• Η «Μπουσντούκου» του Χορευτού

    Όπου τα «Κύματα του Δουνάβεως» συγχέονται με τα κύματα μιας καντάδας

    Του Γιώργου Θωμά

    Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 8ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 98, στις 16 Ιουνίου 1993 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».

    Αν αντιμετώπιζα το ερώτημα ποιο κατοικημένο περιγιάλι του Πηλίου πλειοδότησε στη δημιουργία τύπων στον αιώνα μας, αδίσταχτα θα απαντούσα: το Χορευτό της Ζαγοράς. Να είταν η μακρόχρονη ναυτική παράδοση της περιοχής; Να είταν η αναγκαστική συγκέντρωση ναυτικών και ψαράδων στο ακρογιάλι ή το αρχοντολόι της Ζαγοράς που διατηρούσε υπηρέτες και παραγιούς, η αιτία της διαμόρφωσης των περισσότερων τύπων; Ούτε το ένα ούτε το άλλο διατηρεί την αποκλειστικότητα, αλλά όλα μαζί νομίζω θεμελίωσαν τις προϋποθέσεις ώστε το Χορευτό να βγάλει τους πιο πολλούς τύπους απ'όλα τα περιγιάλια του Πηλίου.

    Δύο ισχυρούς τύπους της ακρογιαλιάς, τον Σουιλέ και τον Βουβό -τούτο τον αγαπημένο φίλο του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη- βρήκα την ευκαιρία να παρουσιάσω σε περασμένα τεύχη του περιοδικού μας. Τώρα ο λόγος για έναν τρίτο, την πασίγνωστη στην περιοχή «Μπουσντούκου» -ένας άντρας «καλός καγαθός» στη δούλεψη του κασσαβετέικου σπιτιού κατά διαστήματα. Τον άκουγα στις αφηγήσεις ζαγοριανών γερόντων στα 1960-1966 που τον είχαν γνωρίσει καλά, τον «γεύτηκα» όμως αργότερα και από μια περιγραφή του ζαγοριανού δημοσιογράφου Κώστα Στούρνα1 επίσης είχε απλώσει την εξεταστική του ματιά στους χορευτήσιους τύπους.

    Είταν λοιπόν η «Μπουσντούκου» -Νικολός ή Νικολής το βαφτιστικό του- ένας «αθάνατος ως τύπος», όπως τον θέλει ο Στούρνας, ένας «αρρενοπώτατος και ζωηρότατος τύπος, πανέξυπνος και διαβολεμένος, με πολλές πάρα πολλές πρωτοτυπίες». Του άρεζε να πειράζει μικρούς και μεγάλους, άρχοντες και αρχόμενους, μόνο και μόνο για να δημιουργεί μια ιλαρότητα στο περιγιάλι με την αυτονομημένη και κλειστή ζωή του. Πολύ πιθανό τούτες οι αντιδράσεις του να είταν και το αποτέλεσμα της συνειδητοποιημένης σωματικής αναπηρίας του: Είταν στραβολαίμης από τα γενοφάσκια του ακόμα – Β΄ μισό του περασμένου αιώνα.

    Μολαταύτα το γεγονός τούτο δεν βάρυνε στη συνείδηση των χορευτήσιων για τη δημιουργία και του ανάλογου παρωνυμίου. Τον είπαν -κι έτσι τον ήξεραν και τον αποκαλούσαν όλοι- Μπουσντούκου, ένα παρατσούκλι δημιουργημένο από τον ίδιο το λόγο του. Έλεγε και ξανάλεγε και ματάλεγε στους συνομιλητές του, αντί για τη φράση «πώς του ΄πες» την παραφθορά της: Μπουσντούπις. Άκουγε, δεν άκουγε, αυτό είταν το ελάττωμά του, να φέρνει κάθε τόσο στα χείλη του την ερωτηματική πρόταση: μποσντούπις; Από μικρό παιδί έτσι συμπεριφερόταν, κι όταν μεγάλωσε το... πράγμα έγινε πρόκληση στο περιβάλλον του. Ούτε και προσπάθησε ποτέ να περιορίσει το φραστικό ελάττωμά του. Το άλλο τον ένοιαζε πολύ: Η εικόνα του στραβού λαιμού του, κυρίως για το αποτέλεσμα που έφερνε: Δεν τον κοιτούσαν τα κορίτσια! Τον έκαιγε αυτή η αποστροφή τους, και δεν δίσταζε να εξομολογιέται:

    - Τ΄ κιαρατά, μπαίνου μπρουστά στα κουρίτσια, πάου ικεί απ΄ αυτά τα κακουθριμμένα γυρίζ΄νι αλλού τα μάτια τ΄ς.

    Άλλοτε πάλι παρατηρούσε με χαριτολογία:

    - I Θιός απ’ τ’ μέσ’ κι κατ μ΄ έκανε άνθρουπου, απ΄ τ΄ς ώμ΄ (ώμους) κι απάν΄ μ΄ έκανι... χήνα. Κακό ψόφου να ΄χου απ΄ τις ώμ΄ κι απάν΄...

