Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 7ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 83, στη 1η Ιουλίου 1992 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».
του Γιώργου Θωμά
ΟΤΑΝ για πολλοστή φορά πήρα προχτές ένα μεγάλο φάκελο με λαϊκές ζωγραφιές και στίχους του μπάρμπα - Βαγγέλη, 92 χρονώ από το Τρίκερι, δεν άντεξα. Παραμέρισα κάθε άλλον τύπο του Πηλίου, να δώσω προτεραιότητα σ' αυτή τη μορφή, την αλλιώτικη και διακριτική, που για να ολοκληρώσει κανείς την παρουσίασή της, χρειάζεται ολάκερο τούτο το περιοδικό. Τόση σοφία ζωής κλείνει μέσα της, τόσο στοχάζεται και γράφει και ζωγραφίζει αυθόρμητα, χωρίς καμιά εξωτερική παρακίνηση, ώστε πυκνώνει όλα τα χαρακτηριστικά ενός ξεχωριστού ανθρώπου, διεκδικώντας με το σπαθί του μια θέση σ' αυτή τη σειρά των «παράξενων τύπων του Πηλίου».
Τόνε γνώρισα στα 1957 πάνω στις εξάρσεις της νιότης μου, όταν με μια κιθάρα στο χέρι και παρέα με καλλίφωνους φίλους στο Τρίκερι, περνούσαμε κι απ' το μαγαζάκι του για ένα ποτήρι κρασί, για ένα παλιό τραγούδι. Τι εγκαρδιότητα και τι ανθρώπινη ζεστασιά απ' τον μπαρμπα - Βαγγέλη -μια γελαστή ατμόσφαιρα ολούθε- αλλά και τι καλλιτεχνικός και πνευματικός περίγυρος στο στέκι εκείνο: Λαϊκές ζωγραφιές και στίχοι γύρω στους τοίχους ακόμα και πάνω στα τραπεζάκια, όλα από τον ίδιο συνθεμένα. Καταλάβαινε κανείς πως είχε μπροστά του μια γνήσια εκπροσώπευση του φιλοσοφημένου και καλόγουστου λαού μας, αλλά κι έναν αυθόρμητο και πεισματικό λαϊκό ζωγράφο, που η έκφρασή του είταν διέξοδος και ιδανικό ζωής.
Είταν και είναι ακόμα, άσχετα αν το βάρος των 92 χρόνων του πάει να ασκήσει ρόλο καταλυτικό της δημιουργίας του. Οχι, ο μπαρμπα - Βαγγέλης δεν στέργει στην άπραγη ζωή. Μάχεται με τα χέρια και το μυαλό να εξωραΐσει τη ζωή του με τις ζωγραφιές του και τα άλλα σχεδιάσματα, εκθέτοντας μάλιστα αρκετά έργα του, ακόμα και βαριές πέτρες ζωγραφισμένες ή σκαλισμένες, μπροστά στο καλντιρίμι του σπιτιού του στο Τρίκερι.
Μια τέτοια παρουσία δεν είταν δυνατό να αγνοηθεί από τους ξένους. Ανθρωποι ανώτερου πολιτιστικού επιπέδου, έχουν εκτιμήσει το έργο του, και οι φωτογραφικοί φακοί δεν παύουν να ανοιγοκλείνουν μπροστά του τα καλοκαίρια. Ολοπρόθυμος και καλοσυνάτος κι ο δημιουργός, έχει εξοικειωθεί στην προσφορά έργων του στους ξένους επισκέπτες, έχει συνηθίσει στην εγκάρδια υποδοχή των εκδρομέων. Μια καλή παρουσία στο Τρίκερι, κράχτης τουριστών στο χωριό με τη μεγάλη ιστορία του και τον ιδιότυπο πολιτισμό του.
Κατέχει πολλά από την ιστορία και το λαϊκό πολιτισμό του χωριού του, άνθρωπος με συνείδηση ιθαγένειας όπως είναι. Οχι σαν τους πολλούς, που τους ρωτάτε για τα περασμένα του τόπου τους και σηκώνουν αμήχανα τις πλάτες - άτομα ξεκομμένα απ' το πνευματικό περιεχόμενο των περασμένων, σαν καράβια χωρίς έρμα στο πέλαγο της ζωής...
