• Ο Γεραντώνης του Χορευτού

    Ο γραφικός ταβερνιάρης και λαϊκός γιατρός

    Του Γιώργου Θωμά

    Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 8ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΗ 99-100, Ιούλιος - Αύγουστος 1993 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».

    ΚΑΡΔΙΑ καλοκαιριού, ταιριάζει να μείνουμε κι άλλο στο δροσερό Χορευτό, εφόσον και στο προηγούμενο τεύχος εκεί στράφηκε η ματιά μας, παρουσιάζοντας την «αθάνατη» Μπουσντούκου. Αυτή τη φορά την προτίμηση κερδίζει ο επιβλητικός μαγαζάτορας του Χορευτού ίσαμε τα 1929 - 1930 που πέθανε, Αντώνης Γεραντώνης, «ένας θαυμαστός τύπος, παντάξιος από κείνους που γεννούσαν οι παλιοί καιροί κι ωρίμαζαν η πείρα, η αξιάδα, οι φροντίδες της σκληρής βιοπάλης» όπως τον σκιαγραφεί ο ζαγοριανός δημοσιογράφος Κώστας Στούρνας1.

    Μια παρέα αντρών στην παραλία ανάμεσα στις βάρκες

    Είταν μια γουστόζικη και ρωμαλέα φυσιογνωμία, τόσον ώστε μισόν αιώνα τουλάχιστον ύστερ’ από τον θάνατό της, να έχουν να λέν γι’ αυτή γέροντες της Ζαγοράς που γνώρισα στην πολίχνη.

    Γεννημένος στο Πουρί γύρω στα 1845, έγινε ζαγοριανός από τότε που πήρε τη ζαγοριανή γυναίκα, την Αννίτσα, και μ’ αυτή ..θρονιάστηκε για καλά στο Χορευτό, ανοίγοντας μια ταπεινή ταβέρνα κοντά στα «Κασσαβετέϊκα» - πρώτη γραμμή της παραλίας. Ταβέρνα απ’ όπου δεν έλειπε το ψάρι και το κρασί (δικό του πάντα γιατί καλλιεργούσε αμπέλια και κλήματα) κι επιπλέον το μπουζούκι. Ενα όργανο μαυρισμένο απ’ τους καπνούς να κρέμεται πάντα στον τοίχο, κι όταν μερακλωνόταν ο ίδιος ή το απαιτούσε η εύθυμη παρέα, το κατέβαζε κι «αναστέναζε» ο τόπος. Το ’παιζε καλούτσικα, ανάβοντας το κέφι. Τραγούδια και χοροί και.... θυσίες στο Βάκχο αποβραδίς ίσαμε το πρωϊ πολλές φορές, κατάμπροστα στη θάλασσα του Αιγαίου. Τα μεγαλύτερα (και διαρκέστερα) γλέντια οργανώνονταν το χειμώνα γύρω από τη σόμπα, αλλά πάνω στα μεγάλα κέφια ο χορός μπορούσε να τραβήξει κι έξω στ’ αυλογύρι και στην αμμουδιά ακόμα. Μια εικόνα μάλιστα χειμωνιάτικης ζωής του μαγαζιού δίνει πάλι ο Στούρνας2:

    «Το μαγαζάκι του ήταν στη βορεινή άκρη του Χορευτού. Είχε μια σόμπα στη μέση, που γύρω της, μαζευόντουσαν το χειμώνα αποκλεισμένοι από τις φουρτούνες ναύτες και ψαράδες, ιδιαίτερα τσούρμα τρατάρικα. Εκαιγε γιαλόξυλα (απ’ όσο έβγαζε η θάλασσα) κι έψηνε κάστανα, μήλα, κυδώνια και πατάτες. Τις τελευταίες τις έχωνε στην άμμο της κορυφής της σόμπας του που έκαιγε νύχτα μέρα και γινόντουσαν γλύκισμα πως τις πρόσφερνε αχνιστές ζεστές το χειμώνα στην ψαράδικη πελατεία του με λαδάκι, πλούσιο αλάτι και λεμόνι μυρωδάτο, φρεσκοκομμένο απο τις χορευτήσιες λεμονιές. Το κρασί -που τόφτειανε ο ίδιος απ’ τ’ αμπέλια του- που πάλι με τα χέρια του τάχε ανοίξει, έφερνε κέφι και τραγούδια. Τότες κι ο Γεραντώνης θυμούντανε τα νιάτα του, έπιανε το μπουζούκι του και διασκέδαζε την πελατεία του με τ’ όργανο, τα παλιά λεβέντικα τραγούδια που τραγουδούσαν το Αιγαίο, τα νησιά, το Πήλιο ο Κίσσαβος κι ο Γέρο Ολυμπος».

