Τοῦ Γιώργου Θωμᾶ
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Θεσσαλία» σε δέκα συνέχειες, στις 2, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 11, 12 και 13 Νοεμβρίου 1969. Εκτός από τις φωτογραφίες εδώ στην πρώτη δημοσίευση υπήρχαν και 4 άλλες φωτογραφίες από τις οποίες 3 του Δημ. Λέτσιου.
Ὅταν οἱ φίλοι μου παπα-Νικόλας Καϊμακάμης καὶ παπα-Πέτρος Καϊμακάμης μοῦ πρότειναν ἕνα ταξίδι στ’ Ἄγραφα, ἡ καρδιὰ μου ἀναγάλλιασε. Γεννήματα κι οἱ δυὸ ἐκείνων τῶν ἀπρόσιτων βουνῶν, εἶχαν τὴ διάθεση νὰ μὲ προετοιμάσουν ἀπὸ καιρὸ ψυχικὰ καὶ πνευματικὰ, νὰ μοῦ φωτίσουν πτυχὲς τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, νὰ μοῦ ἀνάψουν τὸ μεράκι γιὰ τὴ διερεύνηση τοῦ λαϊκοῦ βίου τῆς περιοχῆς. Κατάλαβα ἀπὸ τοῦτα ὅτι στὰ μέρη αὐτὰ ζεῖ ἀκόμα ἕνα αὐθεντικὸ κομμάτι τῆς Ἑλλάδας, καὶ κάθε μόχθος γιὰ τὴν προσπέλαση στοὺς ἄγριους τόπους τῶν Ἀγράφων θἄταν μικρὸς μπροστὰ στὴν ἀπόλαυση ποὺ θὰ χάριζε ἡ οἰκείωση μὲ παραδοσιακὲς μορφὲς, ὅπως παρουσιάζονται στὴν πηγὴ τους. Δὲν ἔπεσα καθόλου ἔξω. Γύρισα μ’ ἕνα βαρὺ φορτίο ἀπὸ ἐμπειρίες καὶ μνῆμες τῆς παλιᾶς Ἑλλάδας. Αὐτὲς νὰ ξαναζήσω θέλω τώρα μὲ σᾶς ἀναγνῶστες μου. Πρῶτα ὅμως ὀφείλω μιὰ ἐξήγηση: Δὲν ἔχω νὰ περιγράψω πολυτέλειες, οὔτε ν’ ἀναφερθῶ σὲ κατακτήσεις τοῦ σύγχρονου βίου. Στοιχεῖα μιᾶς ἁπλῆς ζωῆς, συντονισμένης στὰ σχήματα τοῦ χθὲς θὰ ὑπογραμμίσω, τὸν τύπο καὶ τὸ ὕφος ταπεινῶν ἀνθρώπων θὰ παρουσιάσω, ὅπως βγαίνει μὲς ἀπ’ τοὺς ρυθμοὺς τῆς καθημερινότητας. Πῶς ζεῖ αὐτὸς ὁ λαὸς τῆς σιγῆς στὴν ἄγρια ἐρημιὰ του, τὶ πιστεύει, ποιὰ ἡ ποιότητα τῆς ψυχῆς του, ἡ σκέψη του κι ὁ ὁραματισμὸς του. Κι ὓστερα τὸ τοπίο. Τοῦτο τὸ ἑλκυστικὰ ἀγριωπὸ τοπίο μὲ τὴν περήφανια τῶν βουνῶν καὶ τὴν ἔξαρση τῶν κορυφῶν. Τὴν αὐχμηρότητα, τοὺς βράχους, τὰ ρέματα, ποὺ βαθαίνουν μὲ τοὺς θρύλους καὶ τὰ παραμύθια, ποὖναι δεμένα μὲ τοὺς Κατσαντώνηδες, τοὺς Σταθάδες, τοὺς Καραϊσκάκηδες, τοὺς Λεπενιῶτες, τοὺς Καραούληδες... Γνωστὲς καὶ ἄγνωστες ἱστορίες πόνου καὶ περιπέτειας, ἀκατάγραφοι κι ἀνερμήτευτοι θρύλοι καὶ παραδόσεις, ἕνα γραφικὸ περιβόλι τῆς λαϊκῆς μας ψυχῆς, νὰ ζείτε τὴ γνησιότητά του καὶ νὰ ζωντανεύουν μπροστὰ σας ἀναδρομικὲς παρουσίες κι ἀνυπόταχτοι ἣρωες τῆς ζωῆς καὶ τῆς πάλας. Ἕνα γόνιμο δεκαήμερο μελέτης καὶ ἔρευνας στοὺς δυσπρότιτους χώρους τῶν Ἀγράφων θ’ ἀποτελέση ἀργότερα τὴ βάση γιὰ συστηματικὲς κι ἐπιστημονικὲς ἐργασίες.
Τὸ ταξίδι ἀπὸ τὴν πόλη μας συνεχίστηκε κανονικὰ ὣς τὸ Μουζάκι. Ἀπὸ κεῖ κι ὓστέρα θ’ ἀρχίσει ἡ μεγάλη περιπέτεια. Φορτωθήκαμε (ἡ παρέα μου κι ἐγὼ) στὴν καρότσα ἑνὸς φορτηγοῦ (ἄλλο μέσο συγκοινωνίας δὲν ὑπάρχει) ἄνθρωποι ἀνακατωμένοι μ’ ἀλεύρια καὶ κριθάρια καὶ μπαοῦλα καὶ σκοῦπες καὶ ξύλα, κάπου τριάντα ἄτομα μὲ ὅλα τὰ συμπράγαλα, κάτω ἀπὸ καυστικὸ καλοκαιριάτικον ἣλιο. Ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ ξεκινήσαμε κάποτε μὲ τρόμο καὶ ἀγωνία. Πόσο θὰ κρατήσει αὐτὸ τὸ ἐπικίνδυνο, τὸ ἀπάνθρωπα βασανιστικὸ ταξίδι; Ὅσο ἀνεβαίναμε ἀπὸ τὰ ριζὰ τῶν Ἀγράφων πρὸς τὸν κύριο ὄγκο τους, τόσο τὸ ἐρώτημα γίνονταν ἐπιτακτικότερο..
Ἔβλεπες τὰ ἀτίθασα καταράχια πάνω, τὰ φαράγγια κάτω, ὑπολόγιζες τὴν πιθανὴ πορεία μὲς ἀπ’ αὐτὰ, κοίταζες καὶ κεῖνο τὸν κακόδρομο - συνεχὴς χωματόδρομος μὲ λάκους καὶ νεροσυρμὲς καὶ βράχια παντοῦ - καὶ συνθλίβονταν τὰ σωθικὰ σου. Τὸ τοπίο ὅμως σ’ ἀποζημίωνε. Φοβερὸ καὶ τραχὺ στὴν ἀρχὴ, σὰν ἄγριο θηρίο ποὺ παρουσιάζει ἀπειλητικὰ τὰ δόντια του, ἡμερώτερο ἀργότερα. Γλυκαίνουν τὰ πλάγια, ὁ ἱδρώτας τῶν ἀγροτῶν ἐδῶ γίνηκε χωράφι γιὰ σιτάρι, τὸ πράσινο τοῦ κέδρου στὶς πλαγιὲς καὶ τοῦ πλατανιοῦ στὶς ρεματιὲς κεντάει μὲ τὶς δικὲς του πινελιὲς τὸ χέρσο τόπο. Κι ὅσο ἀνεβαίνουμε, τόσο ἡ σελίδα τῆς ἀγραφιώτικης πλάσης γίνεται ἀποκαλυπτικότερη. Ἡρεμεῖ ὁ κάμπος τῆς Θεσσαλίας πέρα, γιγαντώνεται τὸ στῆθος τῶν βουνῶν ἕνα - γύρω, πάνω καὶ κάτω, οἱ κορφὲς κοντινὲς καὶ μακρινὲς - σ’ ἄτακτη διάταξη, τινάζουν τὴν κωνικὴ σιλουέττα τους στὸν οὐρανὸ, ἡ αἴσθηση τοῦ ἄγριου μεγαλείου γίνεται βαθύτερη ὅσο περνᾶ ἡ ὥρα.
Φτάσαμε στὸ χωριὸ Πευκόφυτο, ὁ ὁδηγὸς σταμάτησε νὰ ξεκουραστεὶ ἡ μηχανή. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα μοῦ λένε ὁ δρόμος γίνεται χειρότερος, ὁ ἀνήφορος ἐξουθενωτικὸς, ἡ ἀγριότητα τοῦ τόπου σκληρὴ, σχεδὸν ἀπελπιστικὴ γιὰ τὸν ταξιδευτὴ. Δὲν ἄργησε νὰ ἔλθει ἡ διαπίστωση. Καθὼς ἀνηφόριζε τὸ φορτηγὸ ἁμάξι, αἰσθανόσουνα τὸ ἀγκομαχητὸ τῆς μηχανῆς, τὸ τράνταγμα τῆς καρότσας μὲ τὸ βαρὺ φορτίο, τὰ γκρέμνα ποὺ κατρακυλοῦσαν ἀπ’ τὶς βουνοκορφὲς καὶ σὺ, ἄλλοτε στὴ μέση, ἄλλοτε πιὸ ψηλὰ, σύριζα τοῦ χάους, ἔνιωθες τὴν ἀνασα νὰ κόβεται στὸ λαιμὸ, κρύος ἱδρῶτας νὰ περιλούει τὸ μέτωπο. Ἀπορεῖς καὶ ἐκπλήσσεσαι μπροστὰ στὴν πορεία τοῦ ὀχήματος σὲ κεῖνες τίς ἀπότομες, τὶς ὄρθιες στροφὲς μὲ τὴ χαλασμένη ἐπιφάνειὰ τους καὶ τὰ πολλὰ κοτρώνια. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ δονήσεις ξεπερνοῦνε τὸ συνηθισμένο, χάνεις τὸν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ του, ὁ ἀπελπισμὸς σὲ κυριεύει. Καθὼς συγκλονίζονταν ὁλόκληρο τὸ φορτηγὸ, ὁ ἕνας χτυπούσε μὲ βίαιες κινήσεις στὴν πλάτη τοῦ διπλανοῦ του, τιναζότανε πάνω, ἔπεφτε πάλι κάτω, οἱ ἀκρινοὶ ἔσπαζαν τὰ κεφάλια τους στὰ ξύλα τῆς καρότσας, χέρια, πόδια μουδιασμένα καὶ μπλεγμένα ἀνάμεσα σὲ τσουβάλια, κουτιὰ καὶ δέματα, ἕνα συνονθύλευμα σάρκας καὶ ἀψύχου ὑλικοῦ κι ἕνας πεισματικὸς ἀγώνας νὰ κρατηθεῖς στὴ θέση σου ζωντανὸς σὲ κεῖνες τὶς τυραννικὲς ἀναβάσεις. Τώρα πιὰ θ’ ἀρχίσει ἡ δυναμικὴ παρουσία τοῦ ἔλατου, ἑκατοχρονίτικα δέντρα ντύνουν τὴ γυμνὴ πέτρα, σκιάζουν χαράδρες, κρέμονται πάν’ ἀπ’ τὰ βράχια, δημιουργοῦν ἁρμονικὸ διάκοσμο μὲ τὴν ὀξύτητα τῶν κορυφῶν καὶ τῶν γήϊνων ἀνατάσεων. Κι’ ἕνα - γύρω σιγὴ και πυκνὴ μοναξιὰ. Ὁ τόπος εἶναι παραδομένος ὁλόκληρος στ’ ἀγρίμια και τὰ ὄρνια στὶς ἄλλες μικροζωὲς ποὺ χαίρουνται τὴν αἰώνια ἐρημιὰ καὶ τὴν ἀνάπαψὴ τους. Ἐδῶ κι ἐκεῖ μονάχα κάποιο γίδι θὰ κατρακυλήσει ἕνα βράχο, θ’ ἀντηχήσει ἕνας θόρυβος κι ὓστερα πάλι ἡσυχία. Σὰν περάση καὶ τοῦτο τὸ αὐτοκίνητο ἡ σιγὴ θὰ πήξει παντοῦ, ὥς τὸ βράδυ ποὺ θὰ γυρίσει τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Δεύτερο ὄχημα δὲν ταξιδεύει τὴν ἴδια μέρα.
Στὸ ὕψωμα «Στουρνέα» ὁ τόπος παίρνει μιὰ πρωτογνώριστη ἀγριότητα. Ὁ γκρεμὸς γίνεται κάθετος, βράχια θεόρατα κρέμονται πάνω ἀπ’ τὸ δρόμο, ὁ τελευταῖος στενεύει ἀπελπιστικὰ, οἱ δεξιοὶ τροχοὶ τοῦ φορτηγοῦ κυλοῦν στὸ χεῖλος τῆς ἀβύσσου, ποὺ ξανοίγεται κάθετα σὲ βάθος χιλίων μέτρων. Κάνεις νὰ κοιτάξεις, βλέπεις τὸ βάραθρο καὶ σὲ κυριεύει ἴλιγγος, τὸ σῶμα παραλύει καὶ παραδίνεται στὴ μοίρα. Ἀπέναντι μακριὰ δεσπόζει ἡ γυμνὴ κορυφὴ «Τύμπανος» στεφανοζωσμένη μὲ χιόνια στὴν καρδιὰ τοῦ καλοκαιριοῦ. Ὑπάρχει μιὰ ἱστορία αἳματος ἐδῶ. Κάθε χειμώνα ὁ τόπος μαστιγώνεται ἀπὸ δαιμονισμένον ἀνεμοστρόβιλο, βαριοὶ ὄγκοι σύννεφου κατεβαίνουν καὶ χάνεται ὁ κόσμος. Χάνεται στὴν κυριολεξία ὅποιος τύχει καὶ περνοδιαβαίνει ἀπὸ τὸ μονοπάτι τῆς κορφῆς, τὸν σαρώνει ὁ ἄνεμος καὶ τὸν γκρεμίζει στὰ βάθη τῆς χαράδρας. Κάπου πενήντα ἄνθρωποι ἔχασαν τὴν ζωὴ τους ὥς τώρα σὲ κεῖνο τὸ στοιχειωμένο χῶρο. Ἕνας μάλιστα τσακίστηκε, μὰ κέρδισε τελικὰ τὴ ζωὴ του. Γυρνάει ἀνάπηρος στὸ Μουζάκι καὶ διηγεῖται τὴν κοσμοχαλασιὰ ποὺ ἀντιμετώπισε στὸν «Τύμπανο».
Μοῦ τὰ λένε αὐτὰ οἱ συνοδοὶ μου τὴν ὥρα ποὺ μιὰ συντροφιὰ κοριτσιῶν στοιβαγμένων κι αὐτῶν στὴν καρότσα τοῦ φορτηγοῦ, ἐξαντλεῖται στὰ τραγούδια. Τραγούδια τοῦ τόπου, γνήσια ἑλληνικὰ, ποὺ φαιδρύνουν τὴν ἀτμόσφαιρα κι άποτελοῦν γιὰ μένα τὴν εἰσαγωγὴ στὸ λιβάδι τοὺ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ τῆς περιοχῆς, ποὺ θὰ χαρῶ στὴν περιπλάνησὴ μου ἐκείνη.
Πέρασε ὥρα, φτάσαμε στὸ σταυροδρόμι τοῦ χωριοῦ τους, κατέβηκαν οἱ κοπελιὲς, τὸ αὐτοκίνητο «καβαλίκεψε» ράχες, ἄρχισε νὰ κατεβαίνει. Ἡ ἐποποιΐα τοῦ ἔλατου παντοῦ, ὁ θρίαμβος τοῦ τρεχούμενου νεροῦ στὶς πλαγιὲς, στὸ δρόμο, μιὰ ἠρεμιστικότερη ὄψη τῆς γῆς ἕνα γύρω. Τὸ βουνὸ γαληνεύει τώρα παύει νὰ ἐπιβάλλεται μὲ τὴν πρωτινὴ του τραχύτητα, τὸ τοπίο ξεδιπλώνεται ὁμαλότερο, κοτσύφια καὶ κίσσες ἰχνογραφοῦνε τὸν ἀέρα, σιλουέττες προβάτων ταράζουν μὲ βελάσματα τὴν ἀπόλυτη μοναξιὰ, καλύβια καὶ σπίτια δῶθε κεῖθε ἐμψυχώνουν τὸ τοπίο καὶ τὸ ἐγκαρδιώνουν. Καὶ πέρα μακριὰ ὄγκοι βουνῶν καὶ κορφὲς ὁλόγυμνες. Οἱ συνοδοὶ μου ξεχωρίζουν μία, τὴ δείχνουν. Εἶναι ἡ «Καράβα». Τ’ ὄνομά της τὸ χρωστάει στὸ σχῆμα της. Μοιάζει μὲ τιτανικὸ καράβι ποὺ πῆγε καὶ πέτρωσε ἐκεῖ στὰ δυόμιση κοντὰ χιλιάδες μέτρα ψηλὰ. Ἀχαλίνωτη κι ἡ λαϊκὴ φαντασία τοῦ ἔδωσε προεκτάσεις καὶ τὸ καπλάντισε μὲ τὸ θρύλο: Ἐδῶ «κάθησε» - λέει - ἡ κιβωτὸς τοῦ Νῶε, σὰν ἀποσύρθηκαν τὰ νερὰ, μετὰ τὸν Κατακλυσμὸ. Κι ἔγινε πέτρα κι ἀπὸ τότε φαντάζει μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, μυθικὸ καὶ θρησκευτικὸ στολίδι τῶν Ἀγράφων.
Εἶχαν περάσει τέσσερις ὧρες βασανιστικοῦ μὰ καὶ ἄκρα ἐνδιαφέροντος ταξιδιοῦ μὲ κεῖνο τὸ ἡρωϊκὸ ἀληθινὰ αὐτοκίνητο, ὅταν μπήκαμε στὸ μεγάλο ρέμα. Ἐδῶ πιὰ ὁ δρόμος ἐξαφανίζεται, τὸ φορτηγὸ περνάει μὲς στὸ νερὸ, σείεται καὶ τραντάζεται ὁλάκερο, πατῶντας τὶς μεγάλες κροκάλες. Πάνω στὴν καρότσα ἄνθρωποι κι ἐμπορεύματα γίνονται ἕνα, χτυποῦν καὶ χτυπιένται ὅλοι, ἡ δοκιμασία κορυφώνεται, τὸ ὄχημα ὅλο καὶ τραβάει σὰ σὲ τρικυμισμένη θάλασσα. Ὡστόσο ἀντέχει, δὲ λυγάει. Καὶ προχωρεῖ, ἴδιο μὲ δράκοντα ποὺ βρυχιέται ἄγρια στὸ ρέμα, διαταράζοντας τὴ συμφωνία τοῦ νεροῦ καὶ τῶν πουλιῶν. Λίγη ὥρα ἀκόμα διαδρομὴ καὶ σταματάει. Βρισκόμαστε πιὰ στὸ «Νασιώκα», τοποθεσία μ’ ἕνα μαγαζάκι, τίποτ’ ἄλλο. Κοιτάζω τὸ ρολόϊ. Πέντε ὧρες παρὰ πέντε λεπτὰ ἀπὸ τότε ποὺ ξεκινήσαμε ἀπὸ τὸ Μουζάκι! Πέντε ὦρες ταξίδι μὲ τέτοιο ἁμάξι σὲ τέτοιο δρόμο! Τὸ τέρμα μιᾶς περιπετειώδικης διαδρομῆς καὶ ἡ ἀρχὴ μιᾶς δραματικῆς πορείας μὲς στὴ νύχτα τῶν Ἀγράφων.
Φορτωμένοι γιὰ καλὰ πήραμε τὸ μονοπάτι γιὰ τὴ Στεφανιάδα. Εἶχε βασιλέψει πιὰ ὁ ἥλιος, ἡ πορεία εἴταν μακρινὴ, ἡ ἀγραφιώτικη νύχτα κατέβαινε ἀπειλητική, φεγγάρι δὲν ὑπῆρχε. Χαίρεσαι ὅμως τὸ τοπίο σὰν τὸ περπατᾶς. Βῆμα τὸ βῆμα, ἀκολουθώντας τὴν «ἁγία βραδύτητα» χορταίνεις τὶς λεπτομέρειες τοῦ ἐδάφους, ζεῖς μὲ τὴ ψυχὴ τὰ πράγματα γύρω σου. Κάθε στιγμή, κάθε λεπτὸ γεμίζεις ἀπὸ χρώματα κι ἀρώματα καὶ χίλιες ἐντυπώσεις, ποὺ κατασταλάζουν φυσιολογικὰ μέσα σου καὶ γίνονται ὕλη πιὰ τῆς ψυχῆς. Εἶναι τὸ μέγα κέρδος τῆς πορείας.
Περπατούσαμε ἡ βολιώτικη συντροφιὰ παρέα μὲ τὸ γραμματέα τῆς κοινότητας Στεφανιάδας Λάζαρο Βαΐου, τὸ Φάνη Καραγεῶργο, τὰ παιδιά τους τὸ Βασιλάκη καὶ τὴ Γιαννούλα, τὸ μπαρμπα - Κώστα Στεργίου μέσα σ’ ἀτέλειωτο κουβεντολόι. Εἴταν ὁ μόνος θόρυβος - μαζὶ μὲ τὸ ὑγρὸ μούρμουρο - ποὺ τάραζε τὴ σιγὴ τοῦ βραδινοῦ. Δίπλα στὸ ποτάμι ποὺ τροφοδοτεῖ τὸν Ἀχελῶο, πότε κάτω ἀπ’ τὰ πλατάνια, πότε στὰ μονοπάτια ποὺ ἀνεβοκατεβαίνουν μὲς στὰ πουρνάρια μιὰ πορεία ὀδυνηρὴ πάνω σὲ πέτρες. Εἶναι ἡ πέτρα τὸ σκληρὸ στολίδι τῶν Ἀγράφων, μαζὶ μὲ τὸ σγουρὸ πουρνάρι. Χιλιάδες, ἑκατομμύρια βράχια παντοῦ, σκληρὰ καὶ πολύγωνα, ἀποτελοῦσαν κάποτε σωματώδεις βράχους ποὺ κατρακύλησαν ἀπ’ τὶς κορφές, τσακίστηκαν κι ἔλειωσαν καὶ στρώθηκαν ὁλοῦθε σὰν τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας.
