• Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 8ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 104, το Φεβρουάριο 1994 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».

    Ο Θόδωρος, ο «δημοσιογράφος» από την Άφησσο

    Ένας μεταφορέας τερατολογιών στις εφημερίδες του Βόλου

    Του Γιώργου Θωμά

    Όσοι εργάζονταν κυρίως στις δυο καθημερινές εφημερίδες του Βόλου ή σχετίζονταν μαζί τους έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980, έχουν στη μνήμη τους μια καλοκάγαθη φιγούρα ανθρώπου με λερή ενδυμασία -το χειμώνα τον ...συνόδευε πάντα σχεδόν, μια βρώμικη καμπαρντίνα- που ανεβοκατέβαινε στα δημοσιογραφικά γραφεία. Ήταν ο Θόδωρος Χρυσοχού απ’ το Νεοχώρι -μόνιμος όμως κάτοικος Αφήσσου- ένας αλλιώτικος τύπος, λιγομίλητος και σοβαρός, με μια δόση ευήθειας, «κρύος» στο παρουσιαστικό του, αλλά με ένα κυριαρχικό στοιχείο στη πραχτική της ζωής του: Να καταγράφει «ειδήσεις» απ’ τα χωριά και να τις μεταφέρει στα γραφεία των εφημερίδων για δημοσίευση. Τούτη η απασχόληση έπαιρνε διαστάσεις μανίας, κι όπου βρισκόταν, κι όπου στεκόταν, το ερώτημά του ήταν πανομοιότυπο: Κανένα νέο για τ’ς εφημερίδες;

    Ένα σκίτσο που παρουσιάζει ενάν άντρα
    Ο Θόδωρος, όπως τον είδε (και τον ζω­γράφισε) ο λαϊκός ζωγράφος του Τρίκερι μπαρμπα-Βαγγέλης Φουρτούνας, 94 χρονώ σήμερα, στο πανηγύρι του νησιού Τρίκερι παλιότερα.

    ΤΕΡΑΤΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΑ...

    Κάποιοι τον ενημέρωναν, είναι αλήθεια με σωστές πληροφορίες, κάποιοι άλλοι όμως -ιδιαίτερα όσοι γνώριζαν την αφέλειά του- τον ...μπούκωναν με τερατολογίες να κάνουν χάζι. Έπαιρνε κι αυτός ό,τι χαρτί έβρισκε μπροστά του, έβγαζε απ’ την τσέπη του ένα κηλιδωμένο συνήθως μολύβι, κι έσερνε απάνω... τέρατα και σημεία που του αφηγούνταν οι συνομιλητές του.

    Την «πλήρωναν» περισσότερο τα τσιγαροπακέτα όταν η «ενημέρωση» γινόταν στα καφενεία. «Αναστέναζαν» και επιστρατεύονταν τόνα ύστερ' απ' τ' άλλο, γιατί οι τερατολογίες δεν είχαν τελειωμό.

    - Έι, Θόδωρα, γράψε ακόμα και για το φίδι με τα δυο κεφάλια που σκότωσα προχτές δω’ σιαπάν’.

    - Όχι μαναχά για του φιδ' -τον διέκοφτε άλλος- να γράψεις και για τ ’ν αλ ’πού απ’ ανέβ’ κί στου δέντρου κι έφαι τ’ ς κότις απ’ κατοίκιαζαν στα κλουνάρια.

    - Κι πού ’σι, Θόδουρε -άλλος αποκεί- να μη ξιχάσεις να γράψεις κι για τ’ προυβατίνα τ’ς γριά – Μιλάχρους απ’ έκανι ένα αρνί μι πέντι κιφάλια...

    Ο δυστυχής όλο τέτοια άκουγε συνήθως, και χέρια δεν είχε να ... μουτζουρώνει χαρτιά, πετώντας σπίθες το μολύβι του:

    - Α, πώς του ’πες εκείνου; Ανέβ’ κι, λέει, ψ’ λά; -άλλος χωρατατζής έπαιρνε το λόγο- ως τ’ κουρφή έφτασι τ’ άτιμο του ζ’ λάπ’, ανέβ’ κι, λέει, κι λάλ’ ξι όπως λαλεί ι κόκουρας...

    Ο φουκαράς τα πίστευε όλα, ακόμα και το τελευταίο, όπου ως υπερφυσικό φαινόμενο δημιουργούσε μέσα του άλλους συνειρμούς:

    - Λάλ’ ξι, λέει, η αλ’ πού; Μιγάλ’ γρουσουζιά αυτό, θα γέν’ κακό...

    - Γουρσουζιά, λέει -παρατηρούσε άλλος- πάμι για ξιπατουμάρα...

    - Αμ να τα γράψου κι αυτά να τα μάθ’ ου κόσμους να ξέρ’ να φ’ λάγεται.