    Μεγάλα κέφια σεγονταρισμένα και από την εύθυμη διάθεση του Γεραντώνη. Επαιζε και τραγουδούσε παλιά τραγούδια και ξαφνικά άρπαζε δικό του χαβά:

    «Είμαι γέρος, είμαι γέρος.
    έπαψα να είμαι νέος,
    κάποτε είμουν και μπερμπάτης.
    τώρα έγινα σακάτης..
    »

    Το αυτοσχέδιο τούτο τραγούδι το ’λεγε, έλεγαν, από χρόνια πολλά, από τα νιάτα του ακόμα, και πολλοί σοκάρονταν και αντιδρούσαν μπροστά στο οξύμωρο:

    - Βρε, Αντών’, τι σ’ έπιασε κι θέλ’ς να μας παραστήσεις του γέρου;

    Αλλος πιο αθυρόστομος τον πείραζε:

    - Γέρους είπις - Επαψι, βρε, να σ’ κάν’ ...κούκου;3

    Αυτός όμως - άγνωστο γιατί - το χαβά του:

    «Είμαι γέρος, είμαι γέρος...»

    Αλλο που δεν ήθελαν λοιπόν οι συντοπίτες του: Πήραν τη λέξη και την κόλλησαν μπροστά στ’ όνομά του, κι έτσι ο παλιός Αντώνης βαπτίστηκε στη λαϊκή κολυμπήθρα παίρνοντας το όνομα Γεραντώνης.

    ΤΑ ΤΡΙΑ ΜΕΡΑΚΙΑ ΤΟΥ

    Κρατούσε καλούτσικα στα χέρια του το μπουζούκι, ήξερε ,ομως -και το είχε μεράκι- να κρατάει και το καμάκι. Που να τον συναγωνιστεί κανείς στις ψαράδικες επιτυχίες του. Καμακούσε σουπιά, και μικρή ακόμα, στα μισόνερα, και πετύχανε με την πρώτη τους κεφάλους και στον αφρό ακόμα. Χταπόδι είταν αδύνατο να του ξεφύγει, κι είχε τέτοιο μάτι, ώστε ξεχώριζε και τις δράκαινες ακόμα τις κρυμμένες στον αμμώδη βυθό. Οι δράκαινες είταν και το μόνο σίγουρο (και πρόχειρο) κυνήγι, όταν η γυναίκα του δεν είχε τίποτα να μαγειρέψει:

    - Τι θα φάμι σήμιρα, Αντών’;

    Αυτός έδινε κιόλα την απάντηση:

    - Δεν έχ’ς τίπουτα είπις; Πιρίμινι. Πάου κι έρθουμι...

    Ετρεχε με το καμάκι, και άλλοτε από την άμμο κι άλλοτε με τη βάρκα του καμακούσε ό’τι ψάρι, έβλεπε, μα πιο πολύ προτιμούσε τις δράκαινες.

    Αυτό το παραπονεμένο ερώτημα της γυναίκας του «τι θα φάμε σήμερα» είχε μπεί και στ’ αυτιά του γνωστού φαρσέρ του Χορευτού καπετάν Γερόλυμου. Κι ένα ωραίο βράδι, νάτος ο τελευταίος με έναν φρεσκοσφαγμένο και καθαρισμένο κόκορα στον τροβά του:

    - Τι θα φάμε είπις, Αννίτσα; Μ’ δε γλέπ’ς τι έχου στου ντρουβά; Σ’ έφιρα του πειτ’νό απ’του κουτέτσι μ’ να τούνι φάμι μαζί.

    Τον πήρε κι η κυρά - Αννίτσα μαδημένον όπως είταν, και τον έριξε στο τσουκάλι. Εφαγαν κι ήπιαν και τραγούδησαν, κι ήρθαν κι άλλοι τη νύχτα και το γλέντησαν καλά, ευχαριστώντας το Γερόλυμο για την προσφορά του.

    Χαμένες όμως οι ευχαριστίες: Οταν το πρωϊ ο Γεραντώνης επισκέφθηκε το δικό του κοτέτσι, διαπίστωσε την απουσία του κόκορα. Τότε και «έπιασε» την πραγματικότητα: Ο αθεόφοβος Γερολύμος πήγε κι έσφαξε τον κόκορα του Γεραντώνη, προσφέροντάς τον ως δικό του.

    Εγιναν από δυό χωριά τα σπίτια τους αλλά πάλι τα ’φκιασαν αργότερα - άνθρωποι που ήξεραν να αστειεύονται μεταξύ τους και να μαλώνουν, μα και πάλι να συμβιβάζονται. Αγνός κι όμορφος κόσμος.

