Του Γιώργου Θωμά
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 8ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 103, Δεκέμβριος 1993 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».
Όταν -δεκαετία του 1970- ιχνηλατούσαμε με τον τότε πρωτεπιστάτη του Αγίου Όρους Ματθαίο Βατοπεδινό, τους τύπους του Προμιριού με στόχο τη δημοσίευσή τους, άκουσα για μια στιγμή το συνομιλητή μου να αναρωτιέται:
- Καλά, και για τον πατέρα μου δε θα γράψουμε;
Ο πατέρας του Βατοπεδινού είταν προμιριώτης, μακαρίτης από πολλά χρόνια, όπως μακαρίτης από το 1982 είναι κι ο φίλος μου ρασσοφόρος.
Νικολός Κονδούλης το όνομα και το επώνυμο του πατέρα. Ελάχιστοι στο χωριό τον αποκαλούσαν έτσι. Οι λοιποί τον ονομάτιζαν με τα παρατσούκλιά του. Όχι δύο, όχι τρία, εφτά τα παρωνύμια του αγαθού και άκακου προμιριώτη -μοναδική απ’ όσο ξέρω περίπτωση στην Ελλάδα! Τον έλεγαν λοιπόν: Σικ, Σαμαράς, Τσιμινάς, Καζέρτα, Μπιζέρτα, Νικολέτα και Νι. Μάλιστα για την εκφορά του τελευταίου, παρέβαιναν την αρχή του γλωσσικού ιδιώματος που τα αρσενικά τα φκιάνει θηλυκά (ι Κώστας, ι άντρας κλπ.) και στη θέση του -ι- έβαζαν ένα μεγαλοπρεπέστατο -ο- (ο Νι). Τα άλλα σούμια πήγαιναν κανονικά στην ντοπιολαλιά: ι Σαμαράς, ι Τσιμινάς...
Ουδέποτε μπόρεσα να μάθω γιατί οι χωριανοί του πρόσθεσαν τα τρία ενδιάμεσα σούμια. Πάντως το πρώτο και το τελευταίο το... γέννησε η ίδια η συμπεριφορά του. Διέθετε ο μακαρίτης έναν τρόπο φέρεσθαι τζέντλεμαν (η ξενική λέξη δεν με σοκάρει, αφού έχει μπολιαστεί στο γλωσσικό κορμό του λαού) ακόμα και αν είχε κατεβάσει τις... δόσεις του. Γιατί είναι γνωστό τι εικόνες επιθετικότητας (και αγρίλας) δημιουργούν τα πολλά ποτήρια -τούτος όμως ο άνθρωπός μας δεν έδειξε ποτέ τέτοιες στάσεις. Μια λεπτότητα, ένα ευγενές ύφος ακόμα και στα πιο μεγάλα κέφια του, ακόμα και στα πειράγματα από συχωριανούς του. Είταν ένας σικ, ο ξεχωριστός «Νι» του Προμιριού.
Μονάχα η σύνευνός του -μια απλοϊκή και τίμια γυναίκα του χωριού- δεν δεχόταν τούτα τα καμώματά του:
- Προυί πίν’, μισμέρ’ πίν’, του βράδ’ πάλε του ίδιου· πού του βάν’ ήθιλα να ξέρου. Τί να τούνι κάνου τουν ανιπρόκουφτου;
Έπινε στα καφενεία και στις ταβέρνες του χωριού. Πρώτος, συνήθως, πήγαινε και τελευταίος αποχωρούσε. Το αναθυμάμαι (1955-1956) στις δύο ταβέρνες του Γιώργου Καφετζόπουλου και του Μιχάλη Καραγκιζόπουλου να μετέχει στα τρελά γλέντια της «Παλιοπαρέας» που είχαμε συγκροτήσει τότε, και με τις δυο κιθάρες κάναμε πάταγο στο χωριό. Δίπλα μας ο μπαρμπα-Νικολός στις μεγάλες εκρήξεις του κεφιού του -ένας απέραντα ευτυχισμένος θνητός. Έβγαινε έξω να φύγει σαν κύριος πάντα (και ομιλητικός) αλλά δεν μπορούσε να αποφύγει και τα γνωστά οχτάρια της μέθης... Πάντοτε όμως όρθιος με την παλάμη του χεριού ίσα μπροστά στις στιγμές της στωμυλίας του... Σαν να ήθελε να ενισχύσει όσα με ακράτεια λόγου τόνιζε...
Αυτός ο άνθρωπος, ο επιρρεπής στο ποτό και παζαρίσος, είταν από κείνους που δίνονταν για την εξυπηρέτηση των χωριανών του. Τίμιος δουλευτής σ’ ένα μοντέλο ολοσύνεχης δραστηριότητας... Ξεκίνησε στα νιάτα του σαμαράς (από δω και το ένα παρατσούκλι του), έγινε αργότερα τσαγκάρης, ενώ παράλληλα άρχισε να ανακατώνεται σε όλα: Μόνιμος αριστερός ιεροψάλτης στο χωριό και την περιοχή του, καφετζής σε κάποια εξοχικά πανηγύρια, μόνιμος συντηρητής και επισκευαστής του μεγάλου ωρολογιού ψηλά στο καμπαναριό όπου δεν μπορούσε ο καθένας να ανεβεί, εκκλησιαστικός επίτροπος, καθιερωμένος καμπανοκρούστης και συνειδητός υπηρέτης της εκκλησίας, τελάλης1, φερετροποιός ίσαμε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, νεκροθάφτης, κατασκευαστής των επιτάφιων σταυρών στο κοιμητήρι, μόνιμος αναγνώστης του ψαλτηρίου στο ξενύχτι του νεκρού.
