• Ο «ΒΟΥΒΟΣ» ΤΟΥ ΧΟΡΕΥΤΟΥ

    Ο πιο αγαπημένος φίλος του ποιητή Γ. Δροσίνη στη Ζαγορά

    Του Γιώργου Θωμά

    Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 5ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 57, στις 15 Οκτωβρίου 1990 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».

    Ένα μεγάλο κτίριο δίπλα στη θάλασσα
    Μια άποψη του Χορευτού από την εποχή του Βουβού - αρχές του αιώνα μας. (Φωτ. Στέφανου Στουρνάρα)

    Δεν έπαυε να μου μιλάει για το Βουβό του Χορευτού ο μπαρμπα Αποστολής Μωρός (1882-1979) στα χρόνια του 1960-1966, που ζούσε στη Ζαγορά. Κάθε τόσο στην κουβέντα μας και η αναφορά του σεβάσμιου φίλου μου στο Βουβό, ιδιαίτερα όταν ο λόγος πήγαινε στη ζωή του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη στη Ζαγορά και το Χορευτό από τα 1899 ίσαμε τα 1910 ή 1911. Δροσίνης και Βουβός τότε συνιστούσαν ένα χαριτωμένο δίδυμο -η αφρόκρεμα της πνευματικής Ελλάδας να συνταιριάζεται με τον πιο απλοϊκό τύπο του Χορευτού, που δεν μπορούσε να μιλήσει κιόλα! Μάλιστα ο μπαρμπα Αποστόλης, όντας τότε στη δούλεψη του Κασσαβέτη, πεθερού του Δροσίνη, έβλεπε κάποια πρωινά τούτο το παράξενο ζευγάρι να βολτάρει, πιασμένο χέρι-χέρι, κατά μήκος της ακρογιαλιάς πλάι στο κύμα. Ωρα πολύ. Εβγαινε και ξανάβγαινε στο μπαλκόνι η γυναίκα του Δροσίνη Μαίρη Κασσαβέτη και πάντα στην ίδια κίνηση έβλεπε τον άντρα της. Κάποτε του φώναξε: «Α μαρέ Γιωργάκη, δεν κουράστηκες να περπατάς συνέχεια στην άμμο;» Αυτός είχε έτοιμη την απάντηση, διατυπωμένη ποιητικά, όπως το συνήθιζε:

    «Α, όποιος κάνει βόλτες στην ακρογιαλιά, είν’ όλο γέλια και χαρά»

    ΠΟΙΟΣ Ο «ΒΟΥΒΟΣ»

    Κανείς δεν ήξερε από που κρατούσε η σκούφια του ιδιότυπου εκείνου άντρα του Χορευτού, αλλά και λιγοστοί γνώριζαν το πραγματικό του όνομα, Γιώργης Καλογρίδης. Αυτό όμως παραμερίστηκε από τα πρώτα κιόλα χρόνια της παρουσίας του στο ακρογιάλι και κυριάρχησε το άλλο: Βουβός, επειδή ο άνθρωπος δεν μπορούσε να μιλήσει και δύσκολα άκουγε, και βέβαια δεν μπορούσε να χαράξει ούτε άλφα στο χαρτί. Ωστόσο τα μειονεκτήματα τούτα καμιά επίδραση δεν είχαν ασκήσει στην ψυχή του, κι ο Βουβός, έμεινε ένας κοινωνικός άνθρωπος, μόνιμο πια μέλος στις παρέες, ντόπιες και ξένες, του Χορευτού. Από το πρωί έως αργά το βράδι έξω. Στα καφενομάγαζα, στη θάλασσα, σε σπίτια και βέβαια στα γλέντια. Οπου γλέντι και Βουβός. Είταν αδύνατο να ριχτούν σε διασκέδαση οι ψαράδες του Χορευτού -αυτοί δέσποζαν τότε στην κοινωνική ζωή του επινείου- χωρίς την παρουσία του Βουβού. Τον αναζητούσαν όλοι για την αγαθή του και την απλοϊκή του καρδιά αλλά και για τα διασκεδαστικά καμώματά του. Χαλούσε ο κόσμος όταν βρισκόταν στις παρέες ο Βουβός, γιατί ήξερε να μιμείται και να σατιρίζει με τον τρόπο του, κι ας μην είχε την δυνατότητα της ομιλίας! Ας δούμε όμως καλύτερα πως τον περιγράφει ο Ζαγοριανός δημοσιογράφος Κώστας Στούρνας στο βιβλιαράκι του «Το Σκολειό της θάλασσας» (Αθήνα 1968, σελ. 38):

    «Πρώτα πρώτα ήταν σπουδαίος μίμος. Μπορούσε να μιμηθεί περίφημα τους μορφασμούς, χειρονομίες και κουσούρια διαφόρων που έβλεπε, με τόσο καλή απόδοσι, ώστε όλοι καταλάβαιναν αμέσως ποιόν κορόϊδευε, και διασκέδαζαν με το ταλέντο του εξαιρετικά. Μιμούνταν τους καπεταναίους που έπιναν ναργιλέ, τους ψαράδες που πετούσαν πεταχτάρι, τους καλαφάτες που καλαφάτιζαν τα καϊκια και όλους τους τύπους του Χορευτού με πλήρη απόδοσι. Και η μίμηση ήταν υπογράμμισμα των ελλατωμάτων του καθενός, που δεν του ξέφευγαν, γιατί ήταν παρατηρητικότατος και καμμιά φορά, εκεί που καθόταν στην άκρη του καφενέ σε μια καρέκλα και έκανε πως κοιμάται, παρακολουθούσε τον αντικρυνό του θαμώνα τόσο λεπτομερώς, ώστε του έπαιρνε τα χούγια του σαν κινηματογραφική μηχανή και έκανε -αποδίδοντας του ύστερα- τους άλλους να γελούν ώρες. Από την ιδιότυπη αυτή μιμική του σάτυρα δεν ξέφευγαν ούτε οι γυναίκες. Μπορούσε να μιμήται μια κυρία να κεντάη και να εννοούν οι άλλοι ποιά μιμήται. Κάποτε μάλιστα που ο απηνής φακός του συνέλαβε έναν σοβαρό καπετάνιο φημιζόμενο για την αυστηρότητά του, να ρίχνει λαθραίες ματιές σε κάποιο μπαλκόνι από μακρυά, εμιμήθη τη σκηνή τόσο θαυμάσια, ώστε τον έκανε θέατρο σχεδόν. Ετσι με το ταλέντο της μιμικής του, ένας κωφάλαλος γίνονταν σαρκαστής κι έκανε την τσουχτερώτερη σάτυρα».

    ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ

    Κοντά σ’ αυτό το χάρισμα, η φύση του ’δωκε κι άλλο: Μια δεξιότητα στη ζωγραφική. Είχε καλό χέρι που το αξιοποιούσε σκιτσάρωντας παντού και πάντοτε. Τα τραπέζια των καφενείων, οι πλάκες απάνω σ’ αυτά, τα πακέτα των τσιγάρων και τα ντουβάρια του Χορευτού «ήξεραν» πολλά από την καλλιτεχνική δραστηριότητα του Βουβού. Κυρίως το άρεσε να σκιτσάρει ανθρώπους με φυσικά ελαττώματα: Μεγάλες μύτες και αφτιά, μικρά ή μεγάλα μάτια, κοντοί ή μακριοί λαιμοί κτλ. Τα αποτύπωνε στο χαρτί και τραβούσε το ανάλογο παρατσούκλι. Ετσι ένα καινούργιο λεξιλόγιο έπαιρνε κι έδινε στο Χορευτό της εποχής του Βουβού -παραμονές του αιώνα μας ίσαμε τα δυο πρώτα δεκάχρονα του σημερινού.

    Παράλληλα σκάρωνε και μικρογραφίες καραβιών. Αλλη δεξιοτεχνία του και δαύτη. Πελεκούσε δηλαδή το ξύλο με το μαχαιράκι κι έφτανε σε ζηλευτές κατασκευές, απ’ όπου δεν έλειπαν ούτε άλμπουρα, ούτε σκοινιά και πανιά. Και το καθένα να αποτελεί μίμηση των καραβιών που έφταναν στο Χορευτό φορτωμένα πραμάτειες -ένας άλλος λιλλιπούτιος στόλος στο Χορευτό, που νανούριζε όνειρα και ανεκπλήρωτες ελπίδες του κατασκευαστή του...

    ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΔΡΟΣΙΝΗ

    Τέτιον τον γνώρισε (και τον χάρηκε) ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης, όταν ανέβηκε για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1899 για να παραθερίσει στο ξακουστό περιγιάλι. Επισήμανε την αγνότητά του και το βαθύτατο ανθρωπισμό του, μαζί με τη γουστόζικη συμπεριφορά του, και τον πήρε μαζί στις συντροφιές του. Ο Βουβός, όπως και οι άλλοι οι ταπεινοί και αγράμματοι ψαράδες του Χορευτού, αποτέλεσαν για το Δροσίνη το θερμοκήπιο εκείνο απ’ όπου ο ποιητής αντλούσε κέφι και ζωή -μια έκφραση ουσίας από αρχέγονες πηγές του βίου. Μαζί τους γλεντούσε κάποια βράδια, για να τραβήξει ο σαματάς αρκετές φορές κι ως τις πρωινές ώρες, μαζί τους ψάρευε και μαζί τους συνδιαλεγόταν την ημέρα. Σ’ αυτούς τους αγράμματους ακουμπούσε ένα κομμάτι της ψυχής του, όχι στους άλλους τους αργόσχολους παραθεριστές του επινείου, με τους οποίους δεν επιδίωκε αναστροφή.

    Στη συμπεριφορά του αυτή ο Δροσίνης έβρισκε την τέλεια ανταπόκριση. Πάσχιζαν όλοι τους να τον εξυπηρετούνε. Ακόμα και τη βάρκα του -όταν επέστρεφε απ’ τα ψαρέματα- άρπαχναν στα χέρια μέσα από τη θάλασσα οι απλοϊκοί ψαράδες και την έβγαζαν με μιαν ανάσα στην αμμουδιά με το Δροσίνη μέσα! Και βέβαια αυτοί να του ξεψαρέψουν τα δίχτυα με την απαραίτητη πάντα παρουσία του Βουβού, αυτοί να του ξύσουν τα ψάρια, να του πλύνουν τη βάρκα και να την ξαναρίξουν στη θάλασσα για να ανοιχτεί στο πέλαγο -μη βρέξει και μη στάξει η παρέα του Βουβού το Δροσίνη στο Χορευτό.

    Ο Βουβός αδυνατούσε να μιλήσει. Ωστόσο κατόρθωσε κι έδωκε κάποτε ανοιγοκλείνοντας το στόμα του και χειρονομώντας ανάλογα, τούτον τον παράδοξο αφορισμό για τον ποιητή που αγαπούσε: «Ο Δροσίνης είναι καλύτερος κι απ’ την εκκλησιά!» Τον έλεγε μάλιστα και διατύπωνε με τον τρόπο του ως το θανατό του στο Χορευτό της Ζαγοράς, κι όλοι τον κοίταξαν παράξενεμένοι.