• Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 6ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 68, στις 15 Σεπτεμβρίου 1991 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».

    ΟΙ ΠΑΤΣΑΙΟΙ ΤΟΥ ΠΡΟΜΙΡΙΟΥ

    Μια γενιά κουτούτσικη με αφελείς ενέργειες

    Του Γιώργου Θωμά

    Οπως ευρύτερα η πατρίδα διατηρεί στα κατάστιχα της Ιστορίας τους μεγάλους άνδρες της, έτσι και κάθε χωριό κρατάει στο μνημονικό του, παράλληλα με τις σημαντικές μορφές δικαιώματα στη λαϊκή μνήμη του τόπου τους, όχι για την ευεργετική παρουσία τους βέβαια, αλλά μόνο και μόνο επειδή «επιβλήθηκαν» με μια βλακώδη συμπεριφορά τους και πράξεις μικρόνοιας στην κοινωνία του χωριού τους. Δεν είταν οι συνηθισμένοι, οι «νορμάλ» του καιρού τους, αλλά μια διαφορετική παρουσία όπου πάνω τους στρέφονταν όλα τα μάτια του τόπου, κοιτάζοντας τους περίεργα και διασκεδαστικά για την περίεργη και διασκεδαστική ταυτότητά τους.

    Οι τύποι αυτοί έχουν μια ορισμένη διάρκεια μνήμης στο χωριό, γιατί δεν είναι εύκολο να ξηλωθεί απ’ το μνημονικό ό,τι εντυπωσίασε βαθιά τις προηγούμενες γενιές. Ακόμα περισσότερο: Γίνονται παράδειγμα όχι για μίμηση, μα για αποφυγή, και η κάθε αναφορά σ’ αυτούς δημιουργεί κλίμα ιλαρότητας που είναι τόσο επιθυμητό στην «κλειστή» ζωή της πολίχνης.

    Τέτοιο παράδειγμα γίνονται ως τα σήμερα στο Πρόμιρι και οι Πατσαίοι – γέννημα και θρέμμα του χωριού. Αμα δηλαδή κάποιοι κάνουν με ανάξιο τρόπο μια δουλειά, θα τ’ ακούσουν απ’ τους τριγυρινούς τους:

    - Αΐντε, σα τ’ς Πατσαίοι κι σεις...

    Μα και οι ίδιοι σαν καταλάβουν πως δεν ενεργούν σωστά, πάλι τ’ όνομα των Πατσαίων έρχεται πολύ εύκολα στα χείλη τους:

    - Ομπό, σα τ’ς Πατσαίοι κι ιμείς.

    ΠΟΙΟΙ ΕΙΤΑΝ;

    Οι τοπικές παραδόσεις μιλούν για μια μακρινή γενιά ελαφρόμυαλων ατόμων, που το τελευταίο λείψανο έσβησε στην δεκαετία του 1930. Πάπο προς πάπο η μωρία και οι ανάλογες πράξεις τους. Τους φώναζαν, λένε, στο χωριό και τους έδιναν ένα ψεύτικο παρά να πάνε να ψωνίσουν στο μπακάλικο ανύπαρκτα προϊόντα, όπως το «σηκωχτύπα», το «σηκωβάρα» και τα τέτοια. Με όλη την αθωότητα τους κι αυτοί -ένας ένας φυσικά- πήγαιναν στο μαγαζί κι απευθύνονταν στον μαγαζάτορα:

    - Αφιντικό, ε αφιντικό; Ηρθα να μ’ δώκ’ς μια δικάρα «σηκουχτύπα»...

    Ο έξυπνος καταστηματάρχης συνειδητοποιούσε την περίπτωση κι ενεργούσε ανάλογα με τα κέφια τους. Αλλος του ’λεγε:

    - Τώρα τ’ς θέλ’ς; Δεν αδειάζου (=ευκαιρώ), έχου δ’λειά...

    Αλλος πάλι άρπαχνε τη μαγκούρα και την κατεύθυνε στον ελαφρόμυαλο «πελάτη», για να εισπράξει την αντίδραση του τελευταίου:

    - Αφιντικό, γιατί μι δέρνεις, σου ’κανα κακό;

    - Ετσ’ βρε δε μου ’πις; Δε μου ’πις «σηκουχτύπα»; Να πάρι κι άλλις τώρα...

    Ούτε που καταλάβαιναν όμως την έννοια της λέξης, μια άγνοια που επέτρεπε να διαιωνίζεται τούτο το ...αλισιβερίσι στο παλιό χωριό.

    Κάποτε όμως έμπαιναν στο νόημα, οπότε τα έξυπνα πειραχτήρια του χωριού... άλλαζαν τη λέξη:

    - Ελα δω βρε, να πας να μ’ αγοράσεις...

    Αυτός διέκοπτε τον συγχωριανό του:

    - Ξερού, ξερού, αφιντικό, να σ’ αγουράσου «σήκουχτύπα», όχ’ δε πάου.

    - Οχ, βρε αχμάκ’, άλλου πράμα θ’ αγουράσεις, θα ’πα να πάρ’ς ένα γιρό «ξύλουθέλου» (=ξύλο θέλω).

    - Α, μ’ άμα είνι έτσι’ να πάου κι να παραπάου...

    Πήγαινε ο ταλαίπωρος στο μαγαζί κι αμολούσε την κοτσάνα:

    - Αφιντικό, να μ’ δώκ’ς ένα γιρό «ξύλουθέλου»...