Ἀφήσαμε τὸ ποτάμι κι ἀνηφορίσαμε σὲ πλαγιά, τραβώντας πάντοτε στὰ νοτιοδυτικά. Ἐδῶ ὁ τόπος παίρνει προεκτάσεις στὸ χρόνο, δεξιὰ κι ἀριστερὰ τοῦ δρόμου μισοανοιγμένοι τάφοι σημαδεύουν καιροὺς ἀμνημόνευτους. Ἀκούραστος ὁ γραμματικὸς τῆς Στεφανιάδας, μὲ παίρνει ἀπὸ τὸν ἕναν, μ’ ὁδηγεῖ στὸν ἄλλο. Μὲ κατατοπίζει πάνω στὴν πληθώρα τὼν τάφων ποὺ «ξεφυτρώνουν» ὁλοῦθε στὴν περιοχή, ἀναφέρεται σὲ περιστατικὰ ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ὕπαρξη αὐτῶν. Ἄνοιξαν πέρυσι κάποιο τάφο κι ἐκπλαγήκανε ἀπὸ τὸ μῆκος τοῦ σαθρωμένου σκελετοῦ. Τὸν μετρήσανε μάλιστα καὶ βρήκανε τοῦτο τὸ καταπληκτικό: Δύο μέτρα καὶ πενηνταπέντε ἑκατοστὰ ὁ ἀνθρώπινος σκελετός!
Εἶναι ἀπὸ τὰ ἀνερμήνευτα φαινόμενα τοῦτο, πουθενὰ ποτὲ δὲν ἄκουσα γιὰ τόσο μακρὺ σκελετὸ. Ὡστόσο οὑδέποτε γίνηκε συστηματικὴ ἔρευνα ἀπὸ ἁρμοδίους στοὺς τάφους αὐτοὺς - κιβωτιόσχημοι ὅλοι - ποτὲ ἡ ἐπιστημονικὴ Ἑλλάδα δὲν ἔδωκε τὸ παρών της στὰ κακοτράχαλα τοῦτα μέρη. Μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ’ναι ὅλοι στὴ διάθεση τοῦ καθένα, νὰ χάνουμε ἔτσι στοιχεῖα πολύτιμα γιὰ τὰ περασμένα τών Ἀγράφων καὶ τῆς πατρίδας.
Πάνω στὰ οὐράνια τὰ αἰώνια ἄστρα ἔμειναν τὰ μόνα νὰ φωτίζουν τὸ διάβα. Σουρούπωσε, κι ὁ δρόμος εἶναι μακρύς. Ὁ ἀνήφορος συνεχίζεται. Δίνει ὅμως ὁ Θεὸς δύναμη καὶ ἀντοχὴ σὲ τέτοιες ὧρες. Βλέπεις ἀπὸ πάνω καὶ ἀπέναντι τὰ βουνὰ νὰ σκουραίνουν, χωρὶς ὑποψία ἀνθρώπινης ζωῆς πουθενά, καὶ νιώθεις τὰ πάντα νὰ ἐξαϋλώνονται στὸ χρυσὸ φωτισμὸ τῶν ἄστρων. Εἶναι στιγμὲς ποὺ ὁ καθένας γίνεται ἐσωστρεφής. Ἀπαλαγμένος ἀπὸ τοὺς ἐξωτερικοὺς ἐρεθισμοὺς τῶν πραγμάτων, χωρὶς καμιὰ σχεδὸν ἐνόχληση τῆς ἀκτινοβολίας τῶν ἀντικειμένων, στρέφεσαι στὸν ἑαυτό σου ν’ ἀνασκαλίσεις μνῆμες καὶ συγκινήσεις, νὰ πάρεις ἔτσι ὑπόσταση καὶ νόημα βαθὺ καὶ νὰ μεταπηδήσεις σ’ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο πνευματικότητας καὶ ἀνατεινόμενης ζωῆς. Ν’ ἁπλωθεῖς τέλος ὣς ἐπάνω καὶ πέρα, νὰ γίνεις ἕνα μὲ τὴν ὕλη τῆς νύχτας, στοιχεῖο καλόβολο τῆς φύσης, γιὰ ν’ ἀγγίξεις τοὺς σκοποὺς τῆς Δημιουργίας. Ὅλ’ ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου συμπυκνωμένη μέσα σου, καταμεσίς τῆς ψυχῆς σου ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς πλάσης. Ἄς περπατᾶς μ’ ἕνα φορτίο στὴ ράχη σου κι ἄς ἔχεις δρόμο μακρὺ νὰ διανύσεις.
Προχωροῦσα ὁλομόναχος γιὰ ὥρα μέσα στὴν ἀκραία γαλήνη τοῦ βουνοῦ, ἦλθε, κοντά μου ὁ Βασιλάκης, μοῦ μιλοῦσε γιὰ τοῦτα, μοῦ ἀνιστοροῦσε ἐκεῖνα:
- Τὶ δὲ πιστεύιτε κύριε στὰ φαντάσματα;
Ὥρα νὰ σφυγμομετρήσω τὴν ὑφὴ τῆς ψυχῆς του, ποῦναι προέκταση τῆς ψυχῆς τῶν ἀγραφιωτῶν.
- Λέγε λοιπὸν Βασιλάκη, ἄκουσες τίποτα ἐδῶ;
- Δὲ πάει πολὺς καιρὸς ποὺ οὑ θεῖος μου (μοῦ τὸν ὀνομάτισε ἀλλὰ δὲ θυμᾶμαι τώρα τ’ ὄνομά του) προχωροῦσε νύχτα σ’ αὐτὰ τὰ μέρη. Εἶταν κι ἄλλος ἕνας μαζί του καὶ κεῖ ποὺ περπατοῦσαν εἴδανε ξαφνικὰ μπροστὰ τσ’ ἕνα στρατιώτ’. Ἔλαμπαν τὰ σπαθιά τ’ κί τ’ ἄρματά τ’. Βρὲ ποιὸς εἶσι τοῦ λένε; καμιὰ ἀπάντησ’. Τρέχ’νε νὰ τοὺν πιάσ’νε κὶ μόλις τὸν ζύγουσαν, οὑ στρατιώτ’ς χάθ’κι μπρουστὰ στὰ μάτια τσ’. Κι ἄλλα πόσα ἀκόμα τέτοια;
Κείνη τὴν ὥρα τὸ δωδεκάχρονο παιδὶ τῆς Στεφανιάδας μοῦ μιλοῦσε μὲ τὴ γλώσσα τῶν χωριανῶν του. Τὸ διαπίστωσα κι ἀργότερα, ὅταν ἀναστρεφόμενος με γνήσιους ἀνθρώπους τῆς περιοχῆς, εἶδα τὴν πίστη τους στὰ ἐξωγήινα πλάσματα καὶ τὰ δαιμονικά.
Ἀπὸ κοντά μου οἱ παπάδες, ὁ γραμματέας ἔχουν στήσει κουβεντολόι «ἐν πορεία». Μοῦ φωνάζουν νὰ σταθῶ, γιατὶ ὁ δρόμος γίνεται ἐπικίνδυνος. Στενεύει πολὺ καὶ κάτω στὰ δεξιὰ χάσκει βάραθρο. Πιὸ πέρα ἐξάλλου ἡ κλίση τοῦ βουνοῦ μεγαλώνει ἀπίθανα, καὶ κατρακυλοῦν βράχια. Ἔτσι καὶ σὲ βρεῖ ἕνα στὸ ἔξαλλο κατοσκύλισμά του, πᾶς χαμένος. Θὰ ἐξαφανιστεῖς στὰ φαράγγια καὶ τὰ ρέματα.
Περνούσαμε ἕνας - ἕνας μὲ στρατιωτικὰ ἅλματα, οἱ ὑπόλοιποι στέκονταν πίσω μὲ τεντωμένο ἀφτὶ νὰ εἰδοποιήσουν ὅταν θ’ ἀκούγονταν νὰ πέφτει βράχος. Δὲν πήραμε εὐτυχῶς τέτοια λαχτάρα. Μὲς στὸ σκοτάδι ὅμως ξεχώριζες κείνους τούς ὀγκόλιθους νὰ κρέμονται κυριολεκτικὰ πάν’ ἀπ’ τὸ κεφάλι σου, φόβος καὶ τρόμος τοῦ διαβάτη. Τοῦτοι οἱ ἀεροκρέμαστοι βράχοι σὲ συνοδεύουν γιὰ ὥρα, ἡ μεγάλη ὅμως κλίση τοῦ ἐδάφους δὲ λείπει, γι’ αὐτὸ κι ὅλη ἡ πορεία εἶναι ἔκτακτα ἐπικίνδυνη.
Μὲ τέτοιαν ἀπειλὴ νὰ κρέμεται ἀπὸ πάνω, περνοῦσαν οἱ ὧρες, μία, δύο, τρεῖς... Τὸ σκότος εἶχε πήξει, στὸ ἀντικρινὸ βουνὸ τὸ χωριὸ «Κουμπουριανά» ἀνοιγόκλεινε τώρα τὰ μάτια του μὲς ἀπ’ τὸν ὡχρὸ φωτισμό του. Ἡ πρώτη ὑπόνοια ζωῆς στὴν τρίωρη πορεία. Ἦλθε κι ἄλλη σὲ λίγο. Καθὼς φτάσαμε σ’ ἕνα καλυβάκι στὰ δεξιὰ τοῦ δρόμου, ἡ κυρὰ - Κώσταινα ἄκουσε κουβέντα, πῆρε τὴν καντήλα (πρωτόγονο λυχνάρι μὲ πετρέλαιο) καὶ βγῆκε νὰ μᾶς... φέξει. Μᾶς χαιρέτισε ὅλους, δίνοντας ἐγκάρδια τὸ χέρι της. Εἴταν τὸ πρῶτο καλωσόρισμα ἀπὸ τὸ ἔμψυχο περιβάλλον τῶν Ἀγράφων, τρανὴ παρηγοριὰ σὲ τέτοιες ὧρες...
Φύγαμε πάλι, μπήκαμε στὸ δρόμο, ὕστερ’ ἀπὸ λίγο λοξοδρομήσαμε στὸ κατηφορικὸ μονοπάτι. Κατεβαίναμε πιὰ γιὰ τὴ «Ρωμιά», τὸ μακρινὸ οἰκισμὸ τῆς Στεφανιάδας. Τώρα τὸ περπάτημα γίνηκε δύσκολο, χρειάζονταν νὰ προχωρήσεις μὲ τὰ τέσσερα δῶ κι ἐκεῖ, νὰ κρεμαστεῖς ἀλλοῦ μέχρις ὅτου βρεῖς τὴ συνέχιση τοῦ δρομίσκου. Χωρὶς φῶς. Χέρι μὲ χέρι μερικὲς φορὲς, μὲ ψαχουλευτὰ βήματα κατεβαίναμε γλιστρώντας. Ἀλλὰ ἡ ὀδυνηρὴ πορεία πῆρε κάποτε τέλος. Βγήκαμε μπροστὰ στὸ σπιτάκι τοῦ γραμματέα, ἕνα ξεμοναχιασμένο ἡμιδιώροφο χτίσμα, πνιγμένο στὰ δέντρα καὶ τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας. Μὲς στὴ μεγάλη αἴθουσα, ποὺ χρησιμοποιεῖται καὶ γιὰ σχολεῖο τοῦ συνοικισμοῦ δυὸ καθιστὲς φιγοῦρες ἡ ἐνενηντάχρονη βάβω Μαρίνα μὲ τὴ νύφη της κυρα - Κωστάντζα, εἶχαν παραδοθεῖ στοὺς συλλογισμούς τους κάτω ἀπ’ τὸ ὠχρὸ φῶς τῆς καντήλας, ἀνύποπτες γιὰ τοὺς ξένους, ποὺ ὕστερ’ ἀπὸ τρισήμιση ὧρες βηματισμὸ καὶ πέντε ὧρες πορεία μὲ τὸ φορτηγό, εἴδαμε τὸ σπιτάκι σὰν ἀντέρεισμα μεγάλης ἐλπίδας καὶ χαρᾶς. Στὴν ἄκρη ὁ πίνακας μὲ γραμμένη ἀκόμα τὴν τελευταία προσευχή τῆς χρονιᾶς, παράμερα τὰ ἄδεια θρανία, στὴ γωνιὰ τὸ ἀγροτικὸ τηλέφωνο τῆς συνοικίας. Ὅλα ὑποβάλλανε τὸν τόνο τῆς ζεστασιᾶς καὶ τῆς ψυχικῆς θερμοκρασίας στὸ ἄγνωστο καὶ λιτὸ ἐκεῖνο σπιτάκι ποὺ τὸ γέμισαν θερμὲς ἀνθρώπινες καρδιές.
Ἔξω ἡ γαλήνια νύχτα τῶν Ἀγράφων βάθαινε στὰ μυστικά της καὶ τὴν παρθενικότητά της...
Τὸ ξημέρωμα στὴ Ρωμιὰ τῆς Στεφανιάδας ἦρθε μέσα σὲ κελαδήματα πουλιῶν καὶ γλυκοὺς ἀνασασμούς τοῦ πράσινου κόσμου. Γέμισαν φῶς τὰ δέντρα, οἱ βράχοι, οἱ κορφὲς ἕνα - γύρω. Ποῦ εἶναι ὅμως τὰ σπίτια; Πρέπει νὰ πᾶς ψηλὰ νὰ τ’ ἀντικρίσεις τὸ ἔδαφος εἶναι πολὺ ἀνώμαλο, κι ὅλα παίζουν κρυφτούλι μὲ τὸν πράσινο διάκοσμο. Σπιτάκια ξεκομμένα τόνα μὲ τ’ ἄλλο - καμιά δεκαπενταριὰ ὅλα - ὅλα χωρὶς ἁρχιτεκτονικὴ ἰδιαιτερότητα. Διακριτικὸ μονάχα σοιχεῖο τῶν οἰκημάτων ἡ λότζα, μιὰ παραλληλόγραμμη προεξοχὴ τῆς στέγης στὸ μέγεθος τοῦ πέτρινου μπαλκονιοῦ ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὸ σκέπαστρό του. Εἶναι δίριχτη, κι ὅπως φαντάζει ἀπὸ κάτω ὁ ξύλινος σκελετός της ὁλόκληρος, ἐναρμονίζεται τὸ κάθε χτίσμα μὲ τὸ δέντρινο κόσμο τῆς περιοχῆς. Τὸ πρόσθετο τοῦτο ἐξάρτημα ἀποτελεῖ γνώρισμα τῶν σπιτιῶν ὅλων τῶν χωριῶν τῆς περιοχῆς. Οἱ πολίχνες αὐτὲς - εἴκοσι ὅλες μὲ δέκα - δώδεκα μόνο χιλιάδες κατοίκους σήμερα - ἀποτελοῦν τὴν Ἀργιθέα - ἀπὸ τὸν ἄλλοτε ὁμώνυμο δῆμο - κι ἔχουν πάμπολλα κοινὰ χαρακτηριστικά. Σκαρφαλωμένες πάνω στὰ κατσάβραχα τῶν θεσσαλικῶν Ἀγράφων, συγγενεύουν πολὺ στενὰ στὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ τῶν κατοίκων κι ὁ λαϊκὸς πολιτισμός τους παρουσιάζει μιὰν ἀπίθανη ὁμοιομορφία. Τοὺς ἴδιους κύκλους τῆς ἐθιμοταξίας ποὺ συναντοῦμε σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Ἀργιθέας, τοὺς βρίσκουμε καὶ στ’ ἄλλο. Συνεπῶς ὅταν ἀναφέρομαι σὲ παραδοσιακὲς συνήθειες τῆς Στεφανιάδας, θὰ ξέρουμε πὼς αὐτὲς ἀποτελοῦν κοινὸ γνώρισμα τῶν χωριῶν τῆς περιοχῆς.
Ἔφεξε λοιπὸν ἡ μέρα στὴ Ρωμιά, μὰ ὁ ἥλιος ἀκόμα νἀ φανεῖ. Θὰ πάει ὀχτὼ τὸ πρωΐ - καρδιὰ τοῦ καλοκαιριοῦ - καὶ τότε θὰ ξεμυτίσει ὁ μέγας φωτοδότης πάν᾽ ἀπ’ τὴν «Ἰτιά». Ἐδῶ ὁ τόπος δὲν ἔχει ὅρίζοντα, εἶναι σὰ μιὰ τεράστια χοάνη, γύρω - γύρω τὰ βουνὰ καὶ σὲ μιὰ ὑποψία ἥμερης πλαγιᾶς ἡ Στεφανιάδα, χίλια κοντὰ μέτρα ψηλὰ ἀπὸ τὴ θάλασσα. Γέρνουν θαρεῖτε σπίτια καὶ βουνὰ νὰ κυλήσουν στά ρέματα ποὺ σεγοντάρουν τὸ τραγούδι τῆς ἀπέραντης σιγῆς. Σιγοῦν ὅλα ἐδῶ. Οὔτε αὐτοκίνητο, οὔτε μηχανή. Δὲ μπῆκε ἀκόμα τὸ μηχανάκι στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἀγρότη, ὅλα, ὀργώματα, θερίσματα, ἁλωνίσματα στὰ λιλλιπούτεια χωράφια, ψεκάσματα καὶ τὰ τέτοια γίνονται μὲ τὰ χέρια καὶ τὴ βοήθεια τῶν ζώων. Σέβονται τὴν ἡσυχία καὶ τ’ ἀεροπλάνα. Ἄγραφα, μιὰ φορὰ μονάχα ἄκουσα ἀεροπλάνο. Κι αὐτοῦ ὁ ἦχος εἶταν ἀπόκοσμος, ἔρχονταν ἀπὸ πολὺ μακριά.
Νομίζεις πὼς ζεῖς σὲ καιροὺς περασμένους, στὴν ἀρσενικὴ ποίηση τοὺ ἀρότρου καὶ τοῦ δρεπανιοὺ, τότε ποὺ ὅλα βρίσκονταν στὴ μαλακὴ κλίμακα τῆς ἀρμονίας καὶ τῆς γαλήνης. Σταμάτησε ὁ χρόνος γιὰ τὴ γωνιὰ τούτη, τὰ ἐξυπηρετικὰ στοιχεῖα τοῦ νέου πολιτισμοῦ - ἔξω ἀπὸ τὸ τηλέφωνο καὶ τὸ ραδιόφωνο - μένουν ξένα, παρείσακτα γιὰ τὸν τόπο. Κανεὶς δὲ νιάζεται γιὰ τούτη τὴν ἔλλειψη. Τὸ ἀντίθετο μάλιστα συμβαίνει. Ἀδιάφοροι ὅλοι τους γιὰ τὸ τὶ διαδραματίζεται πέρα στὴν πολιτεία, ξεκομμένοι ἀπ’ τὸν κόσμο καὶ τὸν πολιτισμό, πιστοὶ στὴν ἀγάπη τους γιὰ τὴν παράδοση καὶ τὸ θεό, γεμάτοι ἀπὸ Ἑλλάδα ὣς τὸ στερνό τους κύτταρο, δεμένοι ἀξεχώριστα μὲ τὴ γὴ ποὺ τοὺς γέννησε, συνεχίζουν μὲ γέλια καὶ τραγούδια τὸ παραμύθι τῆς ζωῆς τους.
Ἕνας ἀντίλαλος χαρᾶς καὶ ἐργασίας εῖν’ ὁ βίος τους. Στὸ σπίτι, στὸ χωράφι, στὸ βουνό, στὰ μικρὰ ἁπλώματα ποὺ βγαίνουν τὰ βράδια καὶ τὰ λένε. Κουβέντα γιὰ τὸ τίποτα τῆς καθημερινότητας. Γιὰ τὸ κατσίκι, τὸ γίδι, τὸ μποστάνι, τὸ νοικοκυριό ους, τὸν ἀγώνα τους τὸν ἀσύγαστο. Οἱ ἄντρες καὶ οἱ γέροι στὰ γίδια καὶ τὰ χωράφια, οἱ γυναῖκες κι οἱ κορασιές στοὺς μπακτσέδες γιὰ ποτίσματα καὶ συλλογὴ τῶν προϊόντων, στὶς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ. Κανεὶς ἐδῶ δὲν κάθεται. Ὅλοι θὰ ἐργαστοῦν. Καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ συνεπικουροῦν τοὺς μεγάλους στὶς ἀγροτικὲς ἐνασχολήσεις, καὶ οἱ γερόντοι - ὅσοι δὲν εἶναι τοῦ θανάτου - ἔχουν κι αὐτοὶ τὸ «πόστο» τους.
