Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 7ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΗ 87 και 89 στη 1η Οκτωβρίου και 1η Νοεμβρίου 1992 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».
του Γιώργου Θωμά
ΦΟΒΟΥΜΑΙ πως η γραφή μου θα αδικήσει τον αξέχαστο τύπο του νότιου Πηλίου, αφού τόσες φορές ο λόγος αδυνατεί να αποδώσει την πραγματικότητα. Θα τον αδικήσω στα σίγουρα τον μπαρμπα - Δήμο Κουτσερή, με το πασίγνωστο παρατσούκλι «Κακλαμέτζα» (η), προσπαθώντας να σκιαγραφήσω τη μορφή του. Μια μορφή διεγερτική του γέλιου και της ευθυμίας με την πρώτη λέξη που ξεστόμιζε. Το αστείο και το χωρατό είτανε μέσα στο φυσικό του, κι όπως άνοιγε το στόμα του να μιλήσει, δεν μπορούσες να μη γελάσεις. Από ποιά αλήθεια εσωτερική πηγή έβγαινε αυτός ο ποταμός της ευθυμίας, πώς αυτός ο άνθρωπος κατόρθωνε κι έπνιγε μέσα του τα βάσανα, για να μετουσιώνει τους καημούς του σε ευφυολόγημα και χιούμορ;
Με τέτοιον οπλισμό... αλώνιζε τα καφενεία του τόπου του κι είταν βέβαια περιζήτητος σε όλες τις συντροφιές και σε όλες τις γλεντιστικές εκδηλώσεις της περιοχής. Με τον μπαρμπα - Δήμο παρόντα γελούσαν και οι πέτρες ακόμα, ιδιαίτερα όταν κατέβαζε τα «σκονάκια» του -και τα κατέβαζε χωρίς σταματημό όπου κι αν βρισκόταν.
Εναν τέτοιο τύπο δεν μπορούσαμε να αγνοήσουμε απ’ την «Παλιοπαρέα» του Προμιριού -τη γλετζέδικη συντροφιά που άφησε εποχή στα 1955 και 1956. Τον είχαμε πάντα σχεδόν δίπλα μας στα θορυβώδικα γλέντια μας και στις καντάδες μας, κι ας είταν κάπου τριάντα χρόνια μεγαλύτερος μας. Ασυναγώνιστος κυριολεχτικά σε φραστικά ευρήματα και άσος στο τραγούδι. Εκανε και τρίτη φωνή, πλαισιώνοντας αρμονικά το πρίμο - σεγόντο μας, με τη συνοδεία πάντα των δύο κιθαρών μας. Δεν είταν γλέντια συνηθισμένα, ηχηρά έστω, είταν και ξεθεωτικά του γέλιου με τα διασκεδαστικά καμώματα του μπαρμπα - Δήμου, που ανέβαζαν το κέφι στη διαπασών, στο μη παρέκει. Γέλιο τρανταχτό και ασυγκράτητο που... εξαντλούσε στο τέλος τους συμπότες του.
Ενας τέτοιος τύπος δεν μπορούσε να λείψει ποτέ από καμιά αποκριάτικη μασκαράτα στο χωριό του. Είταν μέσα στο «είναι» του η κωμικότητά του, και το ’νιωθε ανάγκη (και χρέος μαζί) να πρωτοστατεί στις γλετζέδικες εκδηλώσεις. Ετσι και τις αποκριές. Αλλοτε να ντύνεται «διάκος», άλλοτε «παλιατζής», άλλοτε «αρκούδα». Παρέα όμως συνήθως μ’ έναν άλλον εύθυμο συντοπίτη του, τον Στέργιο Στεργίου (μασκαρεμένος κι αυτός).
Ο,τι κι αν ντυνόταν, έσκιζε κάθε αποκριά ίσαμε τα 1950 πάνω κάτω, που κρατήθηκε η παράδοση του τόπου. Είταν τέτοια τα διασκεδαστικά του καμώματα, τα... συμπληρωμένα και με τα άλλα του συντρόφου του Στέργιου, ώστε μικροί και μεγάλοι περνούσαν σε μια κατάσταση ασυγκράτητης ευφροσύνης με τη λειτουργία του γέλιου στη διαπασών. Ως «διάκος» μάλιστα οδηγούσε, με μια επιτηδευμένη σοβαρότητα, στον «παπά» σύντροφό του χωριανούς για... εξομολόγηση. Σοβαρός και ο «παπάς» κρατούσε στο κεφάλι του αντί για καλιμάφι, έναν... κουβά με νερό, κι όπως έπαιρνε μπροστά του τον «υποψήφιο» για «εξομολόγηση», έγερνε ελαφρά το κεφάλι να τον «ευλογήσει», αφήνοντας το νερό να κατρακυλήσει απάνω του.