    Φωτογραφία με τους ψαράδες που τραβάνε τη βάρκα έξω από τη Θάλασσα
    Πλεούμενα χωρίς μηχανή στο Χορευτό - αρχές του αιώνα μας (από το αρχείο του Νίκου Αντωνάκη - Ζαγορά).

    ΥΠΟΒΑΛΛΕΤΑΙ ΣΕ ΕΓΧΕΙΡΗΣΗ

    Αλλά ο Θεός φαίνεται πως αγαπάει περισσότερο τους ταπεινούς καταφρονεμένους του κόσμου τούτου. Έτσι και στην περίπτωση του... ήρωά μας. Ναύτης, λέει, στον Πειραιά, πήγε μια μέρα στο νοσοκομείο της Αθήνας «Ευαγγελισμός» να ιδεί τον άρρωστο τότε ζαγοριανό πολιτευτή Τζων Κασσαβέτη. Κατασυγκινήθηκε ο άρρωστος άρχοντας και πήρε αμέσως τη θεάρεστη απόφαση: Φώναξε τους γιατρούς και πρότεινε να εγχειριστεί με δικά του έξοδα ο στραβολαίμης συντοπίτης του. Τον πήραν λοιπόν και γραμμή για το χειρουργείο. Η εγχείρηση πέτυχε, και η Μπουσντούκου ξαναγεννήθηκε. Είχε γίνει άλλος άνθρωπος τώρα πια.

    ΜΕ ΕΝΑ ΚΛΑΡΙΝΟ ΣΤΗ ΖΑΓΟΡΑ

    Πάνε πια τώρα τα κόμπλεξ και τα φάρμακα του. Ένιωσε ελεύθερος μέσα του κι έσκυψε με μανία απάνω στη ζωή να τη χαρεί και να τη γλεντήσει. Πήγε λοιπόν κι αγόρασε κουστούμι και γραβάτα, κι ακόμα ένα κλαρίνο -παλιό του όνειρο. Κι όταν πήρε το απολυτήριο από το Ναυτικό, τα ΄μασε όλα πλυμένα κι άπλυτα και... πάρτον ξανά στη Ζαγορά, να τον ιδούν μια ώρα αρχύτερα και οι έμορφες, χωρίς σωματικό ελάττωμα τώρα. Χαρές λοιπόν και γέλια και δημόσιες εμφανίσεις και τραγούδια με το κλαρίνο και στροβιλίσματα στα χοροστάσια. Έβαζε και λουλούδι στο πέτο και «τολμούσε να γλυκοκοιτάζει τα κορίτσια στα πανηγύρια, στην εκκλησία και στο χορό», όπως σημειώνει ο Κώστας Στούρνας. Σαν να μην είταν τώρα η παλιά Μπουσντούκου, το αποκρουστικό πλάσμα για τις γυναίκες.

    Απ΄τις πολλές, διάλεξε μια και την παντρεύτηκε. Μα είχε... παντρευτεί πιο πολύ το κλαρίνο -άνθρωπος με έμφυτη τη διάθεση για τη μουσική. Πού τον έβλεπες, πού τον έβρισκες, το κλαρίνο είχε στα χέρια του. Κοιμόταν με το κλαρίνο και ξυπνούσε με το κλαρίνο, παίζοντας. Μια κατάσταση πρόκληση στο τέλος για τους κατοίκους του Χορευτού. Οι οποίοι κι αντιδράσανε κάποτε, έτσι καταπώς το συνήθιζε ο κόσμος μιας απλοϊκής κοινωνίας όταν έβλεπε κάποια επαναλαμβανόμενη υπερβολή.

    ΣΤΑ ΚΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΕ ΤΑ «ΚΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΟΥΝΑΒΕΩΣ»

    Σκέφτηκαν λοιπόν μια μέρα κάποιοι βαρκάρηδες και ψαράδες να τον τραβήξουν σε αγκυροβολημένο καράβι στο Χορευτό:

    - Έλα βρε Μπουσντούκου να μας παίξεις απάν΄ στου καίκ΄ τ΄ Πουλύμιρ΄ (Πολύμερου). Άλλο που δεν ήθελε αυτός. Ανεβαίνει λοιπόν στο πλεούμενο και παίρνει... παραγγελιά:

    - Ρουτάς τί μας παίξεις δω απού ΄μαστι; Ποιό τραγούδ΄ βρε, τιριάζ΄ απάν΄ στα κύματα; Δε τιριάζ΄ τα «Κύματα του Δουνάβιους»;

    Κάποιος τα είχε ακούσει σαν έκφραση και του τα... σφυρίζει. Πώς να τα αποδώσει όμως αφού δεν τα ήξερε; Γνώριζε ωστόσο και είχε τραγουδήσει την καντάδα «Εις τον αφρό της θάλασσας...» κι αυτή σέρβιρε μέσα στο πλοίο του Πολύμερου, ενώ γύρα του γινόταν χαμός. Έπαιζε, όλο έπαιζε το ίδιο το τραγούδι, ώσπου στο τέλος εξαϋλώθηκε, χάνοντας την επαφή του με το περιβάλλον! Το τραγούδι τον είχε απορροφήσει.