Καὶ οἱ νέοι: Ὤ, δὲν ὑπάρχουν νέοι στ’ ἀγραφιώτικα χωριά! Ὁ νιὸς πιά, τελειώνοντας τὸ δημοτικό, ἀποχαιρετάει πατρίδα καὶ γονικὰ καὶ γίνεται πολίτης τῆς πολιτείας. Ποιὸς ἀπ’ τοὺς νέους νὰ συντροφέψει σήμερα τὸν πατέρα του καὶ τὸ γέρο πάνω σ’ αὐτοὺς τοὺς βράχους τῶν Ἀγράφων; Ποιὸς νὰ δέσει τὸν ἑαυτό του μὲ τὴ μοίρα τῆς φτώχειας καὶ τῆς μιζέριας, στὰ ἄγονα ἐκεῖνα τοπία, τὴν ἐποχὴ πού, φανταχτερὴ καὶ προκλητικὴ κυρά, ἡ πόλη πέρα διαλαλεῖ μὲ χίλιους - δυὸ τρόπους τὰ μάγια της καὶ τὰ κάλλη της; Ἐδῶ καὶ τὸ βάδισμα ἀκόμα στὰ μονοπάτια τῶν χωριῶν καὶ τὶς γιδόστρατες εἶναι βασανιστικό. Κὶ ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι νὰ σεργιανίσεις, θὰ ὑποφέρεις. Θ᾽ ἀνεβεῖς ἀνηφοριές, θὰ δρασκελίσεις πεζούλια, θά κατεβεῖς χαράντρες. Θὰ περπατσεις ὄχι καλτιρίμια - ποῦ νὰ κατασκευαστοῦν τέτοια σὲ τοῦτα τὰ γκρέμνα καὶ τὶς κατηφοριές - ἀλλὰ σὲ δρόμους, ποὺ εὐφημιστικὰ λέγονται δρόμοι, ὅπου ἕνας - ἕνας περνάει. Δύσκολα νὰ βηματίσουν δύο πλάι - πλάι.
Χωρὶς ἡλεκτρικὸ φῶς, χωρὶς γιατρό, χωρὶς παπὰ συνήθως, χωρὶς τέλεια ταχυδρομικὴ ἐξυπηρέτηση, μὲς σ’ ἕνα τόπο γυμνωμένο ἀπ’ τὰ στοιχεῖα τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ, χωρὶς ἀνέσεις, εἶναι πολὺ δύσκολο - θἄλεγα ἀδύνατο - νὰ κρατήσεις τὰ νιάτα. Κι οἱ δάσκαλοι ἀκόμα, ποὺ τοὺς ἔλαχε ὁ κλῆρος νὰ ὑπηρετοῦν στὰ χωριὰ τῆς Ἀργιθέας, εἶναι μάρτυρες καὶ ἥρωες. Ἡρωοποιεῖται αὐτομάτως ὅποιος ἐκπαιδευτικὸς θητεύει σὲ σχολεῖο ἀργιθεάτικο, συμφωνεῖ ἀπόλυτα κι ὁ κ. ἐπιθεωρητὴς τῆς Β' Μαγνησίας, ποὺ γιὰ ἑφτὰ χρόνια δέθηκε μὲ τὸ χρέος νὰ ἐπιθεωρεῖ τοὺς δασκάλους τῶν Ἀγράφων. Στὶς ἐπιθεωρήσεις του μάλιστα, σὲ κεῖνες τὶς ἐπίπονες πορεῖες του στὰ στενοδρόμια, κινδύνεψε ἀρκετὲς φορὲς σὲ παραπατήματα τῶν ζώων νὰ κατρακυλήσει καὶ νὰ χαθεῖ στὰ φαράγγια.
Κι εἶν’ ἀκόμα καλοκαίρι. Ὅταν μπουρινιάζουν οἱ οὐρανοὶ κι ἀνταριάζεται ὁ τόπος ἀπὸ τοὺς «μαύρους» ἀγραφιώτικους χειμῶνες, ἡ ζωὴ τῶν κατοίκων παίρνει ἕνα τόνο ἀνυποψίαστα τραγικό. Τότε σταματάει κάθε κίνηση σχεδὸν στὰ χωριὰ καὶ τὰ βουνά, ὁ καθένας κλείνεται στὸ σπίτι του καὶ τὸν ἑαυτό του κι οἱ μέρες κυλοῦν ἐφιαλτικά, σχεδὸν ἀνυπόφορα γιὰ τὸν κόσμο. Τὸ ξέρουν καλὰ οἱ ἄνθρωποι καὶ γεμίζουν ἀπ’ τὸ καλοκαίρι ἀκόμα τὰ κονάκια τους καὶ τὶς ἀποθῆκες μὲ τροφὲς καὶ χρειαζούμενα εἴδη, γιὰ ν’ ἀπαλύνουν τὸ δράμα τῆς χειμωνιάτικης ζωῆς. Ὅσο τοὺς εἶναι δυνατό. Τραγωδία ὅμως ξετυλίγεται στὰ χωριά, σὰν πέσει κανεὶς στὰ βρόχια σοβαρῆς ἀρρώστιας κι ἡ ἀνάγκη μεταφορᾶς του στὴν πόλη καταντάει ἄμεση. Τὶ γίνεται τότε;
Τότε θὰ λάβει χώρα κάτι τὸ συγκινητικὰ δραματικό. Θὰ μαζευτοῦν δέκα γερὰ ἄτομα καὶ θ’ ἀναλάβουν τὸ μέγα δράμα τῆς μεταφορᾶς τοῦ ἀρρώστου στὴν πόλη. Ἄν τὸ χωριό τους πέφτει κοντίτερα στὸ Μουζάκι, θά πορευτοῦν μὲ τὸ ξυλοκρέβατο τοῦ ἀσθενοῦς σ’ αῦτό. Ἄν πέφτει πρὸς τὴν Ἄρτα, θὰ τραβήξουν ἐκεῖ. Ἄς ἔχει καὶ χιόνι, ἄς βρέχει κιόλας. «Ν’ ἀφήσουιμε ἄρρωστο χωρὶς νὰ τὸν πᾶμε στὴν πόλη; μοῦ λένε στὴ Στεφανιάδα, ποτέ. Τὶ μπορεῖ νὰ μᾶς σταματήσει; τίποτα. Καὶ τὶς νύχτες ἀκόμα τρέχουμε, κουβαλώντας ἄρρωστους ἀνθρώπους». Κι ἂς διανύουν ἑξήντα καὶ ἑβδομήντα χιλιόμετρα, φορτωμένοι τὸ ξυλοκρέβατο. Εἶναι ἀπίθανη ἡ ἔκταση τῆς τραχιᾶς ζωῆς τους στ’ Ἄγραφα. Κι ὅμως παραμένουν μὲ καρτερία καὶ φρόνημα ὑψηλό.
Δὲν τὄχουν τίποτα σχεδὸν ν’ ἀναλάβουν μιὰ μακρινὴ πορεία. Γνώρισα γέροντα ὀγδόντα ἀκριβῶς χρονῶ, τὸν μπαρμπα - Γιώργη Βαΐου ἀπὸ τὴ Στεφανιάδα, ποὺ σπάνια, ὅταν θέλει νὰ κατεβεῖ στὸ Μουζάκι, θὰ πάρει τὸ φορτηγό. Συνήθως θὰ πάει μὲ τὰ πόδια. Τὸ Πάσχα ὡστόσο ποὺ πέρασε, «ξεγελάστηκε» καὶ ἀνέβηκε στὸ ὄχημα. Τὸ μετάνιωσε ὅμως. Καὶ στὴν ἐπιστροφὴ του βασίστηκε ἀπόλυτα στὰ πόδια του. Πῆρε τὸ ραβδάκι του καὶ τὸ ταγάρι καὶ ὕστερ’ ἀπὸ ὧρες ὁλόκληρες πάνω στὰ μονοπάτια τῶν Ἀγράφων, γύρισε στὸ κονάκι του. Ἑξήντα - ἑβδομήντα χιλιόμετρα - εἴπαμε - ἀπόσταση. Μὰ κι ὁ ἴδιος περπατάει καθημερινὰ ἀπόσταση δέκα ὡρῶν περίπου! Πέντε ὧρες γιὰ ν’ ἀνεβεῖ στὶς κορφὲς ποὺ βόσκουν τὰ κοπάδια του κι ἄλλες τόσες γιὰ νὰ κατεβεῖ. Γι᾽ αὐτὸ κι ἡ μέρα δὲν τὸν βλέπει στὸ σπίτι του. Νύχτα τὸ πρωὶ φεύγει καί νύχτα τὸ βράδι ἐπιστρέφει. Ἔτσι στερήθηκα ὰπ’ τὴ χαρὰ νὰ φωτογραφήσω αὐτὴ τὴ βιβλικὴ φιγούρα τῆς περιοχῆς. Ἔχω ὅμως τὴ φωνή της στὸ μαγνητόφωνο. Νὰ τὴν ἀκούω καὶ νὰ θυμᾶμαι τὴν Ἑλλάδα.
Γνώστης αὐτῆς τῆς τραγωδίας ποὺ παίζεται βουβὰ στ᾽ ἀγραφιώτικα βουνὰ καὶ ἡ πολιτεία μας, τοὺς παραχώρησε μιὰν ἔκταση στὴν Ἐλάτεια τῆς Βοιωτίας. Νὰ φύγουν καὶ νὰ πᾶνε νὰ στήσουν ἐκεῖ τὸ νοικοκυριὸ τους. Δὲν τὸ δέχτηκαν πολλοί! Κολλημένοι πεισματικὰ στὰ βράχια τους, σὰ στρείδια ποὺ τὰ χτυποῦν τὰ κύματα, ἔχουν δέσει πιὰ τὴ τύχη τους μὲ τὴν ἄγονη γή τους δέκα - δώδεκα χιλιάδες ἀγραφιῶτες καὶ δαπανοῦν τὴν ἰκμάδα τους στὸν πιὸ κακοτράχαλο χῶρο τῆς πατρίδας. Ζοῦνε καὶ καρτεροῦνε. Ὄχι βέβαια νἄρθουν καλύτερες μέρες καὶ ν’ ἀνασάνουν. Ζοῦνε γιὰ τὰ ζῶα τους καὶ τὰ κτηματάκια τους, γιὰ τὰ παιδιά τους κυρίως. Νὰ τὰ μορφώσουν, νὰ τὰ καμαρώσουν σὲ πλεονεκτικότερη θέση ἀπὸ τοὺς ἑαυτούς τους, μέχρις ὅτου κλείσουν τοῦτο τὸν κύκλο τῆς ζωῆς στὸν τόπο πάλι ποὺ τοὺς γέννησε καὶ τοὺς ἄντρωσε.
Εὐγενικὰ κι ἀνθρώπινα ὀνείρατα μέσα στὴν ἄγρια πλάση τῶν Ἀγράφων.
Τὸ πρῶτο (γιὰ μᾶς) μεσημέρι στ’ Ἄγραφα ἔπεσε γλυκὸ μὲς σὲ άσίγαστη κουβέντα καὶ συζήτηση. Ἦρθαν ἀπ’ τὴ γειτονιὰ ὁ μπαρμπ’ Ἀντώνης κι ὁ μπαρμπα Δημήτρης, εἴπαμε πολλὰ γιὰ τὰ περασμένα τῆς Ἁργιθέας. Ἡ ζωντανὴ μνήμη τοῦ τόπου κι οἱ δυό, φιγοῦρες ποὺ δὲν τὶς πελέκησε ὁ πολιτισμός, μοῦ διηγήθηκαν τοῦτα, μοῦ ἀνιστόρησαν ἐκεῖνα. Μὲ κεῖνο τὸ ἁπλό, τὸ ἀνεπιτήδευτο ὕφος, ποὺ ἀντανακλᾶ τὴ γνησιότητα καὶ τὴν ἁγνότητα τοῦ λαοῦ μας. Ἄς εἶναι πάντα καλὰ μὲς στὰ εὐτυχισμένα γερατιά τους.
Ἡ κυρὰ Κωστάντου μὲ τὴν κόρη της τὴ Γιαννούλα ἔστρωσαν τὸ τραπέζι, κάθησαν οἱ ξένοι νὰ φᾶνε. Ἀποῦσες ὅμως οἱ νοικοκυρὲς ἀπ’ τὸ τραπέζι. Συνήθεια παλιὰ τῶν Ἀγράφων νὰ μὴ συμμετέχουν στὴν εὐωχία τοῦ φαγητοῦ οἱ γυναῖκες, ὅταν φιλοξενοῦνται ξένα πρόσωπα στὸ σπίτι. Στέκονται μόνον ὀρθές γύρ’ ἀπ’ τὸ τραπέζι νὰ περιποιοῦνται τοὺς ἐπισκέπτες. Μόλις ἀδειάση τὸ ποτήρι, τ’ ἁρπάζουν σχεδὸν ἀπ’ τὸ χέρι σου νὰ τὸ γεμίσουν. Κάθε ἔλλειψη τοῦ τραπεζιοῦ ἀναπληρώνεται ἀμέσως. Ἀκόμα καὶ τρεῖς νοικοκυρὲς νὰ ὑπάρχουν στὸ νοικοκυριό, θὰ στέκονται γύρω - γύρω ἀπ’ τὸ τραπέζι μὲ μιὰν ἑτοιμότητα στὴν ἐξυπηρέτηση, χαρακτηριστική. Τὸ διαπίστωσα ἄλλη μέρα στὸ κονάκι τοῦ μπαρμπ’ Ἀντώνη, ὅταν ἡ γυναίκα του κι οἱ δυὸ κόρες του εἶχαν κυκλώσει τὸ τραπέζι.
Τὸ πρῶτο φαγητὸ ποὺ θὰ προσφερθεῖ, εἶναι ἡ πίττα. Εἴτε μὲ γάλα, αὐγὰ καὶ τυρί, εἴτε μὲ χόρτα. Πάντα ὅμως φκιασμένες μὲ βούτυρο φρέσκο. Κι ὅλα ἀνεξαίρετα τὰ φαγητὰ παρασκευάζονται μὲ τέτοιο βούτυρο. Τὸ λάδι λείπει σχεδὸν ἀπὸ τὰ σπίτια τῶν Ἀγράφων. Σὰ συμπλήρωμα τοῦ φαγητοῦ προσφέρουν «κορφή» στὸ πιάτο. Κορφή λένε τὴ βουτυρωμένη ἐπιφάνεια τοῦ γάλατος, ποὺ τ’ ἀφήνουν στὸ δοχεῖο μιὰ μέρα κι ἀφοῦ τὴν ἀφαιρέσουν, χτυποῦν τὸ ὑπόλοιπο γάλα γιὰ νὰ βγάλουν τὸ βούτυρο.
Τέτοια κι ἄλλα δικά τους φαγητὰ θὰ γευτεῖ «ὑποχρεωτικὰ» ὁ ξένος στ’ Ἄγραφα. Θ’ ἀναφερθῶ σὲ τρία ἀπ’ αὐτά: Τὸν «παστό», τὸ «χουσμάρ’(ι)» καὶ τὸ «κραμποκούκ’(ι)». Ὁ παστὸς γίνεται μὲ καλαμποκάλευρο, κρεμμύδια, ἄνθη κολοκυθιῶν, βλίτα, τυρὶ καὶ βούτυρο. Ὅλ’ αὐτὰ τὰ ζυμώνουν, βάζουν τὸ μίγμα στὸ ταψί, ρίχνουν ἀπὸ πάνω καὶ «κορφή» καὶ τὸ ψήνουν στὴ γάστρα (=πρωτόγονο σύνεργο γιὰ τὸ ψήσιμο τῶν φαγητῶν καὶ τοῦ ψωμιοῦ). Τὸ «χουσμάρι» γίνεται μὲ ἀνάλατο τυρὶ καὶ καλαμποκάλευρο. Τ’ ἀνακατεύουν στὸ τηγάνι καὶ τὰ ψήνουν στὴ φωτιὰ, μέχρι νὰ λειώσει τὸ μίγμα καὶ νὰ πήξει. Τέλος τὸ «κραμποκούκι» παρασκευάζεται μὲ ἀλεύρι καλαμποκιοῦ καὶ σιταριοῦ. Τὸ ζυμώνουν καὶ ψήνουν τὸ καρβέλι μέσα στὴ σπρούχνη (= στάχτη ἀνακατωμένη μὲ ἀνθρακιά).
Εἶναι μιὰ χαρὰ νὰ βλέπεις τοῦτα τὰ παρασκευάσματα καὶ τοὺς πρωτόγονους τρόπους τοῦ ψησίματος στὴ γάστρα καὶ τὴ σπρούχνη. Κι εἶναι ἀπόλαυση νὰ τὰ γεύεσαι. Ἔχουν μιὰ νοστιμάδα, ἕνα πρωτόγνωρο ἄρωμα ποὺ δίνει τὸ φρέσκο βούτυρο καὶ κάθε νοικοκυρὰ βάζει ὅλη τὴ μαεστρία της νὰ τὰ φκιάσει καὶ νὰ τὰ ψήσει σύμφωνα μὲ τοὺς πατροπαράδοτους τρόπους.
Δὲν εἶναι ὅμως μονάχα ἡ γλυκιὰ γεύση, ποὺ προσφέρουν ὅλα τοῦτα. Εἶναι καὶ οἱ ἀναμνήσεις. Συμπύκνωση μήπως ἀναμνήσεων δὲν εἶναι ὁ παστός, τὸ χουσμάρι καὶ τὰ τέτοια, καθὼς ἔχουν περάσει ἀπὸ γενιὲς γενιῶν, γιὰ νὰ γίνουν λατρεμένα ἐδέσματα τῶν πατέρων; Ἐπινοήματα κι αὐτὰ τῆς προγονικῆς ψυχῆς, πόσα δὲν ἔχουν νὰ ζωντανέψουν, τὶ ἀνθρώπινες καταστάσεις καὶ πίνακες ζωῆς άπ’ τοὺς πιὸ σεβαστοὺς νὰ ἀνασυνθέσουν στὴ φαντασία! Ἐκείνη τὴ μικρὴ στιγμὴ ποὺ τὰ χαίρεσαι ποικιλότροπα, ἔχεις τὴν αἴσθηση τῆς διάρκειας, ποὺ παίρνει πιὰ τὸν τόνο τῆς αἰωνιότητας.
Αἰώνια κι ἡ φύση γύρω, ἡ ἄγρια, ἡ τραχιά, ἡ καπλαντισμένη μὲ ἀτελείωτες παραδόσεις καὶ ἱστορίες, αὐτὴ ἡ ἀφιλίωτη φύση τῶν Ἀγράφων, ἁρμολογεῖ τὸ ταιριασμότερο κάδρο γιὰ τὴν πλαισίωση καὶ τὴν ἐνίσχυση τῶν προβολῶν τῆς προπατορικῆς ψυχῆς. Μέσα σὲ τέτοιο περιβάλλον, ποὺ δὲν τὸ χάλασε οὔτε κἄν ὁ πολιτισμός, καὶ ἡ ἄχνα τῆς αἰωνιότητας κάθεται ἕνα - γύρω, κάθε συνεχιζόμενο σήμερα πατροπαράδοτο ἔργο δένεται μὲ τὸν περίγυρο χῶρο κι εὐθυγραμμίζεται ἀπόλυτα μ’ αὐτόν. Εἶναι νόμος αἰώνιος, κάθε πράγμα νὰ ζεῖ καὶ ν’ ἀνασαίνει μονάχα στὸν τόπο ποὺ πλάστηκε. Ἔξω ἀπ’ αὐτὸν φαντάζει παράταιρο καὶ ζημιώνει αἰσθητά.
Μίλησα γιὰ ἀσυνήθιστα παρασκευάσματα ποὺ ἔχουν σὰ βάση τὸ γάλα. Τοῦτο ἀποτελεῖ τὴ βασικὴ τροφὴ τῶν ἀγραφιωτῶν. Ἀπὸ κανένα τραπέζι δὲ θὰ λείψει ποτὲ τὸ τυρί, ἡ γιαούρτη, τὸ ἴδιο τὸ γάλα. Ἡ παραγωγή του δὲ σταματάει ποτέ. Πάμπολλα κοπάδια γιδιῶν βόσκουν χειμώνα - καλοκαίρι ἐκεῖ (τὸ χειμώνα ἢ κατεβαίνουν στὰ χαμηλώματα ἢ μεταφέρονται στὸν κάμπο). Ἐδῶ ὑπάρχει τοῦτο τὸ σχετικὸ χαρακτηριστικό: Ἡ φύλαξη τῶν κοπαδιῶν εἶναι ὑποτυπώδικη, χαλαρή. Ὁ βοσκὸς καθόλου σχεδὸν δὲν ἀπασχολεῖται μὲ τὴν ἐπόπτευσή τους, γιατὶ δὲν ὑπάρχουν «ζημιὲς» στὰ βουνά. Νύχτα καὶ μέρα βόσκουν ὁλομόναχα στὶς κορφές, στὰ πλάγια, στὰ ρέματα. Τὰ πρωινὰ καὶ τὰ βράδια, μόνο συνάζονται μόνα τους σὲ στροῦγγες, ὅπου οἱ νοικοκύρηδες πηγαίνουν καὶ τ’ ἀρμέγουν. Τ’ ἀφήνουν συνήθως ὕστερα νὰ συνεχίσουν τὴ βοσκή τους. Δὲν κινδυνεύουν ἀπὸ τίποτα. Οὔτε ἀπὸ κλέφτες, οὔτε ἀπὸ λύκους. Δὲν ὑπάρχει λύκος στ’ Ἄγραφα! Φαίνεται πὼς ἡ τρομερὴ ἀγριότητα τοῦ ἐδάφους ἀσκεῖ ρόλον ἐμποδιστικὸ στὴν προσπέλαση τῶν ἀγριμιῶν στὰ βουνὰ τοῦτα. Ἕνας μόνον ὁ κίνδυνος γιὰ τὰ συμπαθὴ τετράποδα: Τὰ γκρέμνα. Εἶναι πολλὲς οἱ περιπτώσεις, ποὺ πέφτουν καὶ τσακίζονται γίδια, γιὰ νὰ γίνουν στὸ τέλος ὄχι βορὰ τῶν ἀνθρώπων, μιὰ καὶ οἱ τελευταῖοι δὲν μποροῦν νὰ τὰ βροῦν στὶς ἄγριες χαράντρες ποὺ καταλήγουν, ἀλλὰ τροφὴ τῶν ὀρνέων. Τὰ ὄρνια κατεβαίνουν πετώντας ἀπ’ τὴν «Ἀφορισμένη» - πανύψηλη κορφὴ, ποὺ παραμένει τὸ μόνιμο καταφύγιό τους - κατασπαράζουν τὴ λεία τους, γιὰ ν’ ἀνεβοῦνε πάλι στὸ παντοτινό τους ὁρμητήριο.