- Αι μι τ’ς υγεία σ’ τέκνον μου -αναφωνούσε ο Δήμος- αφίονταί σε οι αμαρτίες κι ντουγρού θα πας στου παράδεισου... Κι που ’σι (=που είσαι): Πες κι για τ’ ιμάς καμιά καλή κουβέντα στ’ς αγίοι...
Αυτό το κωμικό ζευγάρι όταν έσμιγε είτε σε αποκριές, είτε σε χαρούμενες συνάξεις, είταν η αποθέωση του γέλιου, αφήνοντας ως σήμερα μια ολοζώντανη μνήμη στο χωριό και την περιοχή του.
Την πρόκληση του γέλιου στους άλλους δεν την επιδίωκε μόνο με τις αστειότητές του αλλά και με τις πράξεις του. Δυό φάρσες του από τον πόλεμο του 1940-1941 κυρώνουν του λόγου το αληθές. Στην Αλβανία αίφνης, όπου είχε οδηγηθεί κι αυτός ως στρατιώτης, δεν έλεγε να βάλει νερό στο κρασί του. Ο μπαρμπα - Δήμος να φαιδρύνει την παγωμένη ατμόσφαιρα του πολέμου και να μην το βάζει κάτω. Για να διασκεδάζει μάλιστα τους συμπολεμιστές του, είχε μαζί του ένα καπέλο από Ιταλό «φρατέλο» και το φορούσε συχνά - πυκνά στα διαλείμματα των μαχών και στις άπραγες ώρες του μετώπου.
- Βρε θα σε περάσουμε για Ιταλό, και θα πας χαμένος, τον αποπαίρναν συναγωνιστές του. Αυτός είχε έτοιμη την απάντηση:
- Θα μι σκουτώσιτι; Για τ’ πατρίδα θα μι σκουτώσιτι, κι θα μι κάμ’νι κι άγαλμα στου χουριό μ’...
Κάποια μέρα θέλησε να μεταφέρει την ιδιότητά του ως... φρατέλου Ιταλού και στο χωριό του. Εβγαλε λοιπόν μια φωτογραφία και την έστειλε στη γυναίκα του στο Προμίρι με την οπισθόγραφη παρατήρηση: Για να καμαρώσ’τε το Δήμο... φρατέλο.
Βαριά έπεσε η είδηση στο χωριό: Ο Δήμος Κουτσερής αιχμαλωτίστηκε απ’ τους Ιταλούς, πάει χάθηκε κι αυτός!... Νεότερο όμως γράμμα στο σπίτι του ξεκαθάριζε τα πράγματα κι έφερνε ανακούφιση στους δικούς του.
Αυτό το ιταλικό καπέλο δεν έλεγε να το αποχωριστεί ούτε με την κατάρρευση του μετώπου και την υποχώρηση του ελληνικού στρατού. Μ’αυτό «υπό μάλης» περπατούσε μέρες και νύχτες και χάρη σ’αυτό «μπήκε καβάλα», όπως έλεγε, σε μια μηχανοκίνητη φάλαγγα Ιταλών, που τραβούσε για την Αθήνα. Δεν ήξερε όμως τα κατατόπια και συνέχισε το... ταξίδι ως τη Λαμία, καβάλα σε ένα κανόνι. Εκεί κατάλαβε, και γλιστρώντας κάτω, παίρνει το δρόμο για το Βόλο. Με τα πόδια βέβαια και το καπέλο μαζί του. Στα πρόθυρα μιας μικρό-πολίχνης, το φέρνει στο κεφάλι του, και καμαρωτός βαδίζει για το χωριό. Προτού περάσει μέσα, πέφτει στην αντίληψη χωριανών. Τους είδε, και για να επιτείνει την εντύπωση, άρχισε να τραγουδάει τραγούδι ιταλικό, που είχε μάθει κακήν κακώς στο μέτωπο! Αυτό είταν όλο: Πανικόβλητοι οι χωρικοί έτρεξαν στο χωριό τους κι έδωκαν μήνυμα στους συντοπίτες τους να φύγουν αμέσως, γιατί έρχονταν... Ιταλοί. Ενας τον άλλον, ειδοποιήθηκε όλος ο οικισμός και πήρε τα γύρω βουνά! Κι ο νεαρός Δήμος, όλο κέφι και καμάρι, αψηφώντας τις ατέλειωτες δοκιμασίες του, πέρασε μέσ’ απ’ τους έρημους δρόμους, συνεχίζοντας να αναμασάει το ιταλικό τραγούδι -μήπως ήξερε κι άλλο; Εκανε παρέλαση -έλεγε αργότερα στο χωριό του- «παρέα μι τ’ς κότις κι μι τ’ς γάτις, γιατί αυτά απόμ’ναν στου χουριό. I κόσμους ούλους λάκ’σι (=λάκισε)».