    Το ένα μεράκι λοιπόν του Γεραντώνη είταν το μπουζούκι. Το δεύτερο το καμάκι, και το τρίτο; Ω, τι άλλο; Το κυνήγι στη στεριά. Είχε καλό ντουφέκι και κυνηγούσε πετούμενα και αγρίμια. «Σαν έπεφτε κυνήγι -σημειώνει ο Στούρνας4- έβρεχε ή χιόνιζε, έπαιρνε το δίκανό του, έπιανε περάσματα πουλιών, στέκια στις ρεμματιές και στις πηγές και γυρνούσε με κοτσύφια, τσαλαπετεινούς, μπεκάτσες, τσικνιάδες, ψαρόνια, κάποτε και με λαγούς ή αλεπούδες».

    Τα τρία μεράκια του τα τόνιζε και τα ξανατόνιζε στο καπελιό, χωρίς να τον ακούει όμως η γυναίκα του η Αννίτσα, που ήθελε κι αυτή να είναι μέσα στις φωναχτές προτιμήσεις του άντρα της. Αλλ’ αυτός το δρόμο του. Μια μέρα όμως αναγκάσθηκε να την αναφέρει ως τρίτο ..μεράκι, για να γλυτώσει και την κρεβατομουρμούρα. Είταν η στιγμή που πάνω στα κέφια του ο Γεραντώνης, ξεστόμιζε για μιαν ακόμα φορά στο μαγαζί του τα τρία μεράκια του.

    Για ακούτι τώρα ούλ’ ισείς δω μέσα. Είπα κι του ξαναλέου: Τρία μιράκια μωρέ έχου στ’ ζουή μ’. Του μπουζούκ’, του καμάκ’ κι του...

    Πήγε να πει «το ντουφέκι», μα πρόλαβε η αγριεμένη μορφή της γυναίκας του, κι άλλαξε σκοπό, θέλοντας και μη:

    - Κι του τρίτου μιράκ’ είνι η Αννίτσα...

    Στεναγμός ανακούφισης ξέφυγε από τα χείλη της Γεραντώνενας, που γρι δεν κατάλαβε από την υποκριτική στάση του άντρα της.

    ΚΑΙ ΛΑΪΚΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ

    Αλλά το Χορευτό δεν χαιρόταν το Γεραντώνη ως μαγαζάτορα μόνο, τον υπολόγιζε και ως πρακτικό γιατρό. Από μικρός ακόμα είχε εξοικειωθεί με πολλά θεραπευτικά βοτάνια του Πηλίου, και πέρ’απ’αυτό: Ετρεχε σε σπίτια και αγωνιζόταν για τη θεραπεία αρρώστων και πληγωμένων. Ηξερε να χρησιμοποιεί το κατράμι στην καταπολέμηση του πόνου απ’ τις ερεθισμένες αμυγδαλιές, να κολλάει βδέλλες στο σώμα, να καταπραϋνει τον πονόματο και τον κοιλιόπονο, να «παίρνει» την πούντα, να θεραπεύει τη σπλήνα, τον τριχοφάο, τα κατάγματα, τις εξαρθώσεις, το σαραλίκι, τα «χελωνάκια», τις πληγές. Ενα περιβόλι γνώσεων γύρω από την πρακτική της λαϊκής ιατρικής και την επιστράτευση βοτάνων είταν ο Γεραντώνης. Γνώστης λαϊκών συνταγών αλλά και ολοπρόθυμος στην προσφορά του, μέρα και νύχτα, σε ασθενείς και χτυπημένους. Παρηγοριά κι ελπίδα στον τόπο, σε στεριανούς και θαλασσινούς. Αποκούμπι στους ίδιους και η ψαροταβέρνα του. Τη χαιρόταν κι ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης όταν παραθέριζε στο Χορευτό ίσαμε τα 1910 - 1911. Στέκι κι αυτή του ποιητή για ένα ποτήρι κρασί κι ένα μεζέ από τα χέρια της Αννίτσας, για τις ανθρώπινες ώρες της επικοινωνίας με φίλους του ψαράδες στ’ ακρογιάλι.

    1. Το Σχολειό της θάλασσας, 1968, σελ. 18.
    2. Το Σχολειό της θάλασσας, όπ.π.
    3. Με τη φράση «κάνει κούκο» εννοούσαν στο Πήλιο την ικανότητα της σεξουαλικής διέγερσης του άντρα.
    4. Το Σχολειό της θάλασσας, οπ.,π. σελ. 19.