Ὅσοι ὅμως ἀγραφιῶτες δὲν ἔχουν ἄλλην ἀπασχόληση, σκαρφαλώνουν στ’ ἀγριοβούνια καὶ περνοῦνε τὴν ἡμέρα τους μαζὶ μὲ τοὺς τετράποδους συντρόφους. Θὰ πραΰνουν τὴν πείνα τους μὲ γάλα, θὰ ξεδιψάσουν μὲ τὸ γάργαρο νερὸ ποὺ τρέχει ἄφθονο κάθε τόσο μὲς ἀπ' τὰ βράχια, καὶ τὸ βράδι θὰ κατεβοῦν στὸν «κόσμο».
Συναντήσαμε μαζί μὲ τοὺς δυὸ ἱερεῖς ποὺ μὲ συνόδευαν, ἕνα τέτοιο βοσκό, χαμένο στὴν ἐρημιὰ τῶν βουνῶν, σὲ μιὰ περιπλάνησή μας σ’ ἀγραφιώτικα βουνὰ κι ὁμολογῶ πὼς λιμπίστηκα τὴν ἀνεμελιά του καὶ τὴν ἀμέριμνη, ἁπλὴ ζωή του. Εἴταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Κουμπουριανά, ὁ τόπος γύρω πνίγονταν στὴν πέτρα καὶ τὰ δέντρα. Ἡ δόξα τῆς ἐρημιᾶς καὶ τῆς ἀκραίας γαλήνης ὁλοῦθε εἶχε στοιχειωθεῖ ὣς πέρα. Μονάχα τὰ κουδουνίσματα τῶν γιδιῶν κι ὁ ἀπόκοσμος ἀχὸς τοὺ ποταμιοῦ στὸ βαθύρεμα κάτω, ἔσκιζαν τὸ πέπλο τῆς γαλήνης. Δὲν εἴταν ὅμως θόρυβος ἐνοχλητικὸς αὐτός, εἴταν γλυκιὰ μολπή, τὸ ἴδιο τὸ τραγούδημα τῆς φύσης, ποὺ ξέρει νὰ μὴν τεντώνει καὶ νὰ βασανίζει τὸ νεῦρο, ἀλλὰ νὰ τὸ καλμάρει καὶ νὰ τὸ γαληνεύει. Γαλήνιος ὣς τὴν ψυχή του ὁ τσομπάνος, βρίσκονταν ξαπλωμένος κατάχαμα, κολλημένος πάνω στή μάνα γής ποὺ τὸν ἀνάθρεψε. Λιμπίστηκα τὴ ζωή του, τὴ δονούμενη ἁπλότητά του ἐγὼ, ὁ ἀποστάτης τοῦ φυσικοῦ βίου, ὁ ἄνθρωπος ἑνὸς ἄλλου περιβάλλοντος, διαμετρικὰ ἀντίθετου ἀπ’ τὸ δικό του. Μές στὴν ὀλύμπια εἰρήνη τῶν Ἀγράφων, παιδὶ τῆς ἐρημιᾶς ὁ βοσκός, γνήσια προέκταση τῶν πατέρων του, τιμώντας τὴν ἴδια τὴν καταγωγή του, τζιτζίκι ποὺ ἱκανοποιεῖται στὸ τίποτα, ζεῖ πέρα ἀπὸ τὶς συμβατικότητες καὶ τὶς δεσμεύσεις τῆς δικῆς μας θορυβώδικης καὶ πολυμέριμνης ζωῆς. Ἕνας ὠκεανὸς εὐτυχίας φάνταζε στὰ μάτια του. Εἶναι ἡ εὐτυχία τῶν ἁπλῶν, τῶν τιποτένιων στιγμῶν τῆς καθημερινότητας, ποὺ πλημμυρίζει ἀπὸ ἀλήθεια καὶ γνησιότητα κι ὑπογραμμίζει μιὰν ἀνθρώπινη κατάσταση, ἡ ὁποία βρίσκεται πέρα ἀπὸ τόπους καὶ καιρούς, σημαδεύοντας ἀκριβῶς κάποια γενικότερα στοιχεῖα τῆς προπατορικῆς μοίρας. Αὐτὴ ἡ μοίρα, ποὺ ’ναι ζυμωμένη μὲ θλίψεις καὶ χαρές, μὲ περιπέτειες ἀλογάριαστες καὶ πάθη ἀνθρώπινα, δραματοποιεῖται στὸ πρόσωπο τοὺ φτωχοῦ τσομπάνη τῶν Ἀγράφων.
Μέγα γεγονὸς τῶν χωρικῶν ἀποτελεῖ ἡ παρουσία τοῦ ξένου στ’ Ἄγραφα. Φυσικὰ καὶ στὴ Ρωμιὰ τῆς Στεφανιάδας. ὅπου καὶ τὸ «ὁρμητήριὸ» μου. Μόλις κυκλοφόρησε ἡ εἴδηση πῶς ἦρθαν ξένοι στὸν τόπο, ὁ συνοικισμὸς ἀναστατώθηκε. Ἕνας - ἕνας οἱ κάτοικοι ἔρχονταν νὰ μᾶς συναντήσουν. Μᾶς πρότειναν τὸ χέρι μὲ πολλὴν ἐγκαρδιότητα, καλωσορίζοντας μας. Ἀκόμα καὶ τὰ παιδαρέλια τοῦ δημοτικοῦ σχολείου. Τὰ ἴδια καὶ στοὺς δρόμους. Πρῶτοι σὲ χαιρετοῦν, ἁπλώνοντας παράλληλα τὸ χέρι τους τόσο φιλικὰ. Ὡς κι ὁ κωφάλαλος τοῦ συνοικισμοῦ βγῆκε μιὰ μέρα νὰ μὲ χαιρετίσει μὲ τὸν τρόπο του. Μὲ χτύπησε ἐλαφρὰ στὸν ὦμο πρῶτα κι ὓστερα μοῦ ἔδωσε τὸ χέρι μὲ πρόσχαρη ὄψη. Δὲ χρειάζονταν νὰ μιλήσει. Τὸ πρόσωπὸ του τὰ ἔλεγε ὅλα, ἀκτινοβολοῦσε αὐτὸ τὸ πατροπαράδοτο πνεῦμα τῆς συμπάθειας τῶν κατοίκων πρὸς τὸν ξένο. Εἴταν ἡ πιὸ συγκινητικὴ ἔκπληξη αὐτὸς ὁ ἀδικημένος τῆς Αργιθέας, ποὺ ἔχει δεσμεύσει πιὰ τὴ μνήμη μου.
Δὲν περιορίζεται ὅμως ὡς ἐδῶ ἡ φιλικὴ ἐκδήλωση τῶν κατοίκων πρὸς τὸν ἐπισκέπτη τῆς περιοχῆς. Ἁπλώνεται καὶ στὸν τομέα τῆς φιλοξενίας, παίρνοντας ἔτσι ἕνα οὐσιαστικότερο νόημα. Κανεὶς ξένος δὲν πρόκειται νὰ μεὶνει «ἄστεγος» ἐδῶ. Θὰ βρεθεῖ κατάλυμα ὁπωσδήποτε σὲ σπίτι, ἄς εἶναι πέρα γιὰ πέρα ἄννωστος. Ποιὸς θὰ τὸν πάρει; Ὅλοι θὰ ἐπιδιώξουν νὰ τὸν φιλοξενήσουν κι ὅποιος «νικήση». Εἶναι τόσο βαθιὰ ριζωμένο τὸ χρέος γιὰ τὴν περιποίηση τοῦ ξένου, ὥστε συμβαίνει πολλὲς φορὲς νὰ καταλήξουν σὲ τσακωμὸ, διεκδικώντας κάποιον περαστικὸ! Τόσες φορὲς ἔχουν μαλώσει οἰκογένειες γιὰ τὸ ποιὸς θὰ σᾶς πρωτοπάρει. Κι ἄν κατασταλάξετε τελικὰ κάπου, θἄρθουν τὴν ἄλλη μέρα νὰ σᾶς καλέσουν ἄλλα σπίτια γιὰ φαγητὸ. Ἔχω ἄμεσην ἀντίληψη ἀπὸ τὴ φιλοφροσύνη τούτη τῶν ἀγραφιωτῶν, ὅταν τόσες φορὲς «ὑποχρεώθηκα», πάντοτε βέβαια μὲ εὐχαρίστηση, μαζὶ μὲ τὴν παρέα μου, νὰ φάω σὲ διάφορα κονάκια. Τότε τὰ τελευταῖα ἑτοιμάζονται, σὰ νάχουν πανηγύρι, κι οἱ νοικοκυράδες ἐξαντλοῦνται, προκειμένου νὰ περιποιηθοῦν ὅσο γίνεται καλύτερα τὸν ξένο.
Ἔχουν μάλιστα καὶ τιμητικὴ θέση ποὺ προσφέρουν οἱ ἀργιθεάτες στὸν ἐπισκέπτη τους σὲ καιρὸ χειμῶνα. Εἶναι ἡ δεξιὰ γωνιὰ τοῦ τζακιοῦ. Ἐκεῖ θὰ σᾶς βάλουν νὰ καθήσετε κατάχαμα. Ἄν φιλοξενεῖται καὶ δεύτερος στὸ σπίτι θὰ καταλάβει τὴν ἀριστερὴ γωνιὰ τοῦ παραγωνιοῦ. Ὅλα τὰ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογενείας στρώνονται κυκλικὰ στὸν ἄδειο χῶρο , μπροστὰ στὴν ἑστία. Κεῖνες τὶς ὧρες πραγματοποιεῖται ἡ πιὸ συνδιαλλακτικὴ ἐπαφὴ φιλοξενούντων καὶ φιλοξενουμένων γύρ' ἀπ’ τὸ τζάκι, ποὺ παίρνει πολὺ ἀπ' τὴ γοητεία τῶν παραμυθιῶν. Μετὰ τὸ φαγητὸ θὰ σᾶς προσφερθεῖ κρεβάτι στὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ δύο δωμάτια τῶν οἰκημάτων. Ἡ οἰκογένεια θὰ στριμωχτεῖ ὑποχρεωτικὰ στὸ ἄλλο δῶμα. Χωρὶς φυσικὰ γογγυσμοὺς καὶ παράπονα. Μπροστὰ στὴν καλοπέραση τοῦ ξένου γίνουνται θυσία. Προτιμοῦν νὰ ὑποφέρουν αὐτοὶ γιὰ νὰ περάσει ὅσο πιὸ ἄνετα ὁ ἄνθρωπος ποὺ φιλοξενεῖται.
Ἡ ἴδια φιλοφροσύνη πρὸς τοὺς ἐπισκέπτες ἐπιδαψιλεύεται καὶ σὰν πανηγυρίζει τὸ χωριὸ. Ὅσοι φιλέορτοι τὸ ἐπισκεφθοῦν, θὰ «μοιραστοῦν» στὶς παρέες τῶν χωριανῶν. Κανεὶς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μείνει μόνος του στὴν κοινὴ διάχυση. Μάλιστα σὰν φθάσει ἡ ὥρα τοῦ χοροῦ, θὰ βάλουν τὸν ξένο νὰ χορέψει πρῶτος. Ἄν ὑπάρχει ὅμως ἱερέας στὴν διασκέδαση, θὰ προτιμηθεῖ αὐτὸς νὰ σύρει τὴ γυρογυριὰ, κι ὓστερα ὁ ἐπισκέπτης.. Τούτη ὅμως ἡ λατρευτικὴ συνήθεια τῆς ἀρχῆς τοῦ χοροῦ ἀπ’ τοὺς παπάδες πάει σήμερα νὰ ξεφτίσει. Κάποιος στενόκαρδος τῆς περιοχῆς κατάγγειλε παλιότερα στὸ δεσπότη ἕνα κληρικὸ ποὺ μπῆκε ἐπικεφαλῆς τοῦ χοροῦ. Χωρὶς νὰ ἐξετάσει κι ὁ μητροπολίτης τὸ αἰτιολογικὸ τῆς πράξης τοῦ ἱερέα, τὸν ἐτιμώρησε. Ἀλλ’ οἱ χοροὶ τῶν παπάδων ἀποτελοῦν ἐθνικὴ ἐπιταγὴ κι ἔχουν ἱερὴ σημασία, ποὺ δὲν θ’ ἀναλύσω ἐδῶ, μιὰ καὶ τὰ σημειώματά μου τοῦτα σκοπεύουν νὰ ὑπογραμμίσουν καὶ ὄχι νὰ ἐξηγήσουν.
Τὰ πανηγύρια στ, Ἄγραφα - ἀφοῦ τὄφερε ὁ λόγος κρατοῦν ἀκόμα ὅλη τὴν παλιὰ τους δύναμη καὶ λάμψη. Ἐδῶ, ὅταν γιορτάζει τὸ χωριὸ, δὲ θὰ μείνει μόνο του στὸν πανηγυρισμὸ. Θὰ πλαισιωθοῦν οἱ ντόπιοι κι ἀπὸ πάμπολλους χαροκόπους τῶν γειτονικῶν χωριῶν, ἂς ἀπέχουν κι ὁρισμένα πέντε ὧρες πορεία μὲ τὰ πόδια. Ἔτυχε τὶς μέρες ἐκεῖνες νὰ ἔλθω σὲ τηλεφωνικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ χωριὸ Σιλπιανὰ ποὺ γιόρταζε τὴν ἐφέστια ἁγία του. Ἡ πολίχνη μεταβλήθηκε σέ... Ἀθήνα, μοῦ λένε. Συνάχτηκαν φιλέορτοι ἀπὸ τριάντα (!) ἀγραφιώτικα καὶ στερεοελλαδίτικα χωριὰ καὶ κάηκε τὸ πελεκούδι. Τὰ Σιλπιανὰ βρέθηκαν στὴν κορυφαία ὣρα τῆς δόξας τους.
Δὲν εἶναι ὅμως μονάχα ὁ ξένος ἀντικείμενο ἐπίμονης μέριμνας καὶ φροντίδας στ' Ἄγραφα. Εἶναι κι οἱ χωριανοὶ μεταξὺ τους. Ἄνθρωποι ἀμόλυντοι ἀπ’ τὸν πολιτισμὸ, πιστοὶ στὴν ἀγάπη τους στὸ Θεὸ καὶ τὶς παραδόσεις τους νιώθουν τὴν ἁρμονία τους καὶ τὴν εἰρηνικὴ τους συμβίωση σὰν ἔκκλητη ἐπιταγὴ τῆς ἠθικῆς ζωῆς, ὅπως τη διαμόρφωσαν τὰ περασμένα τους.
Ὅλοι ἀντάμα χαίρουνται στὴ χαρὰ καὶ λυποῦνται στὴ θλίψη. Τὸ πνεῦμα τῆς ἀλληλοβοήθειας καὶ τῆς συμπαράστασης ἐκδηλώνεται μὲ μύριους τρόπους. Ὅταν λογουχάρη κάποιος κινδυνεύει νὰ περάσει τὸ Πάσχα χωρὶς ἀρνὶ ἤ κατσίκι, ξεσηκώνεται τό χωριὸ. Οἱ χωρικοὶ βρίσκουν τὸν τρόπο τους καὶ τοῦ προσφέρουν σφάγιο. Τὸ ἴδιο προσκλητήριο θὰ σημάνει καὶ τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς. Τότε οἱ συντοπίτες θὰ χορηγήσουν τυρὶ, γάλα καὶ βούτυρο σ’ ὅσους τυχὸν στεροῦνται ἀπ’ αὐτὰ τὰ προϊόντα. Ὅσοι πάλι «τρυγοῦν» τὰ μελίσσια τους, θὰ στείλουν ἀπόνα πιάτο μέλι σ’ ὅλους τοὺς γειτόνους. Ὅποιος μάλιστα περάσει ἀπὸ τὸ σπίτι τὶς πρῶτες μέρες τοῦ τρύγου, θὰ... ὑποχρεωθεῖ νὰ φάει ὅσο μέλι θέλει. Ἀκόμα ὁ λόγος ἐδῶ εἶναι συμβόλαιο τιμῆς. Ἀπόδειξη ὅτι τὰ κτήματα ποὺ δίνονται στὸ γαμπρὸ σὰν προίκα, μαζὶ μὲ τὴν κόρη, χορηγοῦνται χωρὶς κανένα ἔγγραφο. Ἰσχύει πάντοτε ἡ δύναμη τῆς ὑπόσχεσης. Ὅ,τι θὰ ποῦνε, αὐτὸ εἶναι. Δὲν ὑπάρχει περίπτωση ν’ ἀναιρέσουν τὸ λόγο τους. Παλιότερα μάλιστα καὶ τὰ χωράφια ποὺ πουλιένταν, μεταβιβάζονταν χωρὶς συμβόλαια. Γι’ αὐτὸ, ὅσο κι’ άν φρόντισα, δὲν μπόρεσα ν' ἀνακαλύψω οὔτε ἕνα προικοσύμφωνο, οὔτε ἕνα πωλητήριο. Τὸ Πήλιο εἶναι γεμάτο ἀπὸ τέτοια χαρτιὰ.
Καὶ τὰ οἰκήματα ἐδῶ δὲν κλειδώνονται. Οὔτε τὴ νύχτα, οὔτε κι ὅταν ἀπουσιάζει ἡ οἰκογένεια. Κανεὶς δὲν καταδέχεται ν’ ἀνοίξει τὴν πόρτα τοῦ ἄλλου μὲ ὓποπτο σκοπὸ. Οὔτε νὰ πειράξει χρήσιμα πράγματα τοῦ συνανθρώπου του. Κλέφτες ποὺ νὰ λυμαίνονται τὸν τόπο δὲν ὑπάρχουν. Κανεὶς δὲν τολμᾶ νὰ προσπεράση σ’ αὐτὰ τ’ ἄγρια βουνὰ μὲ κακοὺς σκοποὺς. Ἔτσι οἱ κάτοικοι κοιμοῦνται ἥσυχοι μὲς στὴν καλοσύνη τους καὶ τὴν καλὴ τους πίστη.
Θ’ ἀναφέρω ἕνα περιστατικὸ, ἀποκαλυπτικὸ τοῦ βαθύτατου σεβασμοῦ τῶν κατοίκων πρὸς τὴν περιουσία τοῦ διπλανοῦ τους. Σὲ μιὰ περιήγησή μου μὲ τοὺς δυὸ φίλους μου ἱερεῖς στ’ ἀγραφιώτικα βουνὰ «κόλλησε» κοντὰ μας ἕνα κατσίκι ἀπὸ κάποιο κοπάδι. Ὅσο κι ἀν τὸ κυνηγήσαμε, αὐτὸ μας ἀκολουθοῦσε πίσω μας. Εἶταν ἀδύνατο πιὰ νὰ τὸ διώξουμε. Φτάσαμε κάποτε στὰ πρῶτα σπίτια τῆς Ρωμιᾶς ὓστερ’ ἀπὸ πορεία μιάμισης ὥρας. Τὸ κατσικάκι ἦλθε ὣς ἐκεῖ κι ἔπεσε στὴν ἀντίληψη τοῦ κυρ Ἠλία. «Ἄ, πα-πὰ - ἀναφώνησε μεμιᾶς εἶναι τοῦ τάδε βοσκοῦ - εἶπε τ’ ὄνομά του μὰ δὲν τὸ θυμᾶμαι - καὶ πρέπει νὰ τοῦ τὸ πάω...». Καὶ πράγματι ὁ καλοκάγαθος αὐτὸς ἀγραφιώτης ὑποβλήθηκε μόνος του στὴν περιπέτεια τῆς μακρινῆς πορείας γιὰ νὰ παραδώσει τὸ ζῶο στὸν ἰδιοκτήτη του.
Εἶναι ἀμέτρητα τὰ παραδείγματα ποὺ καθρεφτίζουν ἀνάγλυφα τὴν ἀμοιβαιότητα στὶς σχέσεις τῶν κατοίκων καὶ ὑποδηλώνουν τὴν ὑψηλὴ θερμοκρασία ποὺ σφραγίζει τὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ τῶν ἀγραφιωτῶν.
Βαθὺ πρωινὸ παίρνουμε τὸν ἀνήφορο γιὰ τὴν ἕδρα τῆς Στεφανιάδας καὶ τὰ τριγυρινὰ ὑψώματα. Κοντά μας κι ὁ γραμματικός, ὁ πάντα φιλομειδής κυρ Λάζαρος. Ὅλα βυθισμένα στὸ τέλμα τῆς σιγῆς, τὰ σπιτάκια, τὰ δέντρα, τὰ βράχια, ὁ οὐρανὸς ψηλά, ἡ γὴ κάτω. Μονάχα τὸ κοτσύφι κι ἡ κίσσα γράφουν τοὺς κύκλους τῆς ἀνησυχίας τους ἀπὸ κλαδὶ σὲ κλαδί, ἀπὸ τόπο σὲ τόπο. Ἡμερεύουν οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ, ἡμερεύουν καὶ τὰ κοτσύφια. Περνᾶς κάτ’ ἀπ' τὰ δέντρα καὶ βλέπεις πάνω σου τὰ πουλιὰ τοῦτα νὰ σὲ παρατηροῦνε ἀφόβητα. Τὰ εὐτυχισμένα πετούμενα δὲ δοκιμάζουν ἐδῶ τὸν καταιγισμὸ το ῦπυρός τῶν ἄλλων περιοχῶν τῆς Ἑλλάδας. Ἡ περίπτωση θυμίζει Ἑλβετία, ὅπου τὰ λογίς πουλιὰ κινοῦνται δίπλα στοὺς ἀνθρώπους καὶ κάπου - κάπου τοὺς ξαφνιάζουν, πετώντας στοὺς ὥμους τους.