Αν και ποτέ δεν μυήθηκε στον κομμουνισμό, που ο πρώτος πυρήνας στο χωριό του άρχισε να δημιουργείται γύρω στα 1928-19301, ωστόσο τον καιρό της Κατοχής ικανοποιούσε το πατριωτικό του μεράκι στο Ε.Α.Μ. του χωριού του. Είταν από τα απλά, τα αφανάτιστα μέλη, μα μολαταύτα είχε πάρει κι αυτός το... λυκοτόμαρο, και στα 1948 εξορίστηκε στο νησί του Τρίκερι.
Ας μη νομίσει κανείς ότι έχασε το κέφι και τη χιουμοριστική διάθεση στο νέο στάδιο της ζωής του. Τα ίδια κι εδώ, παρότι δεν μπορούσε να έχει πάντα το ποτήρι πλάι του όπως στο χωριό του. Ανακατωνόταν στις παρέες των συγκρατουμένων του και επιρρεπής στις ετοιμολογίες, δημιουργούσε τη δική του ατμόσφαιρα, φαιδρύνοντας τη ζωή του στρατοπέδου. Τον είχε ξεχωρίσει μάλιστα και η γνωστή ηθοποιός Ντιριντάουα, εξόριστη κι αυτή, και τον έκανε χάζι. Λένε πως έπαιζε μαζί της και κάποια θεατρικά έργα για τους κρατουμένους και τους αξιωματικούς στο νησί, άλλοτε με τη δική τους πρωτοβουλία και άλλοτε με τις φροντίδες της διοίκησης του στρατοπέδου.
Ο ίδιος ακόμα ο χαριτολόγος μας, για να τονίζει περισσότερο την κωμικότητά του, είχε στήσει ατομική σκηνή - βίλλα την ονόμαζε! Αλλά οι βίλλες, έλεγε, «έχ’νι κι λεκτρικά κουδούνια. Πρέπ’ κι η θ’κή μ’ να απουχτήσ’ γιατί αλλιώς του προυσβάλλουμι του πράμα». Τι έκανε λοιπόν;
Βρήκε σε ένα παλιομάντρι κάποιο μεγάλο κυπροκούδουνο και το κρέμασε μπροστά στη σκηνή του. Εδεσε απ’ το γλωσσίδι ένα σπάγγο, και την άλλη άκρη, αφού την πέρασε από ψηλό κλωνάρι δέντρου, την άφησε να κρέμεται στο ύψος του ανθρώπου. Συγχρόνως άφησε παντού την... εντολή: «Ουδείς δεκτός εν τη βίλλα ημών, αν δεν κτυπήση τον κώδωνα»2. Ο λόγος του είταν... συμβόλαιο. Σε κανέναν δεν ανταποκρινόταν, αν δεν άκουγε το χτύπο της κουδούνας, όσο και αν τον φώναζαν με το όνομά του. Στο τέλος έβγαινε σοβαρός και «οργισμένος» κι άφηνε την επιτίμησή του:
- Στραβουμάρα έχ’ς; Δε βλέπ’ς του κουδούν τ’ς βίλλας;
Τι εικόνες άπειρου κάλλους και ευθυμίας συνυφαίνονταν εκεί μπροστά στο τσαντίρι του Δήμου μεταξύ εξορίστων αλλά και των μελών της φρουράς του νησιού ακόμα, γιατί η φήμη του απ’ τα τρελλά του καμώματα, τριγύριζε συνέχεια στο μικρό νησί!