Ο μπαρμπα - Βαγγέλης ζει τα περασμένα του τόπου του, τα ζωντανεύει στο λόγο του και τα καταγράφει. Γεμίζει τετράδια και λευκές κόλλες με την καλαίσθητη γραφή του -πού να μπορέσει ο χρόνος να αλλοιώσει το γραφικό χαρακτήρα του! Γράφει και ζωγραφίζει και δεν κουράζεται να μου στέλνει τις υλοποιημένες εκφράσεις του. Να με ενημερώσει για τον παππού του τον καπετάν Σταύρο Ευάγγ. Φορτούνα, τον μπουρλοτιέρη της φρεγάδας του Μιαούλη, με τα καθέκαστα της ζωής και της δράσης του στο Εικοσιένα και την απαραίτητη υπογράμμιση της ταυτότητάς του στο τέλος (κρατώ την ορθογραφία του): «ο εγκονός του Ευάγγελος Κ. Φορτούνας που έκανε πέντε παιδιά και μία κόρη, ασχολείται τώρα να Ζωγραφίζει και να γράφει διάφορες παλιαίς ιστορίες, και είναι άνθρωπος που οφελεί πολύ σε εροτίσεις. Γνωρίζει και ενθυμήτε υποθέσεις από το 1698 μέχρη Σήμερον εθήματα παλαιά και τραγούδια παλαιάς εποχής που για τους Νεοτέρους είναι πολύ χρίσιμος». Να μου γράψει, χωρίς κι εδώ να το ζητήσω, για την ατμόσφαιρα των πρώτων ημερών απ' τους Βαλκανικούς πολέμους στο Τρίκερι, όπου μαθητής δεκατριών χρονώ μετέφερε στις Αρχές του χωριού τηλεγραφήματα που έπαιρνε και έγραφε ο δάσκαλός του Ιωάννης Αθανασίου από το Μούρεσι. Να μου σημειώσει ακόμα στο χαρτί παράξενα έθιμα του Τρίκερι και τραγούδια και πληροφορίες για ψαράδες και σφουγγαράδες και χταποδάδες και παλιούς τύπους, ζωντανό ηχείο μνήμης όπως είναι πάντα. Στο τέλος να διατυπώσει και την επιθυμία του: «Εσή αυτά μπορής να τα συμωρφωσης ευπρεπέστερα και να τα περάσης στο Περιοδικό του Βόλου Ωρες».
Μαζί με τις μνήμες του ξεδιπλώνει και τις σκέψεις του απάνω στα χαρτιά, σε λόγο συνήθως λαϊκού ποιητάρη:
Τέτοια χροιά μελαγχολίας σφραγίζει τα περισσότερα κείμενά του:
Τα γράφει, κι ύστερα πλημμυρισμένος από μεταφυσική ανησυχία, προτρέπει τους συνανθρώπους στο δρόμο της προσφοράς και της δικαιοσύνης για τη δικαίωση της ψυχής τους:
Εξακολουθεί όμως να στοχάζεται ο μπαρμπα - Βαγγέλης, διατυπώνοντας και σε πεζό λόγο τη σκέψη του: «Φιλία αληθινή δεν υπάρχη. Υπάρχουν μόνο φίλοι και μιάζουν σα τα χελιδόνια, που έρχοντε την άνοιξη και φεύγουν το φθινόπορο. Δε μπορούμε όμως να πούμε πως η φιλία είναι ζωϊκό πράγμα και έργο τέχνης. Είναι μια συμπάθεια που χάνεται με τον αγέρα».
Αλλοτε πάλι παρουσιάζεται τόσο συγκαταβατικός: «Οι άνθρωποι με σοφία και καλαισθησία είναι ολίγοι. Δεν μπορούμε όμως να τους παρεξηγίσουμε ή να τους κατηγορίσουμε».
Δεμένος και με τις μνήμες του τόπου, θα θυμηθεί και δυο σατιρικά δίστιχα του Τρίκερι για κάποιους ξενιτεμένους, που επιστρέφανε και γυρόφερναν στο χωριό ντυμένοι σαν... υπουργοί, αλλά φορτωμένοι... ψείρα:
Δεν άφηναν απείραχτες κάποιες κυράδες ψηλομύτες και αρχοντοντυμένες στο Τρίκερι:
Εικόνες ζωής από τα περασμένα αλλά και από τα τωρινά μας δίνει ο σεβαστός φίλος, έτσι καταπώς αρμολογούνται συντροφιές γερόντων στην πλατεία του Τρίκερι, όπου και αυτός ο ίδιος δίνει το παρόν:
Καημός βαθύς του μπαρμπα - Βαγγέλη γιατί να μην είναι ακόμα νέος, γιατί να μην είναι τα νιάτα όχι δυο αλλά τρεις και... τέσσερις φορές, τα «ολόχρυσα νιάτα», όπως το λέει, που αξίζουν πιο πολύ απ' όλα, όπως ιδιόχειρα το βεβαιώνει και στη λεζάντα της διπλανής φωτογραφίας:
Οταν αναστρέφεται κανείς αυτές τις κορυφές του οργανωμένου από τη βάση ανθρώπινου βίου, με το φιλοσοφημένο λόγο και τη βίωση των γνώσεων, αισθάνεται πως επικοινωνεί με κάποιες πηγές της ζωής και συντροφεύεται από αναρίθμητες ψυχές των περασμένων. Κινούμενοι ακόμα στη διάσταση του φυσικού και διατηρώντας κάτι από τα αντανακλαστικά του πρωτόγονου, θυμίζουν (και ευλογούν) το αφκιασίδωτο πρόσωπό μας, και πέρ' απ' αυτό γίνονται ασφαλιστικές βαλβίδες που δίνουν διέξοδο σε ό,τι καταπιεστικό μαζεύεται μέσα μας!