Τὸ πέρασμα ἀπ’ τὸ μεγάλο ξερὸ ρέμα μᾶς σταματάει δυὸ φορὲς σὲ ἰσάριθμες πηγές. Καταμεσίς τῆς κοίτης τοῦ χείμαρρου ἀναβλύζει σπαρταριστὸ ἄφθονο νερὸ μὲς ἀπ' τὰ κοτρώνια. Εἶναι τὸ πιὸ παγωμένο τῆς περιοχῆς, δὲν μπορεῖς δεύτερη φούχτα νὰ βάλεις στὸ στόμα σου! Κι ἂς βρίσκεται σὲ ὑψόμετρο μόνο ἐξακοσίων μέτρων.
Ὕστερα τὸ μονοπάτι φιδοσέρνεται, σημαδεύοντας τὴν πλαγιὰ ποὺ κατρακυλάει ἀπὸ ψηλὰ καὶ σχηματίζει γκρέμνα. Αὐτὰ τὰ γκρέμνα εἶναι ἡ πιὸ ἐφιαλτικὴ συνοδεία τῆς πορείας. Ἐτσι νὰ παραπατήσεις, θὰ πᾶς χαμένος. Θὰ χαθεῖς στὸ ἄγριο βαθύρεμα καὶ ποιὸς νὰ σὲ βγάλει ἀπὸ κεῖ.
Ἄλλη πηγὴ πιὸ πάνω ἡ «Κοπελόβρυση». Κάποια κοπελιὰ σ' ἀμνημόνευτους καιρούς - ἡ παράδοση τοῦ τόπου - γλίστρησε καὶ τσακίστηκε στὰ βάραθρα. Ἀπὸ τότε στοίχειωσε τὸν ἀνθὸ τῆς νιότης της στὴν ἔρημη πηγή. Τώρα τὰ ἀραιωμένα δέντρα τοῦ τόπου ἀρχίζουν καὶ τὰ διαδέχονται τὰ ἔλατα. Ὅσο ἀνεβαίνεις σὲ τυλίγει ἡ ἄχνα τοῦ χυμώδικου κόσμου τῶν γιγαντόσωμων αὐτῶν δέντρων, ποὺ ὑψώνονται, αἰώνιοι φύλακες καὶ κοσμήματα τῆς γῆς. Τὸ μεγάλο ἔπος τοῦ ἔλατου στὴν πλήρη ἀνάπτυξή του.
Ἔχουμε φτάσει πιὰ στὸ «Σταυρό», τὸ ὕψωμα εἶναι δεμένο μὲ τὸ μέγα ἐθναπόστολο τῆς τουρκοκρατίας, τὸν Ἅγιο Κοσμὰ τὸν Αἰτωλό. Σὲ τοῦτο ἀκριβῶς τὸ σημεῖο πάτησε ὁ Πατροκοσμὰς καὶ σύναξε τὸν κόσμο τῆς περιφέρειας, γιὰ νὰ κάνει ἕν’ ἀπὸ τὰ γνωστὰ του κηρύγματα. Εἶπε ὅ,τι εἶχε νὰ πεῖ καὶ ἔμπηξε σ’ ἕνα πουρνάρι σιδερένιο σταυρὸ ποὺ ἔφερε μαζί του, διαστάσεων 0,40X0,30 μ. Ἀπὸ τότε ἡ τοποθεσία πῆρε τ’ ὄνομα «Σταυρός». Ἀργότερα κάποιοι χριστιανοὶ ὄρθωσαν ἐκεῖ εἰκονοστάσι, ποὺ διατηρεῖται ἀκόμα, καὶ στὴν κορυφή του ἔμπηξαν τὸ σταυρὸ τοῦ πάτερ Κοσμᾶ. Ὁ σταυρὸς σώζονταν ὣς τὰ τελευταῖα χρόνια. Μάλιστα κάθε φορὰ ποὺ θὰ ἑτοίμαζαν τὸ φλάμπουρο τοῦ γάμου οἱ κάτοικοι, ἔπαιρναν τὸ σταυρὸ τοῦτο καὶ τὸν στερέωναν στὴν κορφὴ τοῦ κοντοῦ. Χωρὶς αὐτὸν δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν τὰ φλάμπουρα. Φαίνεται ὅμως πὼς σὲ κάποιες τέτοιες ὧρες, πῆραν τὸ σταυρὸ καὶ δὲν τὸν ἐπιστρέψανε ἐκεῖ ὅπου ὁ Πατροκοσμὰς τὸν ὕψωσε μὲ τὰ χέρια του. Ὁ σταυρὸς ἔχει χαθεῖ.
Μὲ συλλογὴ πολλὴ ἀνηφορίζουμε ἀκόμα, φτάνουμε στὰ ἐρείπια τοῦ παμπάλαιου μοναστηριοῦ τοῦ Ἁη - Χαράλαμπου σ’ ἕνα ξέφωτο συναρπαστικό. Ἀπὸ τὰ πλουσιότερα μοναστήρια τοῦ τόπου, μὲ βιός, καλογήρους καὶ ἱστορία, ἔχουν μείνει μονάχα οἱ πέτρες, θλιφτὰ ἀπομεινάρια μιᾶς δόξας, νὰ ἐμψυχώνονται ἀπ' τ' ἀγριοκλάδια, ποὺ ἐνάγυρο κι ἀνάμεσα στήνουν μοιρολόγια στὸ θάνατο. Πέθανε τὸ χτίσμα, πέθανε κι ἡ ἱστορία του. Κανείς ποτὲ δὲ συγκινήθηκε ν’ ἀποθανατίσει τὰ καθέκαστα τῆς ζωῆς του. Ἀπ’ τὰ θλιβερὰ φαινόμενα τοῦ λαοῦ μας κι αὐτό.
Ἀλλὰ εἶναι ὧρες ποὺ ἡ μιὰ θλίψη φέρνει τὴν ἄλλη. Νὰ πιὸ πάνω τὸ κοιμητήρι τοῦ χωριοῦ. Κάθε τάφος φέρνει πολὺ μικρὸ αὐτοσχέδιο σταυρὸ ἀπὸ ξύλο ἔλατου. Τόσο μικρὸ ὥστε μόνο τ' ἀρχικὰ στοιχεῖα τοῦ ὀνόματος τοῦ νεκροῦ χωροῦν. Κι ὁ κάθε τάφος σκεπάζεται μὲ μεγάλες πέτρες σ' ἄταχτη διάταξη. Γιατί; Ἐδῶ μοῦ λένε οἱ νεκροὶ θάβονται ρηχά, ἐπειδὴ τὸ ἔδαφος εἶναι πετρῶδες καὶ δύσκολα σκάβεται. Οἱ πέτρες λοιπὸν ἀποτελοῦν ἐμπόδιο στὸ ἀνίερο ἔργο τῆς ἀνασκαφῆς ἀπ’ τ’ ἀγριογούρουνα.
Σὲ μιὰν ἄκρη, κάτω ἀπὸ θεόρατο πλάτανο σημαδεύεται τὸ μνῆμα τοῦ πατέρα Καϊμακάμη, γεννήτορα τῶν παπα-Νικόλα καὶ παπα-Πέτρου ποὺ εἶναι οἱ ἀχώριστοι ὁδηγητές μου στὸν τόπο. Σκιὰ μελαγχολίας πέφτει στὴ συντροφιά, οἱ ἱερεῖς κάνουν τὸ χρέος τους. Γονατιστοὶ στὰ τριγυρινὰ τοῦ τάφου ψέλνουν τρισάγιο, ἡ στιγμὴ εἶναι γεμάτη ἀπ' τὸ βάρος τοῦ πόνου, φέρνει κάποιαν ἀντανάκλαση ἀπὸ τὰ περασμένα, ἀλλὰ καὶ δυναμώνει τὴν ἀντίληψη τῆς ἀνθρώπινης ἀποστολῆς.
Ξεκινοῦμε πάλι. Ὁ δρόμος, πάντα ἀνηφορικὸς καὶ δύσβατος, θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἕδρα τῆς Στεφανιάδας. Λιγοστὰ χαμηλὰ σπίτια, καμωμένα ἀπὸ τούτη τὴ σκληρὴ καὶ ἄγρια πέτρα τῶν Ἁγράφων, στήνονται δῶθε - κεῖθε σ’ αὐτὴ τὴν ἥμερη κατηφοριά. Λιγοστὸ καὶ τὸ ψυχομέτρι τῆς πολίχνης, μένουν καὶ δὲ μένουν τὸ καλοκαίρι πενήντα οἰκογένειες. Τὸ χειμώνα ὁ ἀριθμὸς πέφτει στὸ μισὸ κάτω, οἱ ποιμενικὲς φαμελιὲς φεύγουν γιὰ τὰ πεδινά. Ἡ δόξα τοῦ χωριοῦ ἔχει ἀμεταγύριστα καταρεύσει, μπροστὰ στὶς ὀχτακόσιες οἰκογένειες ποὺ - σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση - ζοῦσαν σ’ αὐτὸ τὸ χῶρο, σήμερα ἔμειναν ψυχία. Μένει ὅμως ὄρθια ἡ ἐκκλησία, ἡ Κοίμηση τῆς Παναγίας, ἕνα χαρακτηριστικὸ ἀρχιτεκτόνημα τοῦ 1895 - εἶναι ὑψωμένο στὰ θεμέλια παλιότερου ναοῦ - Ἀπὸ κεῖνον φαίνεται νὰ προέρχονται τὸ ξυλόγλυπτο τέμπλο καὶ τὰ καφάσια τοῦ γυναικωνίτη.
Ἦλθε ὕστερα ἡ ἄπραγη ὥρα τοῦ καφενείου. Ἕνα ἰσόγειο χτίσμα, δίπλα στὸ ναό, τὴν κοινότητα καὶ τὸ μονοθέσιο διδακτήριο, ἔμεινε τὸ μόνο κέντρο ἀναψυχῆς τῶν πιστῶν τῆς γῆς, ν’ ἀνασαίνουν τὸν ἀέρα του οἱ ντόπιοι καὶ ν’ ἀκουμπᾶνε τοὺς καημούς τους στὸ «αὐστηρό» τσίπουρο. Τὸ τσίπουρο ἐδῶ βρέχει τὰ λαρύγγια τους ἀκόμα καὶ στὰ γεύματά τους, τὸ κρασὶ σχεδὸν ἀπουσιάζει ἀπ’ τ’ ἀργιθεώτικα κονάκια.
Μπαίνουμε μέσα, σηκώνονται ὅλοι οἱ θαμῶνες ὄρθιοι, ἀκόμα κι οἱ τρεῖς ποὺ παίζουν χαρτί, ἁπλώνουν τὰ χέρια, καλωσορίζοντας ἕνας - ἕνας τὸν καθένα μας. Ἀέρας πρωτογονισμοῦ ἀναριπίζει τὸ καφενεδάκι. Δὲν ὑπάρχουν ἐδῶ οἱ γνωστὲς καρέκλες. Αὐτοσχέδια μόνο καθίσματα ἀπὸ ξύλο ἔλατου ἐδῶ κι ἐκεῖ, ξύλινοι πάγκοι καὶ τραπεζάκια ντόπιας πάντοτε κατασκευῆς ἕνα γύρω. Ὁ γραμματικὸς κερνάει ὅλους τσίπουρο, παραγγέλλει κι ἕνα «στεφανιώτικο καφέ», στὰ μικρὰ παιδιὰ ποὺ μᾶς ἀκολουθοῦσαν δίνει λουκούμια. Οἱ εὐχὲς διασταυρώνονται ἀπὸ παντοῦ. Περισσότερο ἐπιμένουν σ’ αὐτὲς τὰ ἄτομα ποὺ βρήκαμε μέσα: «Ἄι στὴν ὑγειὰ σ’ Λάζαρε, καλῶς τὰ δέχ’τ’κις...». Γενικὰ οἱ εὐχὲς ἐδῶ σὲ κάθε παρουσιαζόμενη περίπτωση ἀκούγονται ἐπανωτές: «Νὰ χαίρεστε τὰ παιδιά σας, νὰ ζήσει ἡ φαμελιά σας, νὰ καλοπαντρευτεῖτε, καλὰ γεράματα νἄχετε...».
Ὁ λόγος ὕστερα ἔθιξε τὸ θέμα τῆς ἐτυμολογίας τῆς Στεφανιάδας. Ὅλοι οἱ κάτοικοι αἰτιολογοῦν τὴν ὀνομασία ἀπὸ τὰ στεφάνια ( = κάθετοι γκρεμνώδικοι βράχοι). Φαίνεται ὅτι ἡ παραδοχὴ θεμελιώνεται σ’ ἀληθινὴ βάση, ὁ τόπος ἕνα γύρω προβάλλει βράχια κρεμασμένα στὰ ὕψη. Ὡστόσο ὁ παπα-δάσκαλος τῆς πολίχνης κ. Γεώργιος Δ. Στάθης μ’ ἕνα συμπαθητικὸ μὲν βιβλίο «Ἀπὸ τ’ Ἄγραφα» ποὺ ὅμως οὔτε τὴ σφαιρικὴ θεώρηση τοῦ παρελθόντος παρουσιάζει, οὔτε τὴν τεκμηρίωση τῶν καθέκαστων πραγματοποιεῖ, ἐκφράζει διάφορη γνώμη. «Νομίζομεν - γράφει - ὅτι πλησιάζει πρὸς τὴν πραγματικότητα ἡ ἐκδοχὴ ὅτι ἡ Στεφανιὰς ἔλαβε τὸ ὀνομά της ἀπὸ τὴν ἀνωτέρω περιγραφεῖσαν διαμόμφωσιν τοῦ ἐδάφους της, κατὰ τὴν ὁποίαν τὰ γύρω βουνὰ σχηματίζουν τὸν κοχλιοειδῆ κύκλον, ἕνα ὑπερμεγέθες ὁλόγυρά της στεφάνι...» (Σελ. 85).
Πάντως παραμένει ἄγνωστο πότε ἱδρύθηκε τὸ χωριό, οὔτε ἂν ὑπῆρχε στὴν προχριστιανικὴ Ἑλλάδα. Τὸ τελευταῖο πρέπει νὰ ἀποκλειστεῖ, θαρῶ, μιὰ καὶ καμιὰ ἀνάγκη δὲν ἐπέβαλε τὴν προσπέλαση τῶν ἀνθρώπων σὲ κεῖνες τὶς ἀγριοτοπιές. Γιατὶ ν’ ἀνεβοῦν ἐκεῖ πρόγονοί μας καὶ νὰ συγκροτήσουν συνοικισμούς, ἀφοῦ ὑπῆρχε τόσος ἄλλος ὁμαλὸς χῶρος στὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα; Ποιὸς νὰ προχωρήσει σὲ κείνους τοὺς ἄγριους βράχους καὶ νὰ στήσει τὸ νοικοκυριό του;
Τὰ ἴδια ἐρωτηματικὰ ἰσχύουν καὶ γιὰ ὅλα σχεδὸν τὰ χωριὰ τῶν Ἀγράφων. Τὰ περισσότερ’ ὰπ’ αὐτὰ φαίνεται πὼς συστήθηκαν καὶ ἄνθισαν στὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, ὅταν οἱ ραγιάδες, γιὰ ν’ ἀποφύγουν τοὺς κατακτητές, ἐγκαταλείψανε τοὺς τουρκοπατημένους χώρους τους κι ἀναριχήθηκαν σὲ κεῖνες τὶς ἀπρόσιτες κι ἐναέριες γωνιὲς τῶν Ἀγράφων.
Τ’ ἀγραφιώτικα λοιπὸν χωριὰ πρέπει νὰ εἶναι δημιουργήματα ἀνάγκης, ὅπως καὶ πολλὰ ἀπ’ τὰ δικά μας τοῦ Πηλίου.
Γλυκὸ κυριακάτικο πρωϊνὸ στὴ Στεφανιάδα, ἦρθε ὁ παπα-Κώστας Κωστακιώτης νὰ λειτουργήσει. Καβάλα στὸ γαϊδουράκι ἁλωνίζει κάθε Κυριακὴ τὰ βουνὰ ὁ καλὸς λευΐτης, ἐκτελώντας τὸ χρέος του σ’ ἕνα ἀπὸ κεῖνα τὰ χωριὰ. Σήμερα ἐδῶ, τὴν ἄλλη Κυριακὴ ἀλλοῦ. Τὸ δράμα του ὅμως ἐντείνεται τὸ χειμώνα καὶ τὶς μέρες τοῦ Πάσχα. Πῶς νὰ προφτάσει τότε νὰ ψάλει ἀνάσταση λογουχάρη σ’ ὅλα, ποὺ ἀπέχουν ὧρες μεταξὺ τους: Ἡ ἀνάγκη λοιπὸν φέρνει ἄλλη ἀνάγκη: «Ἀνασταίνει» ἀποβραδὶς τοῦ Μεγάλου Σαββάτου σὲ μιὰ πολίχνη, τρέχει στὴν ἄλλη, κάνει τὸ ἴδιο, κι ὓστερα ἀλλοῦ.
Ἀεικίνητος κι «ἀσύχαστος» ὁ παπα-Κώστας, χτύπησε τὸ σήμαντρο, ἡ φωνὴ τοῦ θεοῦ ἁπλώθηκε ἕνα - γύρω. Τὴν ἄκουσαν κι οἱ χωρικοὶ, ντύθηκαν στὰ «καλὰ» τους νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία. Κάθε ἐργασία θὰ παραμεριστεῖ σήμερα, ὁ θεὸς ἔχει τὴν τιμητικὴ του. Γέροι, γριὲς, νεώτεροι καὶ παιδαρέλια (νέοι εἴπαμε σὲ προηγούμενο σημείωμα δὲν ὑπάρχουν) θὰ πετάξουν τὰ σύνεργα τοῦ μόχτου, θὰ συγυριστοῦν καὶ θὰ ἐκκλησιαστοῦν. Παρόντες ὅλοι σχεδὸν οἱ κάτοικοι στὸ ναὸ. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ στὰ στασίδια οἱ ἄνδρες, πίσω στὸ κάτω μέρος τοῦ γυναικωνίτη οἱ γυναῖκες. Τὸ... πρωτόκολλο τηρεῖται κατὰ γράμμα καὶ κεραία. Κι ἄν κανένα νήπιο ξεμυτίσει κατὰ τὸ κέντρο τῆς ἐκκλησιᾶς, δειλὰ - δειλὰ ἡ γυναίκα θὰ τρέξη νὰ τὸ ἐπαναφέρει στὴν... τάξη. Ἡ εὐλάβεια καὶ ἡ κατάνυξη πάλι εἶναι ὑποβλητικὴ. Ἀνάσα δὲν ἀκούγεται. Καὶ νὰ θέλεις νὰ ψιθυρίσεις στὸ διπλανὸ σου κάτι, δὲν μπορεῖς νὰ τὸ κάνεις, σέβεσαι τὴν ἀτμόσφαιρα. Μονάχα οἱ ψαλμοὶ τῶν ἱερέων ἀκούγονται (κι εἶναι τρεῖς σήμερα, ἕνας ὁ παπα-Κώστας καὶ δύο οἱ συνοδοὶ μου) καὶ οἱ ψαλμουδιὲς τῶν ψαλτῶν.
Ἀλλὰ τὶ ψάλτες! Τὸ μοναδικὸ ἀναλόγιο τὸ ἔχουν κυκλώσει παιδιὰ τοῦ δημοτικοῦ σχολείου κι ἕνας μαθητὴς μικρῆς τάξεως τοῦ γυμνασίου. Ὁ Βασιλάκης, ὁ Θανασάκης, ὁ ἄλλος ὁ Βασίλης, ἡ Γιαννούλα, ἡ κόρη τοῦ γραμματέα! Ναὶ αὐτὰ τὰ παιδάκια θὰ «βγάλουν» ὁλόκληρη λειτουργία! Ἀπίστευτο μὰ ἀληθινὸ. Ἄν δὲν ἔβλεπα μὲ τὰ μάτια μου, δὲ θὰ τὸ πίστευα ποτὲ. Πουθενὰ ἀλλοῦ τῆς Ἑλλάδας δὲν εἶδα χορωδία μικρῶν παιδιῶν νὰ παίρνει ἐπάνω της τὴ μεγάλη εὐθύνη σὲ ἀναλόγιο ψαλτῶν. Ἐδῶ ἡ προσπάθεια τοῦ δασκάλου (κατάγεται μάλιστα, ὅπως μοῦ εἶπαν οἱ κάτοικοι, ἀπὸ τὸ Φτελιὸ τοῦ Ἀλμυροῦ) καὶ ἡ παρακίνηση τῶν γονιῶν ἔκαναν τὸ θαῦμα τους. Δὲ θὰ τὸ ξεχάσω αὐτὸ στὴ ζωὴ μου.
Τέλειωσε ἡ λειτουργία, βγῆκε τὸ ἐκκλησίασμα ἔξω. Κανεὶς ὅμως δὲν ἀποχώρησε ἀπ’ τὸ προαύλιο. Περίμεναν ὅλοι νὰ βγοῦμε κι ἐμεῖς ἀπ’ τὸ ναὸ νὰ μᾶς χαιρετήσουν. Ἄλλη εὐχάριστη ἔκπληξη καὶ τούτη. Ἕνας - ἕνας, ὅλοι, ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ, γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι στεφανιῶτες ἔρχονταν, μᾶς ἔσφιγγαν τὸ χέρι, καλωσορίζοντάς μας μὲ πηγαία καλοσύνη. Πάλιν ὅμως κανεὶς δὲν ἔφευγε. Ἔπρεπε νὰ χαιρετηθοῦν μὲ χειραψὶα καὶ οἱ λειτουργοὶ. Τελείωσαν κι αὐτοὶ τὸ χρέος τους, στὸ Ἱερὸ καὶ φάνηκαν στ’ αὐλογύρι. Ὅλοι τοὺς πλησίασαν καὶ τοὺς ἔδωσαν τὸ χέρι. Τότε πιὰ ἄρχισε καὶ ἡ διαροὴ τοῦ ἐκκλησιάσματος. Μὲ ἐξώφθαλμη τὴν ἱκανοποίηση ὅλοι, γιατὶ προσκύνησαν ὁμαδικὰ τὸ Θεὸ τους, πῆραν τα μονοπάτια καὶ χάθηκαν στὰ σπίτια τους.