ΕΙΧΑ αφήσει στο προηγούμενο σημείωμά μου τον μπαρμπα - Δήμο Κουτσερή στο νησί του Τρίκερι (1948-1949), όπου εξόριστος κι αυτός, πλαισίωνε (καλύτερα: διασκέδαζε) το στρατόπεδο των εξορίστων. Τον ήξεραν όλοι και τον χαίρονταν όλοι, όχι μονάχα για τη χειμαρρώδη χαριτολογία του αλλά και για τα διασκεδαστικά του καμώματα. Έπρεπε να είναι κανείς από ξύλο ή πέτρα για να μην ευθυμήσει μπροστά στο λόγο του αγαθού Προμιριώτη.
Εκείνο που επέβαλλε περισσότερο στο νησί τη χιουμοριστική προσωπικότητα του μπαρμπα - Δήμου, είταν το άλλο, το ανεπάντεχο: Πρωινό μια μέρα ο λοχαγός στοίχιζε τις διμοιρίες των εξόριστων για κάποια αναφορά. Οι τελευταίες όμως αράδες της διμοιρίας, όπου κι ο μπαρμπα - Δήμος, δεν είταν στη θέση τους, κι ο λοχαγός διέταξε:
- Ε, σεις οι τελευταίοι, ένα βήμα αριστερά.
Στη στιγμή πετάγεται ο αξέχαστος χιουμορίστας, και μέσα στην απόλυτη σιγή, αφήνει το λόγο του:
- Κυρ-Λοχαγέ, ιμείς λ’γάκ’ κάναμε αριστερά και μας φέρατε στο νησί. Άμα κάνουμε κι ένα βήμα απ’ μας λέτε, τότε που θα μας πάτε; Τότε είμαστε για... κρέμασμα!
Σείστηκε στο γέλιο το στρατόπεδο κι άλλαξε μεμιάς το κλίμα. Από κείνη την ημέρα ο χωρατατζής κέρδισε περισσότερο αξιωματικούς κι υπαξιωματικούς του νησιού. Σήμερα, σαραντατέσσερα χρόνια από τότε, και το περιστατικό ζωντανεύει ακόμα σε παρέες συχωριανών του στο Προμίρι και στον Πλατανιά. Τόσο πολύ εμπεδώνονται κάποιες ανθρώπινες στιγμές του βίου στην ψυχή του λαού.
Ελευθερώθηκε βέβαια κάποτε από τον τόπο της εξορίας, αν και δεν τα πέρασε και άσχημα, όπως τ’ ομολογούσε ο ίδιος, κι επανέκαμψε στο χωριό του. Είχε όμως χαρακτηριστεί κι αυτός «εθνικά ύποπτος», και στις παραμονές κάποιων βουλευτικών εκλογών έτριξε κι αυτουνού δόντια η αστυνομία του Λαύκου «μην τρεμοκοπήσει και ψηφίσει κομμουνιστές». Αλλά στις εκλογές εκείνες εφτά κάτοικοι του χωριού, περιφρονώντας τις εντολές της αστυνομίας, ψήφισαν το αριστερό κόμμα. Πυρ και μανία τότε οι χωροφύλακες, ζητούσαν να μάθουν ποιοι είταν αυτοί οι εφτά, αλλά κανείς δεν μπορούσε με σιγουριά να το βεβαιώσει.
Πέρασαν κάποια χρόνια, όταν είχε ατονήσει το περιστατικό, και ο αστυνόμος του Λαύκου επισκέφτηκε για άλλη μια φορά το Προμίρι. Στην πλατεία τον συντρόφεψαν κάτοικοι, αλλά πιο πολύ πρόσεχαν τον μπάρμπα - Δήμο που έτυχε να βρίσκεται κι αυτός στην παρέα, παρά τον αστυνόμο. Είταν πάλι στις καλές του και... σερβίριζε τα πιπεράτα αστεία του.
Δεν άντεξε κάποτε ο αστυνόμος:
- Ε, ποιός είσαι συ τελοσπάντων;
- Ποιός είμαι γω; Που να ’ξερες κυρ αστυνόμε... Ιγώ είμαι ένας απ’ τ’ς εφτά!
Έσκασαν στα γέλια όλοι, μαζί και το όργανο της τάξης, κι από τότε έμεινε στο χωριό σαν έκφραση παροιμιακή αυτός ο λόγος του Δήμου Κουτσερή: «Ο ένας απ’ τ’ς εφτά».