    Απάνω στο φτωχό το Θόδωρο ξεθύμαιναν οι πιεσμένες ώρες των χωρικών, κι ήταν αυτές οι παρεμβάσεις μια μορφή εκτόνωσης. Έλεγε ο καθένας «το μακρύ και το κοντό του», κι αυτός χωρίς καμιά δυνατότητα αξιολόγησης των ειδήσεων, τα «κοπανούσε» όλα στο χαρτί, και γραμμή για το Βόλο. Με το λεωφορείο πάντα. Άλλες «ενημερώσεις» όμως κι εδώ. Όσοι δηλαδή τον ήξεραν του σερβίριζαν άλλα ψευδολογήματα: Από το καλοκαιρινό... χιόνι που έπεσε στην Τσαγκαράδα, έως το λύκο που επειδή δεν έβρισκε γίδια, έφαγε γάτες, και από το σαβρίδι των πέντε κιλών που ψάρεψε ψαράς στη Μηλίνα, έως τον μεγάλο καρχαρία -ένα τέρας σαν μεγάλο βαπόρι- που φάνηκε στο Χορευτό κι έγινε αιτία να λιποθυμήσουν γυναίκες...

    Μολαταύτα δεν χόρταινε ειδήσεις ο Θόδωρος. Σε έβρισκε στο Βόλο και σε σταματούσε:

    - Καμιά είδησ' για τ’ ς εφημιρίδες;

    Συναντηθήκαμε τυχαία κάποτε, κάτω απ’ τα παλιά γραφεία της «Θεσσαλίας»:

    - Για τ’ ν εφημιρίδα πας; Κι ιγώ κει πάω. Έχ’ ς καμιά είδησ’ να μ’ δώσεις;

    Τον σταμάτησα:

    - Μα εσύ, Θόδωρε, είσαι φορτωμένος με ειδήσεις και ζητάς κι άλλες από μένα; Κάθε τόσο σε διαβάζω και σε χαίρομαι.

    - Με διαβάζεις; Με παρακολουθείς; Είδες τί γράφω, α; Όλ’ έχουνι να το κάνουν. Δε λες πώς βρέθ’ κα κι μαθαίν’ νέα ου κοσμάκ’ ς...

    Είχε μια ιδέα για τον εαυτό του ο άμοιρος, υπερεκτιμώντας την προσφορά του, ιδέα που του καλλιεργούσε κι ένα μέρος του περιβάλλοντος του:

    - Μπράβο, Θόδωρε, έσκισες πάλι χτες στη «Θεσσαλία» (ή τον «Ταχυδρόμο»). Δε χόρταινα να σε διαβάζω. Μ’ τί καλά απ’ τα γράφ’ς; Ποιος καλός θεός σ’ έστειλα και μας μαθαίν’ς τόσα πράματα;

    Τα ’χαφτε καλόβολα ο δυστυχής όλα, χωρίς να διαθέτει δυνατότητα αντίδρασης, ακόμα και στις σκληρές αντιδράσεις κάποιων δημοσιογράφων που του τά... ’ψελναν απ’ την καλή. Και τί δεν του έγραφαν, όταν οι ειδήσεις που κουβαλούσε δεν έμπαιναν σε θεού στράτα:

    «Μας αιφνιδίασε πάλι ο γνωστός τερατολόγος της Αφήσσου...»

    «Τέρατα και σημεία μας φέρνει ξανά ο τερατολόγος μας απ’ το Πήλιο...»

    Ύστερα απ’ την... τιμητική αυτή εισαγωγή ακολουθούσε η «είδηση», που δημοσιευόταν περισσότερο για να δημιουργήσει κλίμα ιλαρότητας παρά να ενημερώσει. Αυτός όμως φαίνεται πως δεν κοίταζε τί του καταμαρτυρούσαν, αλλά πώς διασκεύαζαν τις ειδήσεις του οι συντάκτες των εφημερίδων. Τον ενδιέφερε αποκλειστικά η δική του γραφή κι όχι οι δημοσιογραφικές (και φραστικές) «επιθέσεις» των άλλων. Ζούσε στο δικό του κόσμο, ανεπηρέαστος από τη δημοσιοποίηση της πνευματικής του ανεπάρκειας, άτρωτος απ’ τις βολές του κόσμου. Ένας ευτυχισμένος μέσα στη μικρόνοιά του θνητός.