Θἄρθει ἀργότερα καὶ ἡ ὥρα τοῦ ψητοῦ. Κυριακὴ σήμερα καὶ ἡ παράδοση θέλει ὀβελία. Ὁ παπα-Νικόλαος, ὁ παπα-Πέτρος, μαζὶ μὲ τὸν κυρ-Λάζαρο τὸ γραμματικὸ βρῆκαν ἕνα μεγάλο ἀρνὶ καὶ τὸ παράδωσαν στοὺς Ἠλία Καϊμακάμη καὶ Μιλτιάδη Μέλιο νὰ τὸ ἑτοιμάσουν. Ἔμπειροι στὰ καθέκαστα τοῦ σουβλίσματος καὶ τοῦ ψησίματος κι οἱ δυό, ἄναψαν θράκα καὶ τὸ πέταξαν ἐπάνω, γυρίζοντὰς το ἀκατάπαυστα. Κάτω ἀπ’ τὸν πηχτὸ ἴσκιο τῶν δέντρων, δίπλα στὸ παγωμένο νερὸ, ποὺ τραγουδοῦσε θρύλους καὶ παραμύθια, πάνω στὰ σκληρὰ ἐκεῖνα βουνὰ, εἶχε ἀνάψει, κοντὰ στὴ φωτιὰ καὶ μιὰ μικρὴ ἑστία χαρᾶς, ἱκανὴ νὰ κεντρίσει τὸ κέφι, παράλληλα ὅμως νὰ ξεσκαλίσει μνῆμες, νὰ διεγείρει συγκινήσεις. Μιὰ γραμμένη εἰκόνα τοῦ παλιοῦ καιροῦ, εὐωδιασμένη στὰ βάθη τοῦ χρόνου μὲ ὅλες τὶς ἀποχρώσεις τῆς ἀντρίκειας λεβεντιᾶς καὶ τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς. Τέτοιες ὧρες γεμίζεις ἀπ’ τ’ ἀγέρι τῆς ἀρσενικῆς ποίησης τοῦ ἡρωισμοῦ καὶ συνταράζεσαι ἀπὸ ἀχοὺς καριοφιλιῶν καὶ ἀξεδίψαστους καημοὺς τῆς ράτσας, ὅταν ὓψωνε κεφάλι μέσα στὸ σάλαγο τῆς σκλαβιᾶς ν’ ἀντιμετρηθεῖ μὲ τὸ θάνατο. Σμίγουν οἱ παλμοὶ τῶν περασμένων μὲ τὰ μεράκια τῆς λαϊκῆς ψυχῆς μὲς στὸν ὁλάνθιστο ἑλλαδικὸ κῆπο, ὅπου ὁ ἀέρας τοῦ ἡρωϊσμοῦ καὶ τῆς ἐθνικῆς περηφάνειας δημιουργοῦσε τὰ ἔπη τῶν βουνῶν μέσα στὴν καθολικὴ ἀνατριχίλια. Καιροὶ μὲ ὑψηλὸ φρόνημα πατριωτισμοῦ ζωντανεύουν σ’ αὐτὸν τὸν αὐθεντικὸ πίνακα τοῦ μικροῦ γιορτασμοῦ καὶ τῆς εὐωχίας, ἐκεῖ ψηλὰ στὴ Στεφανιάδα μέσα στὴν πιὸ ἄγρια φύση τῆς πατρίδας. Ἀληθινὰ τὸ ψητὸ ἀρνὶ, ποὺ ἀνασαίνει θαρεῖς Ἑλλάδα καὶ κλεφτουριὰ, θέλει βουνὸ, ἔλατο, πηγαῖο νερὸ, ἐρημιὰ. Θέλει ἀκόμα καὶ κλέφτικο τραγούδι. Θὰ «βρεθεῖ» κι αὐτὸ σὲ λίγο. Πάνω στὴ εὐωδία τοῦ ψημμένου κρέατος καὶ τὴν ἀνάμνηση τοῦ ἡρωϊσμοῦ τοῦ λαοῦ μας, ἦλθε ἀπροσκάλεστος ὁ μπάρμπα-Βαγγέλης Χαμπλὰς, γέροντας ὀγδόντα χρονῶ, μιὰ ἴσια προέκταση κάποιων σεβαστῶν μορφῶν τῆς ἱστορίας κι ἄρχισε τοὺς σκοποὺς του:
Τέλειωνε τόνα τραγούδι ὁ μπάρμπα - Βαγγέλης καὶ «κολοῦσε» στ' ἄλλο:
Τ’ ἄκουγε τὰ τραγούδια κι ὁ γραμματικὸς, μερακλώθηκε κι αὐτὸς καὶ πῆρε τὴ συνέχεια:
Κι ὓστερα τ’ ἄλλο:
Τὸ κέφι φούντωσε κι ἔφερε τὸ χορὸ. Τσάμικο βέβαια, τὸ ξεθύμασμα τῆς ψυχῆς τοῦ τόπου κι ἡ μεγάλη ἀρχοντιὰ του.. Πῶς συνεπαίρνεται ἡ καρδιὰ τέτοιες στιγμὲς καὶ πόσο εὔκολα ἐγγίζει τὴν ἄλλη, τὴ μεγάλη καρδιὰ τῶν περασμένων, ποὺ τὸ γλυκὸ της βάρος μυρώνει πάντα τὸ χῶρο μὲ μιὰν ἄχνα αἰωνιότητας. Δικὴ σου ἡ μέρα σήμερα, Ἑλλάδα, νὰ ζωντανεύεις, τὴν παρουσία σου καὶ νὰ δίνεις τὸ μέγα μάθημα τῆς ἐθνικῆς περηφάνειας καὶ ἀξιοπρέπειας.
Μὲς ἀπὸ τέτοιους ἀνασαμοὺς τοῦ παρελθόντος ἦλθε τὸ μεσημέρι, στρώθηκε τὸ ψητὸ πάνω στὰ κλαδιὰ τοῦ ἔλατου κι ἀπλώθηκε κατάχαμα ἡ τάβλα. Ὧρες εὐτυχίας καὶ «ὑλικῆς» εὐφροσύνης, καθαρὰ ἑλληνικὲς ὧρες.
Κυριακὴ ὅμως σήμερα, τ' ἀπογευματινὸ ἔπρεπε ν’ ἀφιερωθεῖ στὴν ἐπίσκεψη τοῦ πανάρχαιου μοναστηριοῦ τοῦ «Κώστ’» (Κώστη). Παρέα μὲ τοὺς παπάδες, πήραμε τὸ ἔρημο καὶ κακοτράχαλο στρατὶ κι ὕστερ’ ἀπὸ μιάμιση ὢρα πορεία κινδύνου, γιατὶ κάθε τόσο τὰ βάραθρα χάσκουν πλάϊ, φτάσαμε στὸ μνημεῖο. Τὶ νὰ πρωτογράψει κανεὶς γι’ αὐτὸ! Ἀρκοῦμαι σήμερα νὰ μεταδώσω τὴ μεγάλη ἔκπληξὴ μου, ὅταν διάβασα ἐπιγραφὴ στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναϋδρίου ἀπὸ τὸ 839! Ναὶ, τὸ μοναστήρι τοῦ «Κώστ’» ἀνεγέρθηκε πρὶν ἀπὸ χίλια ἑκατὸ τριάντα χρόνια! Τὸ ξέρει κανεὶς ἀπ’ τοὺς ἰθύνοντες τῆς Καρδίτσας (ὅπου ὑπάγεται αὐτὸ:) Κι ἄν τὸ ξέρει, ποιὲς οἱ ἐνέργειες γιὰ τὴ συντήρησὴ του καὶ ἀξιοποίησή του: Τὶ ἔκαναν τόσα χρόνια οἱ κ κ. βουλευτὲς τῆς περιοχῆς, οἱ μητροπολίτες τοῦ τόπου, γιὰ νὰ σωθεῖ τὸ μοναστήρι ποὺ εἶναι τὸ ἀρχαιότερο νομίζω στὴν Ἑλλάδα.
Αὐτὰ τὰ σχετικὰ γιὰ σήμερα. Πῶς νὰ προχωρήσεις, ὅταν ἡ σκιὰ τῆς μελαγχολίας, ποὺ βγαίνει ἀπὸ κεῖνα τὰ χαλάσματα, τ’ ἁγιασμένα ἀπ’ τοὺς αἰῶνες, βαραίνει τὴν καρδιὰ; Μήπως, ἔστω καὶ τὴν τελευταία ὥρα μποροῦν νὰ κινηθοῦν οἱ καρδιτσιῶτες, ὥστε μὲ ἀνάλογες παραστάσεις στὴν ἐθνικὴ μας Κυβέρνηση, νὰ γίνει ὅ,τι εἶναι δυνατὸ στὸ χῶρο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀγραφιώτικου αὐτοῦ μοναστηριοῦ;
Βαθὺ μεράκι, τὸ εἶχα ν’ ἀναριχηθῶ σὲ κείνη τὴν πανύψηλη κορφὴ, τὴν «Ἰτιὰ» γιὰ νὰ ἰδῶ καὶ νὰ κρατήσω μέσα μου ὅλη τὴν πανεποπτικὴ εἰκόνα τῶν Ἀγρὰφων, μαζὶ μὲ τὰ ἠπειρώτικα καὶ Καρπενησιώτικα βουνὰ, πολύτιμη θύμιση τοῦ ταξιδιοῦ μου. Δὲν τὸ μπόρεσα ὡστόσο. Οἱ καλοὶ μου φίλοι καὶ συνοδοὶ ἱερεῖς... παράδωσαν τὰ ὅπλα. Κουράστηκαν ἀπὸ τὶς ἀτέλειωτες περιηγήσεις μας. Ἐδῶ χρειάζονταν δέκα σωστὲς ὧρες ἀνάβαση καὶ κατάβαση σὲ ἀνύπαρκτο δρόμο.
Ἀφοῦ λοιπὸν δὲν φτάνουμε τὰ ψηλὰ, θὰ.... κατακτήσουμε τὰ χαμηλώματα. Σπουδαῖο κι αὐτὸ. Πάντα ἡ ἀναρίχηση στὰ βουνὰ κλείνει ἕνα βαθὺ θέλγητρο, ποὺ βγαίνει ἀπ’ τὸ δυναμισμὸ τους καὶ τὴν περιφάνεια τους. Καθὼς τὰ ἀνεβαίνεις πέτρα στὴν πέτρα, κλαδὶ τὸ κλαδὶ, νιώθεις ν' ἀνακυκλώνεται μέσα σου ἡ ἐντύπωση τοῦ πρωτόγονου, τῆς πρώτης ποίησης τῆς ζωῆς αἰσθάνεσαι νὰ βυθίζεσαι στὰ μυστήρια τοῦ ἀρχέγονου κόσμου. Μόνον αὐτὸ; Κάθε ἀνάβαση πρὸς τὰ ἄνω σ’ ἀφήνει μιὰ γεύση ἐξαγνιστικὴ, γιατὶ τὰ ὔψη ἀνταποκρίνονται πάντα σὲ προαιώνια ἀνυψωτικὸ ὁράματα ποὺ φέρνουμε «ἀπριόρε» στὰ ἔγκατα τοῦ ἑαυτοῦ μας. Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲ νιώθεις τόσο ζεστὴ, αἰώνια καὶ μυστηριακὴ τὴν παρουσία τῆς γῆς, ὄσο στὸ βουνὸ.
Τέτοιες συγκινήσεις πρέπει νὰ μὲ δονήσουν σήμερα. Ἀνεβαίνουμε λοιπὸν. Ἡ πέτρα, αὐτὴ ἡ αὐχμηρὴ, ἡ πολύγωνη, ἡ ἀτελείωτη πέτρα τῶν Ἀγράφων, στὴνει παντοῦ ὁδοφράγματα μέσα στὰ μονοπάτια κι ἔξω ἀπ’ αὐτὰ. Δέν μπορεῖ ὅμως νὰ νικήσει τὴν ἐπιμονὴ καὶ τὴ θέληση τοῦ πεζοπόρου. Οὔτε οἱ ἀνηφοριὲς, οὔτε ἡ ἐπικίνδυνη πορεία. Πάντα τὸ ἄγνωστο κρύβει βαθὺ θέλγητρο ποὺ ἁπαλύνει τὸ μόχθο. Πρώτη κορφὴ ποὺ δέχεται τὰ βήματὰ μας εἶναι τὸ «Στοιχειὸ», χίλια τόσα μέτρα πάν' ἀπ' τὴ θάλασσα. Κορφοβούνι τῶν Ἀγράφων, εἶναι βυθισμένο σὲ ἀποκρουστικὴ πανερότητα, ποὺ ὡστόσο παίρνει τὴ ζεστασιὰ τοῦ θρύλου. Δὲ θὰ τὸν ἀναλύσω σήμερα, τὰ σημειώματά μου κινοῦνται στὸν ἐπιφανειακὸ χῶρο τῆς περιγραφῆς καὶ δὲν ἔχουν θέση ἑρμηνεῖες καὶ τοποθετήσεις τῶν δεδομένων σὲ βάσεις δικαιολογητικὲς τῆς δημιουργίας τῶν θρύλων καὶ τῶν παραδόσεων. Θ’ ἀναφερθῶ ὅμως σ’ ἕνα ἀσυνήθιστο γεωλογικὸ φαινόμενο ποὺ παρουσιάστηκε ἐδῶ τὸ Γενάρη τοῦ 1963.
Νύχτα παγωμένη εἴταν, ὅταν μιὰ καταχθόνια βουὴ συνοδευόμενη ἀπὸ ἰσχυρὴ δόνηση, δημιούργησε στὰ πλησιόχωρα χωριὰ τὴν ἐφιαλτικὴ αἴσθηση τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου. Τὶ εἶχε συμβεῖ; Ἀπ’ τὴν κορφὴ σχεδὸν τοῦ «Στοιχειοῦ» ξεκόπηκε ὁλόκληρη ἡ δυτικὴ πλευρὰ τοῦ βουνοῦ καὶ κατρακύλησε στὰ ρέματα κάτω. Τὸ ἀποτέλεσμα εἴτανε νὰ χαθῆ ὁλόκληρη ρεματιὰ καὶ νὰ δημιουργηθῆ ἕνα τεράστιο χωμάτινο φράγμα ἐκεῖ, ποὺ εἶχε σὰ συνέπεια τὴ δημιουργία μιᾶς μεγάλης λίμνης στὸν ἄλλοτε ρέμα.
Ἡ λίμνη, πεντακόσια πάνω κάτω στρὲμματα, φιγουράρει ἐκεῖ, κρύβοντας στὰ βάθη της σπίτια καὶ δέντρα. Ποῦ καὶ ποῦ ξεχωρίζει καμιὰ σκεπὴ βουλιαγμένη στὸ νερὸ, ὲνῶ ξενερίζουν ὁλόγυρα σκελετωμένα ξερόκλαδα καὶ κορφὲς τῶν δέντρων ποὺ βυθίστηκαν - σὰ μυθικὰ χέρια ποὺ ὑψώνονται σὲ μάταιη ἐπίκληση..
Κοιτᾶτε άπ’ τὶς κορφὲς ἐκεῖνες τὸ σκισμένο βουνὸ, τὸ ἄλλο ποὺ κύλησε κάτω, τὴ γαλανάδα τῆς λίμνης πέρα, συλλογίζεστε καὶ τὶς ὑποψίες τῶν γεολόγων ὅτι ἀργὰ ἤ σύντομα θὰ δημιουργηθῆ καινούρια γεωλογικὴ ἀναστάτωση στὸν τόπο, καὶ μιὰ φρικίαση σκίζει τὰ σωθικὰ. Ἔτσι νὰ γίνει κάτι τώρα οἱ... βέβηλοι ἐπισκέπτες θὰ καταδικασθοῦν στὴν αἰώνια μοίρα τοῦ Ἄτλαντα.
Περίφοβοι κατεβαίνουμε. Ὁ ἑπόμενος σταθμὸς εἶναι τὸ ὓψωμα τῆς «Ἁγίας Παρασκευῆς». Ἕνα βουναλάκι, στημένο πάνω στὸν κύριον ὄγκο τῶν Ἀγράφων, ποὺ προεκτείνεται ὁμαλὰ σὰ μπράτσο πέρα κι ὓστερα κόβεται ἀπότομα σὰ μὲ μαχαίρι. Στὸ ἄκρο σχηματίζει ἕνα πλατωματάκι, ὅπου παλιοὶ γενάρχες ὄρθωσαν τὸ ξωκλήσι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Σώζονται ἀκόμα τὰ ρεποθέμελα, νὰ διαγράφουν νοερὰ τὶς διαστάσεις τοῦ παλιοῦ ναΐσκου. Εἴτανε και τὸ ρημοκλήσι τοῦτο ἕνας κρίκος στὴν ἁλυσίδα τῶν ἄλλων ποὺ περιβάλλανε τὴν Στεφανιάδα. Ὁ... χορὸς τῶν ἐξωκλησίων στὴν πολίχνη καὶ σ’ ἀλλες τέτοιες τῆς Ἀργιθέας βρίσκει τὴν ἑρμηνεία του σὲ μιὰν ἀφελὴ πίστη τῶν κατοίκων. Εἶχε ριζώσει ἐδῶ ἡ παραδοχὴ πὼς οἱ ἐπιδημικὲς ἀσθένειες ἔρχονταν προσωποιημένες, μὲ μορφὴ ἀποκρουστικῶν στὴν ὄψη γυναικῶν. Τὶς βλέπανε καὶ τὶς ἀκούγανε μάλιστα πολλοὶ σὰν ἔμπαιναν στὰ χωριὰ γιὰ ν’ ἀσκήσουν τὸν ἀπαίσιο ρόλο τους. Καταλήξανε ἔτσι στὴν ἀπόφαση νὰ ζώσουν τὰ χωριὰ μὲ ἱερὰ χτίσματα, ὥστε νὰ γίνουν οἱ ἃγιοι ἀσπίδες τῆς ὑγείας τῶν χωριανῶν. Τὸ μεταξὺ τῶν ρημοκλησιῶν διάστημα καλύπτανε συχνὰ μὲ λιτανεῖες, κι ἀκόμα, γιὰ νὰ ὑπάρχει παντοτινὴ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στὸν τόπο, τοποθετοῦσαν σὲ τρύπες τῶν τριγυρινῶν δέντρων ἁγιασμένα ὑψώματα. Ἀπὸ τότε τοῦτα τὰ δέντρα λέγονται ὣς σήμερα «ὑψωμένα». Ἀλλὰ μὲ τὴ λατρευτικὴν αύτὴ πράξη ἀσχολήθηκα σὲ παλιότερο φύλλο τῆς «Θεσσαλίας». Περιτεύει συνεπῶς κάθε ἐπιμονὴ μου σ’ αῦτὴν.
Ἕνα γύρω τοῦ ὑψώματος ὅλα εἶναι ντυμένα στὸ πέπλο τῆς σιγῆς. Βουνὰ, τιτανικὰ βουνὰ, ποὺ σκίζονται κάθε τόσο ἀπὸ χαράντρες καὶ βάραθρα, ἀγριεύοντας τὰ τοπία. Κι ὓστερα ἡ ἄτακτη διάταξη τῶν κορυφῶν. Ἀπὸ γιγάντιες βάσεις ὀρθώνονται τοῦτες οἱ πέτρινες ἐξάρσεις τῆς γῆς, στενεύουν πρὸς τὰ ὕψη καὶ κατόπι τρυποῦνε τὸ οὐράνιο στερέωμα. Λευκάζουν ἀκόμα τὰ χιόνια καρδιὰ τοῦ καλοκαιριοῦ - ἐδῶ κι ἐκεῖ, παίρνοντας μιὰ προέκταση προκατακλυσμιαίων ἐποχῶν τοῦτα τὰ τετράψηλα βουνὰ μὲ τὸ πέτρινο κορμὶ καὶ τὴν ἄγονη φλούδα τους. Τεντώνεται ἡ γῆς ὡς πέρα, ἀνηφορίζοντας ποιὸ κομμάτι της νὰ φτάσει ψηλότερα, ν’ ἀγγίζει τὰ σύννεφα μὲ τὸ χρῶμα τοῦ θανάτου. Ἀλλὰ ἡ ἀπεραντοσύνη δὲν εἶναι κουραστικὴ, ὅπως στοὺς κάμπους. Ὑπάρχει ἐδῶ ἡ ἀνάταση, οἱ γήινες ἐκβλαστήσεις σπάζουν τὴ μονοτονία καὶ θεριεύουν τὸ θεατὴ. Ἔτσι ὅπως τ’ ἀντικρίζεις στὸν ἀνυψωτικὸ συναγωνισμὸ τους, ὑψώνεσαι καὶ σὺ μαζὶ μ’ αὐτὰ καὶ φτάνεις στὸν οὐρανὸ. Γίνεσαι ὅλος μιὰ τεράστια ὕπαρξη ποὺ ἁπλώνεται ὣς πέρα καὶ ἄνω γιὰ ν’ ἀγγίξεις τὴν ψυχὴ τοῦ παντὸς. Στὰ ὅρη ὁ ἄνθρωπος ἐναπόθεσε τὴ μεταφυσικὴ του ἐλπίδα, αἰῶνες ἀπροσμέτρητους ἀπὸ τὰ ὓψη προσμενε τὴ λύτρωση, ἐκεῖ ἔχει τοποθετήσει τοὺς θεοὺς του, νὰ κοιτάζει πρὸς τὰ ἄνω καὶ νὰ γλυκαίνει τὸ μέγα μυστήριο τοῦ θανάτου. Εἶναι ὓστερα καὶ τ' ἄλλο.