Ό,τι κι αν του συνέβαινε, είχε πάντα μια παιχνιδιάρικη διάθεση, κι είταν ένας να διασκεδάζει με τον τρόπο του και τα πιο τραγικά γεγονότα ακόμα. Έτσι διασκέδασε ένα ατύχημά του στο Προμίρι, όταν ανέβηκε από τον Πλατανιά στο χωριό να ψηφίσει σε δημοτικές εκλογές. Ανέβηκε με τα πόδια, όχι με όχημα, γιατί -όπως έλεγε- «τί τα θέλ’ς αυτά τα διαουλ’κα, αυτά σε σκοτών’νε μια ώρα αρχύτερα κι χουρίς να πάρ’ς χαμπάρ». Στην επιστροφή του όμως παραβίασε τον όρκο του. Επηρεασμένος κι όπως είταν από το ποτό των καφενείων, (μπήκε κι αυτός στην καρότσα από ένα τρακτέρ, αλλά στο δρόμο έγινε το κακό. Το όχημα γλίστρησε σε μια ρεματιά και κρεμάστηκε στη μέση της κατηφοριάς -μεταξύ ζωής και θανάτου. Όλοι είχαν σωθεί, αλλά ο τρόμος τους είχε παραλύσει. Μονάχα ο (μπαρμπα - Δήμος δεν το ’βαλε κάτω, κι όταν επέστρεψε στη γυναίκα του, άρχισε να την παρακινεί: «Γ’ναίκα, κόκκιν’ αυγά, βράσε κόκκιν’ αυγά κι αγλήουρα...». Τα ’χασε αυτή:
- Πάει τριλάθ’κι, ψέλισσε, αλλά σα πήγις κι τα... κουπάν’σις, βρε αχαΐριυτε, τί σι φταίου ιγώ;
Ο μπαρμπα - Δήμος, ετοιμόλογος πάντα, της έδωκε την απάντηση:
- Ιγώ δε τα κουπάν’σα, άλλους μι... κουπάν’σι, και της έδειξε την κοπανισμένη μέση του από το πέσιμο, αποκαλύπτοντας το συμβάν.
Τα αυγά τέλος βάφτηκαν κόκκινα, και μ’ αυτά στις τσέπες ο μπαρμπα - Δήμος τράβηξε για τα καφενεία του Πλατανιά. Όποιον συναπαντούσε τον εφόδιαζε με ένα κόκκινο αυγό για τσούγκρισμα, προκαλώντας τον:
- Ας του φάμι απού τώρα τ’ αυγό... Γιατί όπους πλήθυναν αυτά τα διαουλ’κά (εννούσε βέβαια τα οχήματα), δε ξέρουμε αν θα ζούμε το Πάσχα...
Έδινε αυγά και κερνούσε στα καφενεία, γλεντώντας τη σωτηρία του. «Μα καλά, Δήμο -πετάχτηκε φίλος του- υπουψήφιους πρόιδρους είστανι κι κιρνάς;» Πάλι η απάντησή του είταν έξυπνη:
- Δεν είμ’να υπουψήφιους πρόιδρους· είμ’να υπουψήφιους στου χάρου, μα δε μι θέλ’σι3.
Στα 1927 ο Δήμους Κουτσερής υπηρετούσε ως κληρωτός στο Ναυτικό. Πήρε λοιπόν άδεια να επισκεφτεί το χωριό του και πέρασε πρώτα από το Βόλο. Εδώ κατέληξε στο σπίτι δυο γεροντισσών Υδραίου απ’ το Προμίρι επίσης, όπου έμενε -νεαρή τότε- η Σοφία Βέμπο. (Το σπίτι βρίσκονταν μέσα στο στενό στη διασταύρωση Γαζή Γκλαβάνη. Με τους σεισμούς του 1955 γκρεμίστηκε για να οικοδομηθεί άλλο στην ίδια θέση, που ανήκει σήμερα στο γαμπρό του Γιάννη Υδραίου, το συμπολίτη Γιώργο Κοντούλη).
Η μια γριούλα λοιπόν σύστησε τη Βέμπο στο Δήμο:
- Να σου συστήσω κι ένα καλό κορίτσι που έχουμε στο σπίτι μας. Βέμπο και Δήμος έδωκαν τα χέρια και γνωρίστηκαν. Κουβέντιασαν ώρες γύρω από το μαγκάλι που έκαιγε όχι με κάρβουνο αλλά με πυργιονίδι, κι ο νεαρός Προμιριώτης, χωρατατζής πάντοτε, δεν έπαυε να πετάει κάθε τόσο τ’ αστεία του, και η Σοφία να κόβεται στα γέλια. «Είχι μια ουμουρφιά -μου έλεγε ο μπαρμπα - Δήμος όταν ζούσε- κούκλα. Να τ’ς πάρ’ς του κιφάλ’». Το βράδι έφαγαν όλοι μαζί μέσα σε κλίμα κεφιού και ευθυμίας, και αργά πήγαν να κοιμηθούν. Η Βέμπο στο ίδιο κρεβάτι με μια από τις γερόντισσες, κι ο Δήμος στο άλλο δωμάτιο (δυο δωμάτια είχε το σπίτι), που είχε νοικιάσει ο επίσης Προμιριώτης Αγγελής Κοντούλης, που ζει σήμερα στο χωριό του. Αλλά ο εύθυμος μουσαφίρης ειδοποίησε τη Σοφία από νωρίς:
- Να ιδείς απόψ’ τί θα σι κάνου, θα σ’ πάρου τα τσόλια (σκεπάσματα).
