• Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 6ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 69, στις 15 Οκτωβρίου 1991 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».

    Ο Γιωργής απ' το Πουρί

    Ο αγνός κουρελής με τη φλογέρα του, μια διασκεδαστική φιγούρα ως τα 1920

    Του Γιώργου Θωμά

    ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ακουστική εξοικείωση με το Γιωργή Πολυμέρου απ’ το Πουρί, είχα στα 1962, όταν ο λόγιος της Ζαγοράς Απόστολος Κωνσταντινίδης μου μιλούσε γι’ αυτόν τον παράξενο τύπο, χαρίζοντας μάλιστα και τη φωτογραφία του. Σύλλεξα τότε κάποια στοιχεία από ζαγοριανούς που τον γνώρισαν ίσαμε τα 1920 που πέθανε, για να μου τα συμπληρώσει τώρα τελευταία ο ιστοριοδίφης καθηγητής στη Ζαγορά Νίκος Αντωνάκης. Τον ήξεραν και οι κότες ακόμα το Γιωργή στο Πουρί από τον περασμένο αιώνα -είχε γεννηθεί στα 1850- γιατί είταν άνθρωπος της πιάτσας, σύντροφος καθημερινός της πλατείας του χωριού- ένα φιλήσυχο και πράο ανθρωπάκι με τα δύο αναπόσπαστα εξαρτήματά του: Τον τρουβά στον ώμο και το σουραύλι στο στόμα. Κοντός, κουρελής και κουρεμένος, με διακριτικά όμως τα γένεια στο πρόσωπό του και με τον μπαλωμένο μπερέ στο κεφάλι. Οπου κι αν στεκόταν, έσερνε το σουραύλι κι έπαιζε σκοπούς:

    - Θέλ’τι κι άλλου να σας παίξου; θέλ’τι να σας που (=πω) κι ένα θ’κό μ’ τραγούδ’;

    Εφκιανε, λέγανε, και δικά του τραγούδια παραπονιάρικα κι αργόσυρτα, και τα τόνιζε στα καφενεία, τους δρόμους και τις γειτονιές. Αυτός έπαιζε, κι οι συχωριανοί του συνάζονταν ένα γύρω να κάνουν χάζι με τον ευήθη συντοπίτη τους, που τον σεβόταν ακόμα και η λιανομαρίδα της πολίχνης. Κανείς δεν τον πείραζε, κανείς δεν τον ενοχλούσε. Τον έβλεπαν -μικροί μεγάλοι- σαν μια μονάδα ενσωματωμένη φυσιολογικά στον κοινωνικό κορμό, χωρίς να προκαλεί όπως τόσοι άλλοι τύποι του Πηλίου. Αγαπητός και πάμφτωχος ο Γιωργής. Αλλά και ανεπηρέαστος από το ...δηλητήριο του σκορπιού! Επιανε, λέει, σκορπιό με το χέρι και μπροστά σε πατριώτες του, τον έβαζε να τον κεντρώσει! Ολοι ανατρίχιαζαν, αυτός ατάραχος.

    Ένας άντρας παίζει σουραύλι
    Ο Γιώργης στην κεντρική πλατεία στο Πουρί, γύρω στα 1905. (Φωτογραφία του ζαγοριανού ιστοριοδίκη Απόστολου Κωσταντινίδη. Την έ­δωσε στον συντάκτη το 1962)

    ΦΤΩΧΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΙΑΡΗΣ

    Εφτασε κάποτε να μην ορίζει ούτε μια τρύπα να απαγγιάσει το κεφάλι του ο φτωχός. Τον λυπήθηκε όμως η συχωριανή του Φωτεινή Θεμελή και του παραχώρησε κάποιο δωματιάκι να μείνει. Εκεί και σύμμασε το νοικοκυριό του -ένα παλιοστρώμα και δύο παλιοκαρέκλες, όσα του έφταναν για να ζει και να τραγουδάει τον καημό της ζωής και τον έρωτα. Ερωτευόταν, λέγανε, εύκολα κάποιες γυναίκες που άμα τις αντίκρυζε, το ’ριχνε στο τραγούδι με τη φλογέρα του. Τραγουδούσε κι απ’ έξω απ’ τα σπίτια τους, αλλά μερικές δεν σήκωναν τα ερωτικά του αναστενάγματα:

    - Πάλε δω, Γιουργή; Δε μ’λες τί θέλ’ς πάλε κι γυρίζεις δω ’σιακάτ’; Κοίταξι κακομοίρι, γιατί διάουλους θα σι χορέψ’1

    Αυτός όμως δεν αποκάλυπτε τις ερωτικές του ανησυχίες. Αλλη απάντηση είχε πρόχειρη:

    - Γιατί ήρθα; Να, πέρασα να μη λέτι ότι δε σας καταδέχουμι...

    Πιότερο όμως είχε βάλει στο μάτι (και στο μυαλό του) τη γυναίκα ενός κοινοτάρχη της πολίχνης, επειδή ο τελευταίος τον έστελνε να ποτίζει τα κρεμμύδια της αυλής του. Τον πήραν βέβαια χαμπάρι οι συμπατριώτες του και τον ...κολλούσαν άγρια:

    - Γιουργή, πες σφήνα· σε ζητάει η προυιδρίνα...