    Μια φορά πήγε και στο πανηγύρι της Παναγίας στο νησί του Τρίκερι, για να πάρει ειδήσεις για τις εφημερίδες, όπως καυχιόταν. Ρωτούσε κι έγραφε σε κάποια παλιόχαρτα που έσερνε από μια κρεμασμένη παλιοσακούλα στον ώμο του. Τον είδε και ο μπάρμπα - Βαγγέλης Φορτούνας, όντας επίτροπος στην «Παναγία», και του ’γραψε το τετράστιχο -εγκωμιαστικό των ματιών του:

    • «Τα μαύρα σου τα μάτια
      δε τα ’χει άλλη καμιά
      ούτε στην Άφησσο μέσα
      ούτε στον Αλατά
      »

    ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ...ΨΑΡΙΑ

    Πολλά τα ελαττώματα που του καταμαρτυρούσαν. Για ένα όμως δεν μπορούσε κανείς να ψέξει το Θόδωρο: Την ευγένειά του. Αυτός ο τόσο απλοϊκός διατηρούσε μια έμφυτη ευγένεια μέσα του, την οποία εκδήλωνε στην επικοινωνία του με τους άλλους. Ιδιαίτερα προς το γυναικείο φύλο. Είχε ένα τακτ απάνω του, κι όταν ανέβαινε στα γραφεία των εφημερίδων, δεν πήγαινε -αρκετές φορές- με άδεια χέρια. Έκοβε από την Άφησσο λουλούδια και πρασινάδες και τα στρίμωνε σε μια σακούλα να τα προσφέρει στις γυναίκες δημοσιογράφους. Ελάτε όμως που πήγαινε πρώτα στην ψαραγορά του Βόλου και αγόραζε ψάρια! Τα ’ριχνε λοιπόν κι αυτά στην ίδια σακούλα με τα λουλούδια και μετά επισκεφτόταν τις «εφημερίδες». Όταν τώρα έβλεπε γυναίκα, έσερνε ένα μάτσο απ’ αυτά και ευγενικά το πρόσφερνε. Λουλούδια γεμάτα λέπια και γλίνα, ώστε κάποια γραφεία μύριζαν ψάρια! (Αν ζούσε σήμερα, τί είχαν να εισπνεύσουν μέσα στα γραφεία του περιοδικού η Ελένη και οι κοπελιές χειρίστριες στα κομπιούτερς... Οι ευγενικές χειρονομίες του Θόδωρα θα έφταναν κι έως εδώ).

    ΑΠΟ ΤΑ ΝΙΑΤΑ ΤΟΥ

    Απ’ τα μικράτα του είχε εκδηλωθεί η σφραγίδα της μωρίας στο Θόδωρο Χρυσοχού. Ωστόσο κατάφερε και τέλειωσε το τετρατάξιο δημοτικό σχολείο του χωριού του, για να προωθηθεί και στο σχολαρχείο. Είταν αρχοντόπαιδο, κι όπως έλεγαν, τα’ παίρνε τα γράμματα αλλά δεν είχε συχνή φοίτηση και έχανε τάξεις. Αυτός μολαταύτα δεν έλεγε να εγκαταλείψει το σχολείο. Κουτούτσικος αλλά με μια έφεση στα γράμματα.

    Μεγάλωσε ύστερα κι ετάχτηκε φυσιολογικά στην κοινωνία του χωριού του. Δεν έγινε ο περίγελος, όπως συνέβαινε με τόσους άλλους παράξενους τύπους στα χωριά μας. Διατηρούσε μια οντότητα, ένα κάποιο επιβάλλον ύφος, και ίσως τούτο να καλλιεργούσε μιαν ανεκτική συμπεριφορά των συχωριανών του. Είταν όμως μικρόμυαλος και το ’δειχνε. Τον αναθυμούνται οι κάτοικοι να βγάζει απ’ το κατώι του σπιτιού του στην Άφησσο, τρία - τέσσερα πρόβατα και να τα σαλαγάει στη βοσκή άτσαλα και αδέξια. Το χειρότερο είταν τ’ άλλο: Δεν έβγαζε ποτέ την κοπριά έξω, και το δάπεδο του κατωγιού ανέβαινε, όλο ανέβαινε! Ανέβαιναν κάθε μήνα ψηλότερα και τα οικόσιτα, και ανέβαινε κι αυτός με τη βοήθεια, κάποτε, σκαλοπατιών μέσα στο σωρό της κοπριάς! Κάτω τα πρόβατα και στο πάτωμα από πάνω ο Θόδωρος με την αδερφή του. Γυναίκα δεν του ’μελλε ν’ αποχτήσει ο συμπαθής Νεοχωρίτης.

    Έζησε με την αδερφή του, κι αυτή του έκλεισε τα μάτια, για να χάσουμε όλοι, συντάχτες, συνεργάτες και αναγνώστες των τοπικών εφημερίδων, έναν ήρεμο συνάνθρωπο, που «ήξερε» να μας διασκεδάζει με τις... φτερωτές αλεπούδες και τα δικέφαλα φίδια... .