Τὰ ὓψη εἶναι σύνδεσμοι οὐρανοῦ καὶ γῆς, ἐκεῖ πάνω πνευματοποιεῖται τὸ ἄτομο καὶ, μειώνοντας τὴν αἴσθηση τῆς ὑλικότητας, μεταφέρεται σ’ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο ζωῆς, ἐλαφρυμένο ἀπὸ τῆς ἔγνοιας καὶ τοῦ πάθους τὸ βάρος. Κι ὅσο ἀτενίζεις μακριὰ τὴν ἐρημιὰ τῶν γυμνῶν ὁριζόντων, τόσο νιώθεις ν’ ἀπαλλάσονται κι ἀπ’ τὸ δικὸ τους βάρος οἱ ὄγκοι ἐκεῖνοι καὶ νὰ γίνονται ἕνα μὲ τὰ οὐράνια.
Κι ἁπλώνεται σ' ἀπίθανο μάκρος αὐτὸς ὁ ὁρίζοντας ἀπ’ τὸ ὓψωμα τῆς «Ἁγίας Παρασκευῆς». Ξεχωρίζουν καλὰ τὰ ἱστορικὰ βουνὰ τοὺ Σουλίου, τὸ γιγάντιο κορμὶ τῶν Τζουμέρκων κι ἀχνογράφονται πέρα τὰ ὄρη τῶν Ἰωαννίνων. Κάπου ἐκεῖ - μοῦ δείχνουν οἱ ἱερεῖς - πρέπει νὰ βρίσκεται καὶ τὸ ἱστορημένο μοναστήρι τοῦ Σέλτσου στὸ νομὸ Ἄρτας ποὺ κλείνει μιὰν ἀνυποψίαστη σελίδα θυσίας. Μέσα σ' αὐτὸ ὀχυρώθηκαν τὸ Γενάρη τοῦ 1804 σουλιῶτες, κυνηγημένοι ἀπὸ τὸν Ἀλήπασα καὶ γιὰ τέσσερις μῆνες ἔκαναν τὰ στήθια τους καὶ τὸ μοναστήρι ἀσπίδα τῆς τιμῆς τους. Προδόθηκαν ὅμως στὸ τέλος κι ἀναγκάστηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὶς ἐπάλξεις τους. Τότες ἀκριβῶς ὅσες γυναῖκες καὶ παιδιὰ βρίσκονταν στὸ ἱερὸ χτίσμα, σύροντας τὸ χορὸ τοῦ θανάτου, γκρεμίστηκαν καὶ τσακίστηκαν στὴ χαράντρα τοῦ Ἀχελώου ἀπὸ τετρακόσια μέτρα ὓψος. Γιὰ νὰ μὴν παραδοθοῦν στὸν Ἀλὴ.
Τέτοιο πνεῦμα ἡρωϊσμοῦ καὶ θυσίας εἶναι στοιχειωμένο παντοῦ σὲ κεῖνα τ’ ἀνεμοδαρμένα βουνὰ. Ἑλληνικοὶ παλμοὶ παλικαριᾶς τοῦ Μπουκουβάλα, τοῦ Σταθᾶ, τοῦ Κατσαντώνη, τοῦ Καραϊσκάκη, τοῦ Λεπενιώτη, τοῦ Στουρνάρα, τοῦ Ράγκου, τοῦ Καραούλη, δονοῦνε θαρεῖς τὴν ἀτμόσφαιρα, ἀντιβουΐζοντας ὁλοῦθε τὴ μεγάλη παράδοση τοῦ ξεσηκωμοῦ. Μιὰ χρυσὴ ἁλυσίδα ἀγωνιστῶν, μὲ πρῶτο καὶ καλύτερο τὸν Καραϊσκάκη, ἔχει δεθεῖ ἀξεχώριστα μὲ τοῦτο τὸν τόπο, νὰ τὸν ἀτενίζεις καὶ νὰ φουσκώνει ἡ ψυχὴ σου ἀπ' τ’ αὐραγέρι τῆς λεβεντιᾶς.
Ἀλλὰ ἡ μνήμη τῆς θυσίας δὲ συντηρεῖται μονάχα ἀπὸ τὴ θύμηση, ἀναζωπυρώνεται κι ἀπὸ κόκαλα παλικαριῶν. Σώζονται ἀκόμα πάνω στὴν κορφὴ τοῦ «Τυρολόγου» τάφοι μαχητῶν τοῦ Καραϊσκάκη, ποὺ πέσανε στὸ βουνὸ, ἀντιμετωπίζοντας στὰ 1824 τὸ Μουσταὴ - πασὰ ἤ Σκόντρα. Ἀπὸ τότε ὁ χῶρος λέγεται στὰ «Μνήματα», ἕνα περιβόλι τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς, διάστικτο ἀπὸ κόκαλα, ἀπὸ κεῖνα ποὺ βγῆκε ὀλόρθη ἡ Λευτεριὰ, καταπῶς τὸ τραγούδησε κι ὁ Σολωμὸς.
Ἀλλὰ τὰ βουνὰ τοῦτα δὲ στάθηκαν ἀκροπόλεις τῆς παλικαριᾶς μονάχα στὰ χρόνια τοῦ θρήνου καὶ τοῦ ξεσηκωμοῦ. Ἀναδείχτηκαν φρούρια τῆς ἀντρειοσύνης ἀπὸ προχριστιανικούς ἀκόμα καιροὺς. Τὸ μαρτυροῦνε τὰ τόσα ὑπολείμματα ἀπὸ ὀχυρωματικὰ ἔργα, ποὺ συναντᾶτε σ’ ἀπίθανους κι ἀπλησίαστους τόπους. Μὲς στὰ κοτρώνια καὶ τὰ κατσάβραχα φυτρώνουν σὰ μέσα ἀπὸ τὴ γὴ, μαζὶ μὲ τὰ χαμοκλάδια, τείχη καὶ κάστρα, ὑλοποιῶντας ἐπάνω τους τὸ ἀλύγιστο φρόνημα τούτης τῆς ράτσας. Ἀπὸ πανάρχαιους καιροὺς.
Μοῦ σύστησαν μιὰ μέρα δυὸ ταμπούρια ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ἐπανάσταση σὲ μιὰ πανοραματικὴ, γκρεμνώδικη βίγλα, δεκαπέντε λεπτὰ ἀνήφορος ἀπὸ τὸ ἱστορικὸτατο μοναστήρι τῆς «Σπηλιᾶς». Σκαρφάλωσα ὁλομόναχος τὸ βραδινὸ καὶ τὰ περιεργάστηκα. Μὲς στὴν εἰρήνη τῆς ἐρημιᾶς τὰ βρῆκα μισογκρεμισμένα, τὰ αἰστάνθηκα ὅμως ἀγέρωχα καὶ περήφανα σὰν τοὺς ἀνυπόταχτους ἐκείνους ποὺ τὰ ὓψωναν και τ’ ἁγίαζαν μὲ τὸ αἷμα τους, νὰ τραγουδᾶνε τὸ τραγούδι τῆς δόξας καὶ τῆς μεγάλης θυσίας. Τὸ ἴδιο τραγούδι ποὺ τὸ ἄρχισαν κάποτε ἕλληνες στὶς Θερμοπύλες καὶ τὸ συνέχισαν στὶς μεγάλες κορυφώσεις τους οἱ πατέρες μας οἱ ἱεροὶ. Τὸ λένε τοῦτα τὰ βουνὰ, τὰ κάστρα μας, τὰ γεφύρια μας κι οἱ στενωποὶ, ἡ Ἑλλάδα μας τὸ λέει καὶ δέν πεθαίνει.
Τετάρτη μέρα τῆς ἑβδομάδας πέθανε ὁ μπαρμπα Κώστας Καραούζας στὸ καλυβάκι του, μιὰ ὥρα ἔξω ἀπ’ τὴ Στεφανιάδα. Χτύπησε ἡ καμπάνα τῆς «Παναγίας», κάθε δουλειὰ σταμάτησε στὸ χωριὸ. Οἱ ἄντρες ποὺ ἐργάζουνταν στὰ χωράφια τους καὶ τὰ μποστάνια πέταξαν τὰ σύνεργά τους οἱ γυναῖκες σταμάτησαν τὶς ἐξωσπιτικὲς ἐργασίες καὶ συμμαζεύτηκαν στὰ γιατάκια τους. Εἶναι ἡ ὥρα τῆς νοερῆς συμμετοχῆς στὸ πένθος. Χωριανός τους, μαθὲς, χάθηκε, κάθε συμπαράσταση πρὸς τοὺς χαροκαμένους συγγενεῖς, ἀποτελεῖ ἐθιμικὴ ἐπιταγὴ.
Ἀραιὰ - ἀραιὰ οἱ γυναικοῦλες τῆς πολίχνης, ντυμένες στὰ σκοῦρα φορέματα, ποῦ καὶ ποῦ καὶ ἄντρες, πεζοποροῦν γιὰ τὸ κονάκι τοῦ νεκροῦ. Κρατοῦν στὰ χέρια ἕνα ματσάκι λουλούδια μὲ κερὶ μπηγμένο καταμεσὶς. Φτάνουν στὸ σπίτι, χαιρετοῦν τὸ νεκρὸ, ἀποθέτουν τὰ ἄνθη στὸ φέρετρο καὶ κολλοῦν γύρ' ἀπ’ αὐτὸ ἤ στὰ παράθυρα τὰ κεριὰ τους. Συλλυποῦνται τοὺς συγγενεῖς καὶ πιάνουν θέση ἐνάγυρο στὸ κιβούρι. Οἱ γριοῦλες ποὺ ξέρουν ἀπὸ «μοιργιολόια», βοηθοῦν τὴν κυρα - Κώσταινα στὸ μοιριολόγημα τοῦ συζύγου της.
Ὅλη τὴ νύχτα ὁ νεκρὸς θ’ «ἀκούει» τὰ τραγούδια τοῦ θανάτου, θὰ συντροφεύεται ἀπὸ τοὺς συντοπίτες του. Τὴν ἑπομένη ἔρχεται ὁ παπὰς - εἶναι ὁ πάτερ - Κωσταντὴς, ποὺ συναντήσαμε κι ἀλλοῦ - γιὰ τὴν κηδεία. Ὅλο σχεδὸν τὸ χωριὸ θὰ «ξεβγάλει» τὸν πεθαμένο. Θὰ τὸν πάρουν στὸν ὦμο δυὸ ἢ τρεῖς ἄντρες καὶ πίσω του ἕνας - ἕνας, ὅσο ἐπιτρέπει δηλαδὴ τὸ στενὸ μονοπάτι καὶ θ’ ἀνέβουν τὸ γολγοθά τους. Τὰ μοιρολόγια συνεχίζονται καὶ στὸ δρόμο κι’ ἀνακατεύουνται μὲ τὶς ψαλμουδιὲς τῶν ψαλτάδων.
Μιὰ ὥρα πορεία καὶ ἡ νεκρώσιμη πομπὴ θὰ φτάσει στὴν ἐκκλησιὰ τῆς Παναγίας. Ἐδῶ θὰ παραβρεθεῖ κι ὅποιος τυχὸν δὲν κατόρθωσε ν’ ἀκολουθήσει τὸ λείψανο. Θὰ ψαλεῖ ἡ ἀκολουθία στὸ ναὸ κι ἀπὸ κεῖ ὅλοι θὰ πορευτοῦν στὸ νεκροταφεῖο γιὰ τὴν ταφὴ. Μαζὶ μὲ τὸ λαδόνερο τοῦ καντηλιοῦ ὁ παπὰς θὰ ρίξει πάνω στὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ ἕνα κομμάτι κεραμίδι, ὅπου προηγουμένως θὰ χαράξει σταυρὸ καὶ στὰ τέσσερα τετραγωνάκια του τὸ ΙΣ - ΧΡ - ΝΙ - ΚΑ (Ἰησοῦς Χριστὸς Νικᾶ).
Πάνω ἀπὸ τὸν κλειστὸ πιὰ τάφο πλύνονται ὅλοι, τρῶνε ἀπὸ τὴν κουλούρα μὲ ἄζυμο ψωμὶ ποὺ φέρνει μαζί της μιὰ γριὰ καὶ στὸ τέλος θὰ μοιραστοῦνε λουκούμια ἀπὸ τὸ σπιτικὸ τοῦ μακαρίτη καὶ θὰ προσφερθεῖ τσίπουρο. Τρώγοντας καὶ πίνοντας ὁ καθένας εὔχεται: «Θὲς ’χωρὲς τὴ ψυχὴ π’ ἀναπαύτηκε». Ὁ τάφος θὰ σημαδευτεῖ μὲ καντήλι σὲ κουτὶ ξύλινο ἢ μικρὸ χῶρο μὲ πλάκες.
Στὸ ἀναμεταξὺ ἐκεῖνοι ποὺ θὰ παραμείνουν στὸ σπίτι τοῦ νεκροῦ θ’ ἀνάψουν καὶ θὰ συντηρήσουν μεγάλη θράκα στὸ τζάκι. Μόλις λοιπὸν, ἐπιστρέψουν οἱ χωριανοὶ ἀπὸ τὴν κηδεία, θ' ἁπλώσουν στὸ κατώφλι κάρβουν’ ἀναμμένα καὶ καθένας ποὺ θὰ περνάει μέσα (ἐκτὸς τοῦ παπᾶ) θὰ «πλένει τὰ χέρια του πάνω σ’ αὐτὰ. Ὕστερα θὰ τινάζει τὰ βρεγμένα χέρια του πρὸς τὰ πίσω καὶ θὰ σκουπίζεται. Τότε ἐπιτρέπεται νὰ δρασκελίσει τὸ κατώφλι.
Στὸ νεκρόσπιτο κερνιένται τσίπουρο καὶ καφὲ. Παλιότερα πρόσφερναν καὶ νηστήσιμα φαγητὰ: Λαχανόπιττα, ὄσπρια καὶ κρασὶ, ἐνῶ οἱ εὐχὲς ἔπαιρναν κι ἔδιναν: «Συγχωρεμένος, καλὴ παρηγοριὰ τσ’ ζωντανοὶ». Τὸ βράδι οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ γειτόνοι προσκομίζουν στὸ σπιτικὸ τοῦ νεκροῦ κρασὶ καὶ διάφορα φαγητὰ νηστήσιμα, ἂν εἶναι σαρακοστὴ. Διαφορετικὰ πηγαίνουν καὶ γαλακτερὰ, ποτὲ ὅμως κρέας. Ὅλ’ αὐτὰ τὰ τρῶνε οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι ποὺ κάνουν τὴν «παρηγοριὰ».
Οἱ πρῶτες ἐννιὰ μέρες ἀπὸ τὸ θάνατο εἶναι μέρες ἄπραγες γιὰ τὴ χαροκαμένη οἰκογένεια. Κανεὶς δὲ θὰ δουλέψει, καμιὰ γυναίκα δὲ θ’ ἀσχοληθεῖ πέρ’ ἀπ’ τὴν παρασκευὴ τοῦ φαγητοῦ. Φυσικὰ ὅλοι θὰ ντυθοῦνε στὰ μαῦρα. Οἱ ἄντρες ἐπιπλέον, ἔξω ἀπὸ τὸ μαῦρο πουκάμισο ποὺ θὰ φέρουν γιὰ ἕνα χρόνο, θ’ ἀφήσουν καὶ τὰ γένεια τους γιὰ καιρὸ. Μπορεῖ καὶ νὰ μὴν τὰ κόψουν καθόλου στὸ χρόνο, ἂν ἔχασαν νέον ἄνθρωπο.
Ἡ κατάργηση τοῦ πένθους μὲ τὰ ἐμφανῆ σημεῖα πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων. Μὲ τὴν εὐκαιρία τελεῖται τὸ καθιερωμένο μνημόσυνο, καὶ τὸ ἴδιο βράδι ἐπαναλαμβάνεται ἡ «παρηγοριὰ» τῆς ἡμέρας τῆς κηδείας. Στὸ σπίτι δηλαδὴ τοῦ νεκροῦ συγκεντρώνονται οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι κι ὅλοι μαζὶ εὐωχοῦνται (καὶ μὲ κρέατα τώρα) στὴ μνήμη τοῦ ἀγαπημένου ποὺ ἔφυγε.
Ἐκεῖνο ποὺ ἁρμολογεῖ τὴν πιὸ εὐφρόσυνη μὰ καὶ συγκινητικὴ ἀτμόσφαιρα στ’ Ἄγραφα εἶναι ὁ γάμος. Ἡ ἐθιμοταξία του μάλιστα - κι αὐτὸ μοῦ ἔκανε βαθιὰν ἐντύπωση - δὲν ἔχασε καθόλου σὲ ἔνταση, χρῶμα καὶ πλοῦτον ἐκδηλώσεων ἀπὸ μιὰ παλιότερη γαμήλια τελετὴ. Ὅλα διατηροῦνται ἀκέραια, ζωηρὰ καὶ ἁγνὰ, δίνοντας στὸ θεατὴ τὴν ἐντύπωση ὅτι ὁ χρόνος στάθηκε πιὰ μακριὰ στὰ περασμένα. Μονάχα οἱ φορεσιὲς τὼν προσκαλεσμένων καὶ τοῦ ἀντρόγυνου (παλιότερα ὥς τὸ 1925 πάνω - κάτω παντρεύονταν μὲ τοπικὲς φορεσιὲς, φουστανέλλες κ.λ.π.) διαλύει τὴν ψευδαίσθηση τῆς στασιμότητας τοῦ χρόνου.
Ἔτυχε τίς μέρες ἐκεῖνες νὰ γίνει ὁ γάμος τοῦ ἐνωμοτάρχη κ. Ἀποστόλη Βόιβοντα μὲ τὴ δ. Βαρβάρα Μακρυγιάννη στὸ χωριὸ Λεοντίτο τῆς Ἀργιθέας, γιὰ νὰ ἀντιληφθῶ τὸν ξεσηκωμὸ τῶν κατοίκων. Ὄχι μόνο στὸ χωριὸ τοῦτο μὰ καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα τέτοια τῆς περιοχῆς. Δὲ θὰ μείνει δηλαδὴ συγγενὴς καὶ φίλος, χωρὶς νὰ κάνει ἔντονη τὴ συμμετοχὴ του στὴ μεγάλη χαρὰ, ἔστω κι ἄν κατοικεῖ πέντε καὶ ἕξη ὧρες δρόμο ἀπὸ τὴν ἕδρα τῶν μελλόνυμφων. Καὶ δὲ θὰ συμμετάσχει μόνος του, ἀλλὰ μὲ τὴν οἰκογένειά του καὶ πάντοτε μ’ ἕνα σφαχτάρι στὸ χέρι. Αὐτὸ εἶναι τὸ δῶρο του. Ὅλα τώρα τοῦτα τὰ ζῶα θὰ γίνουν ἐδέσματα στὸ μέγα νυχτερινὸ τραπέζι τοῦ γάμου.
Ἡ ἀναφορὰ μου ὅμως σ’ αὐτὸν εἶναι ἀδύνατο νὰ καλύψει ὅλα τὰ καθέκαστα τῆς τελετῆς, ποὺ εἶναι ὄντως, ἀτελείωτα. Ἄλλωστε, τὸ σημείωσα καὶ στὴν ἀρχὴ, ἐδῶ δὲ γίνεται συστηματικὴ μελέτη τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ τῶν Ἀγράφων. Ἕνα γενικὸ καὶ ἐπιφανειακὸ σκαρίφημα τῆς λαϊκῆς ζωῆς δίνω, χωρὶς ἀναλύσεις καὶ λεπτομερειακὲς ἀναγωγὲς. Αὐτὰ θὰ γίνουν ἄλλη φορὰ. Ἀναγκαστικὰ λοιπὸν, κι ὁ γάμος θὰ περάσει ἀπὸ χοντρικὸ ἀντίκρισμα.
Ἡ πρώτη ἐκδήλωση τοῦ γάμου θ’ ἀρχίσει τὴν Τρίτη. Τότε ξεκινοῦν δυὸ νέοι μὲ τὴν πατροπαράδοτη «κόφα» (= ξύλινο παγούρι μὲ κρασὶ, στολισμένο στ’ ἄνθη) καὶ καλοῦνε τ’ ἀσκέρια ποὺ θὰ πλαισιώσουν τὴν τελετὴ. Τὴν Τετάρτη «ἀναπιάζουν» τὰ προζύμια στὸ κονάκι τοῦ γαμπροῦ, τὴν Πέμπτη γίνουνται τὰ ἴδια στὸ σπίτι τῆς νύφης. Πάντοτε ὅμως μέσα σὲ βουηρὸ χαροκόπι μὲ ὀρχῆστρες καὶ τραγούδια δημοτικὰ. Τὴν Παρασκευὴ, οἱ φίλες καὶ γνωστὲς τῆς νύφης συγκεντρώνονται σπίτι της καὶ τακτοποιοῦν τὰ προικιὰ, ζυμώνοντας καὶ τὴν κουλούρα μὲ τὸ προζύμι ποὺ «ἀνάπιασαν» τὴν παραμονὴ, πάντοτε μὲ τραγούδια κι εὐχὲς. Τὴν ἴδια μέρα, φίλοι καὶ συγγενεῖς τοῦ γαμπροῦ μεταφέρουν στὸ οἴκημά του τὰ ξύλα ποὺ θὰ δώσουν τὴ φωτιὰ, γιὰ νὰ βράσουν τὰ φαγητὰ τοῦ γάμου. Τὸ Σάββατο πρωΐ (μπορεῖ ὅμως καὶ τὴν Παρασκευὴ τὸ βράδι) παίρνουν οἱ «προικιαραῖοι» τὰ προικιὰ ἀπὸ τὴ νύφη καὶ τὰ πηγαίνουν στὸ γαμπρὸ.