    - Θέλ’ς ξύλου είπις; Να άρπα του...

    Τα περιστατικά αυτά φαιδρύνανε την μονότονη ζωή του χωριού και λειτουργούσαν ως κινητήρια δύναμη σε άλλους φαρσέρ, κι έτσι τόπο δεν έβρισκαν να ησυχάσουν οι φτωχοί στο μυαλό Πατσαίοι.

    Ακόμα και με τις αυτόβουλες πράξεις τους γίνονταν προκλητικοί στην κοινωνία τους, εισπράττοντας τις ειρωνίες όλων. Κάποια μέρα, για παράδειγμα, έστειλε η Πατσίνα το γιό της Θανάση ν’ αγοράσει σιτάρι και κριθάρι στο μπακάλικο.

    - Στάρ’ κι κθάρ’ μάνα; θα τ’ αστουχήσου.

    Βρήκε τότε τη... λύση κι αυτή:

    - Θα του λες σα ποίημα κι τραγούδ’, να μη τ’ αστουχήσεις:

    • «Στάρ’-στάρ’, σταρουκρίθ’,
      στάρ’-στάρ’, σταρουκρίθ’
      του κουκί κι του ριβίθ’
      »

    Αυτό είταν όλο. Σε όλη την πορεία του για το μαγαζί ο Θανάσης τόνιζε στη διαπασών το τραγούδι:

    «Στάρ’-στάρ’, σταρουκρίθ» κτλ.

    Τόνε βλέπανε βέβαια στο δρόμο αλλά αυτός το χαβά του (κυριολεκτικά). Κάποιοι όμως θέλανε να τον χαιρετήσουνε, για να ακολουθήσει ο διάλογος:

    - Καλ’μέρα, Θανάσ’.

    - Μι χαντάκουσις, μπάρμπα. Μι μίλ’σις κι τ’ αστόησα. Πως θα του πω τώρα;

    - Να του πεις βρε «στάρ’- στάρ’, σταρουκρίθ’ κι καλ’μέρα».

    - Α, καλά λες μπάρμπα...

    Κάποιοι άλλοι τον χαιρετούσαν μ’ ένα γερό «γειά», και στη γνωστή διαμαρτυρία, του συμπλήρωναν το δίστιχο:

    - Θα λες τώρα, Θανάσ’, «στάρ’-στάρ’, σταρουκρίθ’ κι μια γεια μι τα μαλλιά»...

    - Καλά του ’πις, μπάρμπα, έτσ’ θα του λέου.

    Εξυπακούεται πως ο μπακάλης... διαολόστελνε τον τύπο και γινόταν σαματάς ένα γύρω.

    ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΒΛΑΚΩΔΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑ

    Κάποια φορά επιστρατεύτηκαν τ’ αδέρφια να μεταφέρουν ένα μακρύ και βαρύ δοκάρι μέσα στα στενορύμια του Προμιριού. Το σήκωσαν στους ώμους, αλλά οι ευλογημένοι αντί να το πάνε κανονικά, κατά μήκος δηλαδή του δρόμου, προσπαθούσαν να το περάσουν... κάθετα, και το ξύλο «έβρισκε» στα ντουβάρια των δυο πλευρών του δρόμου. Μερικοί περαστικοί κοίταζαν κι έκαναν χάζι, με τη βλακώδη ενέργεια αδερφών, η οποία συνοδεύονταν κι απο προτροπές:

    - Σπρώξι, μαρέ θανάσ’.

    - Σπρώχνου, μαρέ Δήμου, ψόφ’σα να σπρώχνου.

    - Σπρώχνου κι γω -φώναζε απελπισμένα κι ο τρίτος- μα δε πάει π’θανά του καταραμένου, κόλλ’σι στα ντουβάρια του παλιούπρόστυχου.

    Τους λυπήθηκαν κάποιοι σοβαροί άνθρωποι και τους έδειξαν τον τρόπο για να μεταφέρουν κανονικά το μακρύ δοκάρι στο δρόμο. Μα και πάλι η βλακεία τους τους οδήγησε στην εφαρμογή των ...αντίρροπων δυνάμεων: Οι μισοί έσπρωχναν το ξύλο προς τα μπρος και οι άλλοι μισοί προς τα πίσω. Νέες προτροπές μεταξύ τους πάλι:

    - Δόσι ντε, Θανάσ’

    - Δίνου ντε, Δήμου, όσου μπουρώ...

    - Κι εγώ ξιπατώθ’κα να τραβάου, αλλά δε λέει να πάει π’θανά κακουχρονουνάχ’, διαμαρτυρόταν ο τρίτος.

    Αγωνίζονταν και τραβούσαν άλλος απόδω κι άλλος αποκεί χωρίς κανένα συντονισμό, κι ο ιδρώτας να τρέχει άφτονος από παντού και το ...σισύφειο έργο τους να μην παίρνει τέλος στα καλντιρίμια του χωριού. Από τότε απόμεινε στον τόπο, σαν μια διασκεδαστική ανάμνηση, η παροιμιακη έκφραση: «τραβάμε σα τ’ς Πατσαίοι...»

    Τη διατυπώνουν όταν από έλλειψη συντονισμού η από λαθεμένο χειρισμό, βλέπουν το μάταιο μιας προσπάθειας τους.