσαμε, μα δεν χάσαμε τις μνήμες του. Ενα ζωντανό ηχείο της τοπικής ιστορίας και παράδοσης είταν ολάκερος, κι ο επιγραφόμενος είχε τη χαρά να αποθησαυρίσει τα καθέκαστα σε μια φροντίδα διάσωσης της μνήμης του χτες.