Τὸ Σαββατόβραδο ὀργανώνεται τὸ ἀποχαιρετιστήριο δεῖπνο τῆς νύφης, ὅπου ὅλο τὸ σόϊ της εὐωχεῖται καὶ ξεφαντώνει μέσα σὲ ἀνάμικτο κλίμα εὐφροσύνης καὶ θλίψης, μιὰ ποὺ ἡ μελλόνυμφη ἐγκαταλείπει ὁριστικὰ τὰ γονικά της.
Ὅλες οἱ ὧρες τῆς Κυριακῆς εἶναι γεμάτες ἀπὸ ἐκδηλώσεις, ποὺ τονίζουν, ἀπὸ τὴ μιὰ τὸ μέγα γεγονὸς, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐνισχύουν τὴν ἐνθουσιώδικην ἀτμόσφαιρα τῆς γαμήλιας τελετῆς. Φυσικὰ δὲ θὰ λείψουν κι ἀπὸ δῶ ἀναβιώσεις παγανιστικὲς ποὺ σκοποῦνε στὴν διατήρηση τῆς εὐζωίας καὶ τῆς εὐτυχίας τοῦ ἀντρόγυνου. Ἰδιαίτερα γραφικὴ καὶ ἔκτακτα συγκινητικὴ εἶναι ἡ συνάντηση τῶν δυὸ συμπεθεριῶν, ὅταν ὁ γαμπρὸς πηγαίνει νὰ πάρει τὴ νύφη γιὰ τὰ στεφανώματα. Μιὰ συνάντηση ποὺ ἀποθεώνεται μέσα σὲ χίλια δυὸ έθιμικὰ τελέματα καὶ γίνεται ἀφορμὴ ν’ ἀκολουθήσουν ἀμέτρητες προγονικὲς πράξεις.
Ἀλλὰ ἡ κορύφωση τοῦ κεφιοῦ πραγματοποιεῖται στὴ νυχτερινὴ παννυχίδα, ὅταν οἱ διακόσιοι καὶ τριακόσιοι καλεσμένοι ρίχνονται σ’ ἕνα ἀτελείωτο φαγοπότι καὶ τελοῦν τὴ σπονδή τους στὸ Βάκχο καὶ τὴν Τερψιχόρη. Οἱ χοροί τους ὅμως, εἶναι ἑλληνικοὶ, κανεὶς μὰ κανεὶς ξενόφερτος δὲ βεβηλώνει τὸ γιορτάσι.
Ὥς τὸ μεσημέρι τῆς Δευτέρας θ’ ἀποχωρήσουν ὅλοι, ὁπότε ἡ νύφη θὰ σκαρώσει τὴν πατροπαράδοτη πίττα γιὰ τὸ νέο σπιτικό της. Τὴν Τετάρτη θὰ ἐπισκεφτεῖ τὴ βρύση μὲ δυὸ ἀγόρια καὶ τὴν ἑπομένη Κυριακὴ τὸ ἀντρόγυνο θὰ ἑκκλησιαστεῖ. Ἀπὸ τὴν ἡμέραν αὐτὴ λύνεται ὁ... ἀποκλεισμὸς τοῦ σπιτιοῦ τῶν νιόπαντρων κι ὅποιος θέλει εἶν’ ἐλεύθερος νὰ πραγματοποιήσει ἐπίσκεψη. Σημειώνω, ἀκόμα, πὼς κάθε γαμήλια καὶ προγαμιαία ἐκδήλωση (σήκωμα προικιῶν, τακτοποίηση στὸ νέο σπίτι, ἄλλαγμα τῆς νύφης καὶ τοῦ γαμπροῦ, ξύρισμα τοῦ τελευταίου κ.λ.π. κ.λ.π.) συνοδεύεται πάντοτε μὲ εἰδικὸ, χαρακτηριστικὸ τραγούδι.
Ὁλόκληρη Ἑλλάδα ζεῖ καὶ ἀνασαίνει ἀκόμα στ’ Ἄγραφα. Τὴ θεωρεῖτε καὶ τὴ γεύεστε παντοῦ: Στὸ σπίτι, στὴ στάνη, στὸ δρόμο, στὴν ἐκκλησιὰ, στὶς λαϊκὲς πράξεις τῶν κατοίκων. Τὸ γνωρίζουν κι οἱ ἴδιοι καὶ καμαρώνουν μὲ διακριτικὴ σεμνότητα. Καὶ τὸ λένε ἀδίσταχτα. «Πῶς ζεῖτε ἐδῶ πάνω -τόλμησε νὰ παρατηρήσει κάποιος κρατικὸς ὑπάλληλος, πέρυσι, ὅταν ἐπισκέφτηκε τὸν τόπο- σεῖς δὲ βγάζετε τίποτα». Ἦλθε, ὅμως, χαρακτηριστικὴ ἡ ἀπάντηση τῶν χωριανῶν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ κοινοτικοῦ γραμματέα τῆς Στεφανιάδας: «Μπορεῖ νὰ μὰ βγάζουμε μεῖς τίποτα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ λὲς, βγάζουμε ὅμως ἕλληνες!».
Ὁλόκληρη ὑπερηφάνεια τῆς φυλῆς μας συμπυκνωμένη σ’ αὐτό τὸ λόγο.
Τελευταία μου βραδιὰ στ’ Ἄγραφα, θὰ μὲ χαρεῖ ἀπόψε ἡ μοναξιὰ τοῦ βράχου. Αὐτὸς ὁ βράχος δέκα μέρες προκαλοῦσε τὴ ματιά μου καὶ τὴν ψυχή μου, τώρα τὸ βράδι, ποὺ γίνηκε ἕνα μὲ τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας θὰ μοῦ κρατήσει συντροφιὰ. Θὰ νανουρίσει τοὺς λογισμούς μου.
Ὁ βράχος εἶν’ αὐτὸς ποὺ φαίνεται, ἡ βαθύτερη οὐσία του εἶναι ἄλλη. Εἶναι τὸ πνεῦμα τοῦ τόπου, ἡ ψυχὴ θἄλεγα τῆς περιοχῆς, ποὺ αἰῶνες τώρα ζεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν πεθαίνει μ' αὐτοὺς. «Εἶμαι τοῦ καιροῦ μου καὶ ὅλων τῶν καιρῶν...», ὅπως θἄλεγε ὁ Παλαμὰς. Μέσα σ' αὐτὴ τὴ χαρακτηριστικὴ, τὴ ἀγέραστη, τὴν ἄμωμη οὐσία συμπυκνώνεται ἡ ἰδιαιτερότητα, τὸ ὕφος τῶν κατοίκων κι ὑψώνεται ἀπ’ τὸ κέντρο της, σὰν κολόνα ἑλληνικῆς ἀρχοντιᾶς, ἡ περιπέτεια καὶ τὸ δράμα τῆς φυλῆς. Ἡ ἴδια ἡ ζωὴ τοῦ λαοῦ, ποὺ ξέρει ν’ ἀντιστέκεται στὶς μπόρες καὶ τὶς συμφορὲς, νὰ ὀρθώνει ἀνάστημα στὴν ἐχθρικὴ βία καὶ νὰ μὴν ἀπομακρύνεται ἀπ' τὶς φυσικὲς καὶ λαϊκὲς πηγὲς τῆς δημιουργίας, ἀφοῦ γνωρίζει ενδόμυχα -κι ἂς μὴν τὸ λέει μὲ τὰ χείλη της- πὼς κάθε φυγὴ ἀπ’ αὐτὴ, κάθε ὑποδούλωση στὸ μηχανοκρατικὸ πνεῦμα ὁδηγεῖ στὸ ἀδιέξοδο. Γιατὶ ὄχι καὶ στὴν ἀποδιοργάνωσή της, τὴν πτώση τῶν ἐρεισμάτων καὶ τὴ χαλάρωση τῶν ἁρμῶν της. Τὸ ὑπογραμμίζει ἀσυνείδητα ὁ ἀγραφιώτης, ἡ Ἑλλάδα ἡ παλιὰ μὲς ἀπ’ τὰ ἐρείπιά της, ἀλλ' ἡ φωνὴ πνίγεται στὸ σάλαγο τῆς ἐποχῆς. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Τὸ μαντεύουμε πιὰ μὲς ἀπ’ τὸ ἀλλοπρόσαλλο τῶν καιρῶν μας μὲ τὴν κορύφωση τοῦ ἀδιεξόδου καὶ τοῦ ἄγχους. Ποτὲ ἄλλοτε δὲν εἴμασταν τόσοι πολλοὶ σ’ αὐτὴ τὴ γὴ, ἀλλὰ καὶ ποτὲ ἄλλοτε ὁ ἄνθρωπος δὲν αἰσθάνθηκε τόση διαλυτικὴ μοναξιὰ, ὅσο σήμερα. Ποτὲ δὲν εἴχαμε τόση πληρότητα ἀγαθῶν, ἀλλὰ καὶ ποτὲ δὲ νιώσαμε αὐτὸ τὸ αἴσθημα τοῦ κενοῦ ποὺ μᾶς συντρίβει. Οὐδέποτε ἄλλοτε ὁ ἄνθρωπος διέθετε τόσην ἄνεση καὶ βολὴ, μὰ καὶ οὐδέποτε ἄλλοτε κατάλαβε τὸν ἑαυτό του τόσο κουρασμένον. Οὐδέποτε ἄλλοτε εἴμασταν τόσο ξένοι ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον, ὅσο στὴν ἐποχή μας, ποὺ ἔχει νὰ παρουσιάσει αὐτὸ τὸ θαῦμα τῶν συγκοινωνιῶν καὶ τηλεπικοινωνιῶν. Ζοῦμε τὸν αἰώνα τῆς πληθωρικῆς παραγωγῆς τῶν ἀγαθῶν καὶ τῆς ἀριθμητικῆς αὐξησης τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ὁδηγεῖ ὡστόσο στὴν ὑπαρξιακὴ ἀναστάτωση καὶ τὴν ἐρημιὰ τῶν ψυχῶν. Βράχοι καὶ γρανιτένια βουνὰ ἐδῶ, δὲν μπόρεσαν -αἰῶνες καὶ χιλιετηρίδες τώρα- ν’ ἀπομονώσουν ψυχὲς, ὅσο τὸ μπόρεσαν οἱ τριάντα πόντοι τσιμέντου ἀνάμεσα σὲ δυὸ διαμερίσματα μιᾶς πολυκατοικίας! Τὴν ἀνάβαση στὴν κλίμακα τοῦ πολιτισμοῦ τὴν πληρώνουμε μὲ τὸ πολυτιμότερο τίμημα, τὴν ψυχή μας, αὐτὴ ποὺ δὲν ἐξαγοράζεται μ’ ὅλα τὰ πλούτη τοῦ κόσμου. Ποιὸς θὰ διώξει αὐτὴ τὴν ἄγρια μοναξιὰ ποὺ βεβαιώνει τὴν τραχιὰ παρουσία της παντοῦ καὶ ἀπομυζᾶ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς μας, ρίχνοντας τὸν ἄνθρωπο στὴν πιὸ ὀδυνηρὴ περιπέτεια τῆς ἱστορίας του;
Ἡ θρησκεία ἔπαψε νἄναι γιὰ μᾶς τὸ γεφύρι ποὺ γεφυρώνει τὸ χάος, ἡ ἐπιστήμη πῆρε ἄλλους δρόμους, ἀντίθετους μὲ τὶς βαθιὲς ἐπιταγὲς τῆς ψυχῆς, λύση στὰ δικά μας πάθη, τὰ αἱματηρὰ, τὰ προαιώνια ὑπαρξιακὰ προβλήματα, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ δώσει. Καὶ τὸ ἀβυσσαλέο χάος τοῦ ψυχικοῦ μας κόσμου μᾶς χτυπάει ἀπὸ παντοῦ, προσφέροντας, σὰ δῶρο ἀπάνθρωπο, τὸν ἴλιγγο καὶ τὴν ἐσωτερική μας διάλυση.
Ξεκινήσαμε νὰ πᾶμε κάπου, νὰ ξεφύγουμε ἀπ’ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ φαίνεται πὼς μείναμε στὴ μέση τοῦ δρόμου. Τὶ θὰ κάνουμε τώρα; Ἡ θέση μας εἶναι ἀδιαμόρφωτη, ὁ λόγος μας πνίγεται στὴν ἀγωνία, τὸ ἀνικανοποίητο μᾶς συνέχει. Κι ἀναζητοῦμε μιὰ ζωὴ, νὰ χωρέσει ἡ καρδιά μας στὸ σχῆμα της, νὰ πάρουμε μιὰ ὑπόσχεση βεβαιότητας, σὰν ἀντίβαρο στὸ κενὸ καὶ τὴν περιδίνηση τῆς ἐποχῆς.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ οἱ μεγάλοι ἁπλώνουν ὁλοένα τὰ φτερὰ κι ἀναταράσσουν τὴ θάλασσα τῆς ζωῆς μας κι ἀντὶ νὰ μᾶς ἠρεμίσουν καὶ νὰ μᾶς χαρίσουν τὸ πρόσωπο ποὺ θέλει ἡ αἰώνια ψυχή μας, μᾶς γεμίζουν μὲ ἄγχη, μᾶς προικίζουν μὲ κάματο, μᾶς διοχετεύουν ἀδιάκοπο πυρετὸ. Εἴμαστε οἱ πιὸ τραγικὰ ἀδικημένοι τῶν καιρῶν, οἱ πιὸ θλιβεροὶ στρατοκόποι τῆς ἱστορίας, ποὺ ξεγελασμένοι ἀπὸ τὴ μαρμαρυγὴ τοῦ πολιτισμοῦ μας, προσφεύγουμε σὲ λύσεις ἀπελπισίας, σὲ σπασμωδικὲς ἐκδηλώσεις, ποὺ ὑποσυνείδητα ἐκφράζουν τὴν ἀντίθεσή μας στὸν ὑλικὸ κόσμο, στὴν ἴδια τὴν ἄρνηση τῶν ριζῶν μας καὶ τῆς καταγωγῆς μας. Ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ στρέφουμε περιφρονητικὰ τὶς πλάτες πρὸς ὅ,τι ὀργανώνει καὶ κρατάει τὴ ζωὴ στὸ βάθρο της κι ἀπὸ τὴν ἄλλη προσπαθοῦμε, ξεπερνώντας τὶς ἀπογοητεύσεις μας, νὰ δημιουργήσουμε ἀντιστασιακὲς ἑστίες, ἔστω κι ἀσύνειδα, στ' ὄνομα τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας. Προσπαθοῦμε, ἀλλὰ κάθε κίνησή μας πνίγεται στὴν παγωνιὰ τοῦ διπλανοῦ μας, ποὺ εἶναι ἐχθρὸς τῆς ἀξιοπρέπειας καὶ τάφος τοῦ παρελθόντος. Ποὺ καμώνεται πὼς δὲν καταδέχεται νἄρθει καταπρόσωπα μὲ τοῦτο τὸ ἔντιμο χαμόγελο τοῦ ἀγραφιώτικου βράχου, νὰ βουτήξει τὴ ρομφαία στὸ περιεχόμενό του καὶ σάρκα ἀπὸ τὴ σάρκα του καὶ αἷμα ἀπὸ τὸ αἷμα του, ὅπως εἶναι, ν’ ἀνασκαλέψει τὶς πηγὲς γιὰ νὰ χορτάσει «Ἑλλάδα» καὶ νὰ βρεῖ τοὺς ἐσωτερικούς του συγγενεῖς, ποὺ δίνουν δύναμη γιὰ νὰ τιθασέψει τὴ δύναμη τῶν ἀπάνθρωπων καιρῶν μας.
Χωρὶς τὴν ἀποδοχὴ τῆς Ἑλλάδας καὶ τῆς ψυχῆς μας, ποὖναι ἔκφραση καὶ καημὸς τοῦ Θεοῦ, θἄμαστε μετέωρα φαινόμενα μὲ ὑποστελλόμενους τοὺς τίτλους τῆς ἀρχοντιᾶς μας, ἀνίκανοι νὰ ὀχυρώσουμε τὴ ζωὴ στὸ ἐποικοδομητικὸ της βάθρο, ποὺ εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τῶν κοιμισμένων ἀξιῶν καὶ τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Βλέπω τὸν ἑαυτό μου παράταιρη κορωνίδα τοῦ βράχου. Τὸν ἀντικρίζω ξένο, παρείσαχτο σῶμα στὸν ὀργανισμὸ τῆς φυλῆς, ξεκομμένον πιὰ ἀπὸ τὸ φυσικὸ του κλίμα, νὰ πλέει, σὰ μέδουσα στὸν ὠκεανὸ τοῦ βίου. Ἕνα - ἕνα νὰ τὸν ἀφήνουν τὰ ἕρματα, νὰ γίνεται παίγνιο τῆς ἀνεμοζάλης, ν’ ἀσφυχτιᾶ, νὰ βρίσκεται ἀντιμέτωπος μὲ μύριους κινδύνους κι ὡστόσο νὰ μάχεται. Γιὰ ποῦ τραβάω ἀλήθεια;
Μ’ ἐφοδίασαν μὲ ὅπλα καὶ μ’ ἔριξαν σ’ ἕνα κόσμο ὅλο καὶ πιὸ προβληματικὸ. Μὲ παραμέρισαν ἀπὸ κεῖ ποὺ τόνιζα τὴν ἀτελεύτητη συμφωνία τοῦ κόσμου καὶ μοῦ ’παν πὼς πρέπει νὰ δημιουργήσω καινούργιον ἀνθρωπισμὸ, ἕνα «νέον καιρὸ ποὺ ν’ ἀρχινᾶ ἀπὸ μένα». Τρέχω λαχανιασμένος καὶ γκρεμίζω τὸ σπίτι μου νὰ φκιάσω ἄλλο. Κι ὅσο τρέχω, τόσο βλέπω τὸν παπού μου νὰ μὲ φωνάζει ἀπ' τὸ βάθος τοῦ χρόνου, χωρὶς ἀπόκριση. Κάποτε ξεκίνησα σωστὰ, τώρα δὲ μὲ συγκινεῖ ὁ βράχος, ὁ φτωχὸς τσομπάνης τῶν Ἀγράφων δὲ μοῦ λέει τίποτα. Κι ἡ καμπάνα ποὺ χτυπᾶ, δὲ χτυπᾶ γιὰ μένα, τὰ νυχτερινὰ μηνύματα τῆς πλάσης βρίσκουν κλειστὰ τ’ αφτιά μου, ὁ οὐρανὸς ψηλὰ δὲν ἔχει ἀπήχηση στὴν ψυχή μου. Ξιππάστηκα ἀλήθεια πολὺ, μασκαρεύτηκα μὲ κοσμοπολίτικες προσωπίδες καὶ διασπάθισα τὰ πλούτη μου. Κι ἔμεινα μόνος. Μόνος χωρὶς τὴν Ἑλλάδα μου καὶ τὴ μητέρα μου γὴ, χωρὶς τὴ μεταφυσικὴ μου πίστη, χωρὶς τὴ βακτηρία τοῦ πατέρα μου. Ποιὸς θὰ μὲ βοηθήσει στὸ δρόμο μου; Ποιὸς θὰ μοῦ ξαναζωντανέψει τὴ μητέρα μου, ποὺ σκότωσα μὲ τὰ ἴδια μου τὰ χέρια; Καὶ ποιὸς θὰ μὲ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ ἄλυτα προβλήματα ποὺ μοῦ ἔθεσε αὐτὸς ὁ «πολιτισμὸς τῆς προόδου;»
Ἕνα γύρω τοῦ βράχου τὸ σκοτάδι μοῦ γίνεται φῶς, δὲν τὸ δέχομαι ὡστόσο. Παιδὶ τῆς τεχνοκρατίας, ξεκινῶ καὶ φεύγω. Ἀφήνω τὸ βράχο στὴν αἰώνια μοναξιά του ν’ ἀναδιπλώνεται στοὺς καημούς του. Ὁ δικός μου ὁ καημὸς εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὸ πανδαιμόνιο τοῦ κόσμου. Αὔριο κιόλας θὰ πραγματοποιηθεῖ. Γειά σου, χαρά σου Ἑλλάδα μου ἁγνὴ.
ΤΕΛΟΣ
Κλείνοντας τὴν ἀναφορά μου στὴν ἀγραφιώτικη πλάση καὶ τὰ περασμένα της, νιώθω τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσω πολὺ τοὺς καλούς μου φίλους παπα-Νικόλα Καϊμακάμη καὶ παπα-Πέτρο Καϊμακάμη, ποὺ μὲ ὁδήγησαν σὲ κεῖνα τὰ βουνὰ. Κοντὰ σ’ αὐτοὺς νὰ στείλω ἐπίσης τὰ εὐχαριστήριά μου καὶ στοὺς παπα-Γιώργη Καραούλη, παπα-Κώστα Κωστακιώτη, μπαρμπα-Γιῶργο Καραούζα, γιαγιὰ-Μαρίνα Καραούζα. μπαρμπ’-Ἀντώνη Καϊμακάμη, μπαρμπα-Δημήτρη Καϊμακάμη, τὸ γραμματέα κυρ-Λάζαρο Καραούζα, τὸν μπαρμπα-Βαγγέλη Χαμπλὰ, τὸν κυρ-Φάνη Καραγεῶργο, τὸν κυρ-Βασίλη Καραούζα, τὴ γιαγιὰ Ἀγαθὴ Καραούλη, τὸν κυρ-Ἠλία Δημητρίου, τὸν μπαρμπα-Κώστα Στεργίου, τὴν κ. Εἰρήνη Καϊμακάμη, τὸν Ἠλία Καϊμακάμη, τὸ Μιλτιάδη Μέλιο, τὸ Βαγγέλη Καραγιῶργο, τὴν κ. Στάθη καὶ ἄλλους ἀκόμα, ποὺ μὲ συντρόφεψαν ἢ μὲ φιλοξένησαν ἢ μὲ κατατόπισαν πάνω στὰ πλούτη τοῦ ἀγραφιώτικου παρελθόντος. Ὅλων αὐτῶν θὰ διατηρῶ πάντα νοσταλγικὴ τὴν ἀνάμνηση.