Τούτη η τελευταία προσφορά του μπαρμπα-Νικολού οριοθετεί μια παραδοσιακά καταξιωμένη συνήθεια: Να διαβάζει ο ψάλτης πάνω από το κεφάλι του νεκρού, το ψαλτήρι όλες τις ώρες της νύχτας -μια παρένθεση παρηγοριάς στην «αξημέρωτη» νύχτα του πόνου... Γιατί τα «λόια τ’ ικκλησίας» όπως θεωρούσε ο λαός τους ψαλμούς αυτούς του Δαβίδ, χύνανε βάλσαμο παρηγοριάς στους πονεμένους, κι ο μπαρμπα-Νικολός με τον τρόπο του (και αφιλοκερδώς) ποτέ δεν αρνήθηκε τούτη την προσφορά, δεκάχρονα ολάκερα. Ούτε την άλλη της κατασκευής των ξύλινων σταυρών στο νεκροταφείο. Όλοι οι σταυροί καμωμένοι με τα χέρια του. Ο ίδιος χάραζε και την ένδειξη στον καθένα, πανομοιότυπη και ελκυστική στην ανορθογραφία: «Ενθάδε κίτε ο δούλος του θεού... Γενηθής τη... θανόν τη...». Οι ίδιες μετοχές και για τις γυναίκες: «...η δούλη του θεού... Γενηθής τη... θανόν τη...».
Η αφιλοκέρδεια του ανθρώπου είταν παροιμιώδης στο χωριό. Ποτέ δεν όριζε τιμή για ό,τι κατασκεύαζε ή πρόσφερνε. Ό,τι του ’δινες το έπαιρνε με πολλά «ευχαριστώ» μάλιστα. Ολιγαρκής και αφιλοχρήματος είταν εθελούσια ταγμένος στην υπηρεσία των συντοπιτών του και στη βάση αυτή επιδίωκε να εξαντλείται η ζωή του με αντάλλαγμα την ηθική κυρίως ικανοποίηση του.
Η χαρά της προσφοράς σε συνάρτηση με την άλλη της κρασοκατάνυξης, κι επιπλέον η κοινωνική αναστροφή, του έδιναν το προφίλ ενός απόλυτα ικανοποιημένου απ’ τη ζωή θνητού. Μόνιμος σχεδόν θαμώνας των καφενείων και περιπατητής της κεντρικής πλατείας. Δεν μπορούσε να μη δώσει το παρών του πρωί, μεσημέρι και βράδυ κι ας βημάτιζε ένα χιλιόμετρο απόσταση -όσο απείχε το σπίτι του από την πλατεία. Χωράφια και κήπους δεν κοίταζε ο μπαρμπα-Νικολός, ας είταν καλά -και είτανε πάντα- η γυναίκα του. Αυτός ήθελε φασαρία και χλαλοή. Τις έντονες θέσεις κι αντιθέσεις του παζαριού και τη θαλπωρή των παλιών καφενείων, που είταν ανοιχτά σε εικοσιτετράωρη σχεδόν βάση.
Ένα άλλο νόημα ζωής ο μπαρμπα-Νικολός έβρισκε στη ζωντανή επαφή του με υλοποιημένες εκφράσεις του παρελθόντος στο χωριό του. Όπου λιθανάγλυφο και αγιογραφία και ενεπίγραφη πλάκα και ξυλόγλυπτο τέμπλο, εκεί κι αυτός τις ώρες της σχόλης του ή τις ώρες της απουσίας του απ’ την πλατεία. Περισσότερο απηχούσε μέσα του ο μητροπολιτικός ναός, ένα χτίσμα του 1767. Δεμένος και με τα ιστορικά του και τις μορφές της λαϊκής του τέχνης, όχι σαν εκείνους τους απροβλημάτιστους και τους αδιάφορους, που μπαινοβγαίνουν στους παλιούς ναούς, χωρίς ρίγος συγκίνησης από τα πλαισιώματα της τέχνης τους και της ιστορίας τους... Ο μπαρμπα-Νικολός επικοινωνούσε με την τέχνη των περασμένων κι ήξερε κάποια γράμματα μια και είταν απόφοιτος του ελληνικού σχολείου του Λαύκου... Μικρά παιδιά μας έπαιρνε και μας διάβαζε λιθανάγλυφες επιγραφές, μας εξηγούσε και ανάγλυφες συνθέσεις στην πέτρα και στο ξύλο. Θυμάμαι και μνημονεύω τον άνθρωπο απ’ όπου πρωτοάκουσα αυτό που κανένα σχολείο και κανένα κατηχητικό δεν μου έμαθε ποτέ: Την εθνική ανάγκη να καλλιεργώ σχέσεις με τα λαϊκά δημιουργήματα των αιώνων.
Αν οι άλλοι τύποι διασκέδαζαν με τον τρόπο τους, φαιδρύνοντας την κακοβάσανη ζωή του τόπου τους, τούτος ο άνθρωπος περ’ απ’ αυτή την προσφορά, στάθηκε κοντά, συγκλονιστικά κοντά στις ανάγκες της καθημερινότητας των συντοπιτών του. Έζησε και χάρηκε και πρόσφερε ίσαμε τα γεράματά του, κι η πολύτιμη παρουσία του στην μικρή κοινωνία τονίστηκε περισσότερο με την αιώνια απουσία του...