    - Γιουργή, πες σπλήνα· άσ(ε) την προυιδρίνα κι τρέξι σι καμιά παλιουπρουβατίνα.

    - Βρε δεν είνι για τα μούτρα σ’ η προυιδρίνα.

    Ακουγε πολλά, μα δεν αντιδρούσε. Εσκυβε το κεφάλι του κι έπνιγε μέσα του τον πόνο απ’τη χιλόπιτα που έτρωγε κάθε φορά...

    Αλλοτε πάλι περνούσε σε καμιά αυλή, κι άμα δεν τον έπαιρναν είδηση, προκαλούσε ο ίδιος την παρουσία του:

    - Ω, τθεια (=θεία) μ’ακούς λέου; Δω είμι. Να, ήρθα να μη λέτι ότι δε σας καταδέχουμι...

    Στα χάλια που τον έβλεπαν οι πουριανοί (χάλια σωματικά και... πνευματικά) δεν τον άφηναν νηστικό. Πάντα θα έβρισκε ένα πιάτο φαΐ κι ένα ξεροκόμματο να πραΰνει την πείνα του ο δυστυχής. Παζαρίσιος όμως όπως είταν, έπρεπε να είχε κι ένα φράγκο στην τσέπη του για μια κούπα κρασί κι ένα ποτήρι τσίπουρο στο καφενείο. Δεν ζητιάνευε γι’αυτό κι ούτε έκλεβε -αυτοί οι τύποι είχαν μια βαθιά ριζωμένη μέσα τους ηθική, που την είχε καλλιεργήσει η λαϊκή παράδοση του τόπου. Επαιρνε λοιπόν το μακρινό στρατί και πήγαινε στην Παλιά Μιτζέλα, δυόμισι και τρεις ώρες δρόμο, να συνάξει αλισφακιές και μανιτάρια. Τα στρίμωνε όλα στον τρουβά του (όσα δεν χωρούσαν τα έχωνε στον κόρφο του) και τα ’φερνε στο Πουρί. Γυρόφερνε τα σπίτια και τα πουλούσε όσα - όσα. Δεν τον εκμεταλλεύονταν ωστόσο οι κάτοικοι. Τον ικανοποιούσαν ανάλογα, ακόμα κι όταν τον έστελναν για δουλειές του ποδαριού στο χωριό ή στην περιοχή.

    ΣΤΙΣ ΣΕΡΡΕΣ

    Αλλά τα πόδια του δεν τα είχε μονάχα για την Παλιά Μιτζέλα ο φτωχός και ολιγόμυαλος Γιωργής. Τα ...ετοίμασε κάποτε και για τις Σέρρες. Εκεί είχε καταλήξει ως στρατιώτης ο νουνός του Αλέκος Νάσιος κι αποφάσισε να περπατήσει έως τη μονάδα του.

    - Βρε πού θα πας, θιουσκουτουμένε -προσπαθούσαν να τον εμποδίσουν οι χωριανοί του- βρε θα σι φάνι οι λύκ’ στου δρόμου, δε λ’πάσι τ’ ζουή σ’;

    Αλλος του ’λεγε:

    - Κάτσι στ’ αβγά σ’ κι μη θέλ’ς τέτοια γυρίσματα. Θα σι χάσ’ι τόπους κι θα κλαίει τ’ν ουμουρφιά σ’ κι του σουραύλι σ’ βρε. Κι τί θα γένουμι ύστιρα...

    Μα αυτός αγρόν αγόραζε. Το σκέφτηκε και το πραγματοποίησε. Πήρε τα μονοπάτια του Πηλίου, βγήκε στον Αγιόκαμπο και γιαλό - γιαλό το μονοπάτι, έφτασε στη Θεσσαλονίκη κι αποκεί στις Σέρρες. Πήγε και βρήκε το νουνό του.

    Επεσε απ’ τα σύννεφα σαν τον είδε:

    - Βρε Γιουργή, βρε ισύ είσι, πώς ήρθις βρε δω ’σιαπάν’, δε φουβήθ’κις τίπουτα;

    Ο Γιωργής δικαιολόγηθηκε:

    - Ηρθα να σι ιδού στ’ ξινιτιά απ’ σι πήγανι. Μ’ τί έτσ’ κάν’ι ου κόσμους κι αλησμουνάει τ’ς θ’κοί τ’ τ'ς ανθρώπ’;

    Τελικά ο νουνός του τον κράτησε δυό - τρεις μέρες κι ύστερα τον εξαπέστειλε στο Πουρί, αφού πρώτα του αγόρασε μια αλυσίδα για το λαιμό, έτσι όπως συνήθιζε να δωρίζει ο κουμπάρος στο αναδεξίμι του.

    ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΠΟΥΡΙ

    Πήρε πάλι το δρόμο κι ύστερα από περιπέτειες και δοκιμασίες, έφτασε κάποτε στο Πουρί. Σαν τον είδαν σώο και αβλαβή, απόρησαν:

    - Ηρθι ι Γιουργής απ’ τ’ς Σέρρις.

    - Ηρθι; Αμ πώς ήρθι ι βλουιμένους, δεν τουν έφαγανι οι λύκ’ στου δρόμου; Τόσου τυχιρός είνι;

    Πολλοί όμως δεν τον πίστευαν:

    - Α, μας κουρουιδεύ’ ι Γιουργής. Πήγι; Πού πήγι; Θα πήγι σι κανένα κουνάκ’ τσουμπάν’κου, κι αφού ντιρλίκουσι γάλα κι βούτυρου, ξαναγύρ’σι.

    Ανάμεσα σ’αυτούς που δεν τον πίστεψαν, είταν και η νουνά του στο Πουρί:

    - Θα λα πάει, άκ’σα γω, στουν Αλέκου στ’ς Σέρρις. Μ’ πού να του βρει τέτοιου κουράιου;

    Αυτός όμως έμαθε την ...απιστία της νουνάς του κι έτρεξε σπίτι της:

    - Ν’ νά, ν’νά, δε του π’στεύ’ς απ’ πήγα στου ν’νό μ’; Να, κοίτα τ’ν αλ’σίδα... I ν’νός μουμ τ’ν έκανι δώρου.

    Πίστεψε στο τέλος κι η κυρά - Νάσινα και του ’δωκε να φάει και να πιεί τον περίδρομο, μια που της έφερε τα συχαρίκια από τον άντρα της ο αγαθούλης του Πουριού.

    ΠΕΘΑΙΝΕΙ ...ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ

    Περπάτησε ως τις Σέρρες, περπατούσε ως την Παλιά Μιτζέλα και το Βένετο και το Κεραμίδι ψηλά, ερχόταν στη Ζαγορά, μα είχε αδυναμία και με την Κερασιά στο ΒΑ Πήλιο. Παλιές φιλίες τον έδεναν με τους καλόκαρδους κερασιώτες, κι ο Γιώργης απ’ το Πουρί περιέφερε την ευήθειά του κι ως εκεί.

    Μια φορά όμως -Οκτώβρης του 1920- έμελλε να πάει και να μην ξαναγυρίσει ζωντανός στο χωριό του. Τί είχε συμβεί; Τσίπουρα έβραζαν τότε στην Κερασιά, και το χωριό αντιλαλούσε από την ευθυμία και το κέφι. Είχε πάει λοιπόν στην πιο καλή ώρα για να ανοίξει και το δικό του κέφι εκεί ψηλά. Γύριζε και ρουφούσε κι ύστερα καταστάλαξε σε φίλο του, που έβραζε τσίπουρα κι αυτός. Πέρασε η μέρα, προχώρησε κι η νύχτα, κι ο τρισευτυχισμένος τώρα πουριανός περισσότερο ...πετούσε παρά περπατούσε. Το τσίπουρο, φρέσκο και μυρωδάτο να τρέχει στο λαρύγγι του, τονώνοντας ολοένα και περισσότερο τη διάθεσή του κι οδηγώντας τον σε τεχνητούς παραδείσους. Είχε φτάσει στο «μη παρέκει» πια, και η αρχαία επιταγή του «κάτθανε Διαγόρα» έπρεπε να είναι το επιστέγασμα της απόλυτης ευτυχίας του. Πραγματικά. Αργά τη νύχτα, όταν η παρέα στα ρακοκάζανα λούφαζε ένα γύρω, πήγε να πάρει το τελευταίο ...σκονάκι του και να παραδοθεί αθέλητα στην αρπάγη του θανάτου απάνω στα 70 του χρόνια. Οπως δηλαδή «σχέδιαζε» τους άταχτους στροβιλισμούς που δημιουργεί το ποτό, παραπάτησε κι έπεσε μέσα στη φωτιά κι έγινε κάρβουνο ο Γιωργής απ’ το Πουρί, προκαλώντας το γενικό δάκρυ.

    Μόνο αυτό; Εβδομηνταένα χρόνια από το θάνατό του, και μένει ακόμα ζωντανός στο χωριό του, τη Ζαγορά και την Κερασιά! Ο λαός ξέρει να καταχωρεί στα κιτάπια της μνήμης του όχι μονάχα τους μεγάλους, αλλά και κάποιους άσημους του κοινωνικού περιθωρίου, που ολοκλήρωναν ωστόσο το σχήμα της πολιτισμικής ταυτότητας του τόπου.

    1. Παροιμιώδης έκφραση, που σημαίνει: θα βρεις τον μπελά σου, θα τιμωρηθείς.
      - Για το Γιώργη έγραψε στην εφημερίδα «Η Θεσσαλία» ο λόγιος του Κεραμιδιού Δημήτρης Βαενάς στα 1967 ή 1968 ή και 1969. Δεν κράτησα όμως, το δημοσίευμα, ούτε μπόρεσα να ερευνήσω το αρχείο της εφημερίδας από τα χρόνια εκείνα.