    Αυτό ήθελαν και οι φίλοι του, δεν μπορούσαν να μην κάνουν το γούστο τους: Σηκώνουν αγάλι΄ - αγάλια τις άγκυρες και αφήνουν το πλεούμενο στο έλεος της τραμουντάνας με το Νικολό τη Μπουσντούκου να φυσάει συνέχεια στο κλαρίνο, βάζοντας στη θέση των κυμάτων του Δούναβη την «αγάπη που κοιμόταν στα κύματα», κοιμισμένος κι αυτός όπως είχε καταντήσει απ΄ το τραγούδημα -μια απίστευτη περιπέτεια στη θάλασσα της ανατολικής Μαγνησίας.

    Κάποτε το... μουσικό καράβι, έρμαιο των κυμάτων (όχι του Δούναβη αλλά του Αιγαίου) έφτασε στη βόρεια Εύβοια, κι εκεί κατάλαβε ο δύσμοιρος το πάθημά του, όπως ομολογούσαν με μια υπερβολή πιστεύω, παλιοί ζαγοριανοί.

    ΠΟΥΛΑΕΙ ΚΑΙ ΞΑΝΑΓΟΡΑΖΕΙ ΤΟ ΚΛΑΡΙΝΟ ΤΟΥ

    Ο δεσμός του με το κλαρίνο δημιούργησε και καλλιέργησε κι ένα δεσμό με τον περίφημο τότε κλαριτζή του Βόλου, τον γύφτο τον Αμέτη. Απ΄ αυτόν κι έμαθε ένα σωρό μυστικά, κι ίσως αυτός του φύσηξε την ιδέα να πάει στην Αθήνα για να αγοράσει άλλο κλαρίνο με περισσότερες φωνές. Ταξίδεψε λοιπόν και βρήκε στην πρωτεύουσα το κλαρίνο των ονείρων του. Μ΄ αυτό τώρα και έπαιξε για ένα διάστημα και σε κάποια κέντρα (ο Κώστας Στούρνας θα γράψει πως εμφανιζόταν και στην «Αίγλη» του Ζαππείου) αλλά το κλίμα της Αθήνας δεν τον κρατούσε άλλο. Τον τραβούσε το περιγιάλι του χωριού του, και νάτος πάλι στο Χορευτό.

    Τα ΄χασε μια μέρα ο Αμέτης σαν αντίκρυσε το κλαρίνο του φίλου του ζαγοριανού. Το πήρε και δεν έλεγε να το αφήσει. Όλες οι χάρες απάνω στο όργανο εκείνο. Είδε την αδυναμία του γύφτου η Μπουσντούκου και του το χάρισε. Χωρίς κλαρίνο όμως τώρα, μαύρη ένιωθε τη ζωή του, ιδιαίτερα όσο κυλούσαν οι μέρες. Στο τέλος δεν άντεξε και ταξιδεύει στην Αθήνα. Τρέχει στο ίδιο μαγαζί απ΄ όπου αγόρασε παλιότερα το κλαρίνο, και τι να ιδεί: Το κλαρίνο που χάρισε στον Αμέτη να πουλιόται στη βιτρίνα! Τι είχε συμβεί; Κάποιοι γύφτοι του το κλέψανε και το πούλησαν εκεί κάτω. Το ξαναγοράζει λοιπόν αλλά αργότερα το πουλάει σε πηλιορίτη μετανάστη στην Αμερική. Το είδε, λέει, ο μετανάστης και το λιμπίστηκε κι έβγαλε ολόκληρο πουγγί και τ΄ αγόρασε.

    Του ΄λειψε όμως πάλι το όργανο στο Χορευτό, και για μιαν ακόμα φορά κατεβαίνει στην Αθήνα να αγοράσει άλλο. Τι έκπληξη πάλι είταν εκείνη! Το κλαρίνο στην ίδια βιτρίνα να πουλιόται ξανά... Τ΄ άρπαξε, αφού ακούμπησε ένα γερό ποσό κι επέστρεψε στη γενέτειρά του, ορκισμένος πια να κρατήσει για πάντα κοντά του το όργανο.

    Το είπε και το έκανε. Κι όταν πολύ πιο ύστερα παράδωκε το πνεύμα του, ένας απ΄ τους κλαριτζήδες της πολίχνης που πήγε στο χαροκαμένο σπίτι να αποχαιρετήσει το συνάδελφο, πήρε διακριτικά στα χέρια του το περιπετειώδες κλαρίνο κι έπαιζε θλιβερό σκοπό, διαλαλώντας το θάνατο...

    Στερνό μοιρολόι στον άνθρωπο που αγάπησε το κλαρίνο πιο πολύ απ΄ ότι άλλο στον κόσμο...

    1. Βλ. το δυσεύρετο σήμερα βιβλιαράκι του «Το Σκολειό της Θάλασσας», 1968, σελ. 49.