Το είπε και το ’κανε ο αθεόφοβος. Σηκώνεται αργά τη νύχτα και, ζυγώνοντας στο κρεβάτι της Βέμπο, αρπάζει ξαφνικά τα σκεπάσματά της και τα σέρνει κάτω! Φωνές, κακό, φασαρία, ξύπνησαν όλοι, αλλά το πειραχτήριο εκμεταλλευόμενο το βαθύ σκοτάδι, γύρισε στο κρεβάτι του προσποιούμενος τον κοιμισμένο. Την επαύριο παρίστανε τον ανήξερο στις δυο γριούλες, φοβερίζοντάς τες μάλιστα πως το νυχτερινό επεισόδιο είταν επενέργεια κάποιου... φαντάσματος, που πήγε να κλέψει τη Σοφία4.
Είχε όμως και συνέχεια η συνύπαρξη του μπαρμπα - Δήμου με τη διάσημη τραγουδίστρια στο Βόλο, όπως βεβαίωναν παλιοί Προμιριώτες. Είταν όταν εγκαταστάθηκε στην πόλη μας, απολυμένος πια από το Ναυτικό, για να μάθει την τέχνη του τσαγκάρη. Νοίκιασε λοιπόν το δεύτερο δωμάτιο στο υδρέικο σπίτι, μαζί με τον αδελφό του Γιώργο -πήγαινε για ράφτης αυτός- για να αλλάξει μεμιάς το κλίμα σ’ εκείνο το χτίσμα. Κυρίαρχο στοιχείο πια το ακράτητο γέλιο με τις ατέλειωτες αστειότητες του χιουμορίστα Προμιριώτη. Πέντε άτομα είχαν συνθέσει μια κεφάτη συντροφιά, μια και η νεαρή τότε Βέμπο ήξερε να πετάει το αστειάκι της στην κατάλληλη ώρα.
Το γούστο είταν όταν κάποιες νύχτες τα δυο αδέρφια γίνονταν... υπνοβάτες, κι αφού σίμωναν στο κρεβάτι της Βέμπο, σήκωναν σιγά - σιγά τα σκεπάσματα και... γαργαλούσαν τις πατούσες της -πιο πάνω που να τολμήσουν ν’ αγγίξουν! Κι όταν τέλος τους θέριζε η πείνα, γλιστρούσαν κρυφά στην κουζίνα και... έτρωγαν το φαγητό το παρασκευασμένο από τις δυο γερόντισσες για τη Βέμπο! Γύριζε κι η τελευταία απ’ τη δουλειά της κι έβρισκε άδεια την κατσαρόλα. Πράϋνε όμως την πείνα της με ό,τι πρόχειρο μπορούσε να εξασφαλίσει, και βέβαια... χόρταινε με τα ατέλειωτα χωρατά του συγκάτοικού της.
Ο μπαρμπα - Δήμος Κουτσερής, αφού καταδιασκέδασε κόσμο και κοσμάκη, αφού έγινε μια φιγούρα ελκυστική του Πλατανιά πρωτοστατώντας σε φάρσες και ευτραπελίες5, κι αφού εξαντλήθηκε ολοζωίς σε προσφορές του στο Βάκχο, μας έφυγε άξαφνα -αρχές δεκαετίας 1980. Τον ξεπροβόδησαν όλοι στο νεκροταφείο του χωριού του, κι όταν τον κατέβαζαν στον τάφο, τ’ αγγόνια του Βαγγέλης και Δήμος του ’βαλαν ανάμεσα στα χέρια του ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί...
Για να κερνάει το χάρο στο δρόμο και να τον καλοπιάνει, όπως θα ευφυολογούσε ο ίδιος εάν το έπαιρνε χαμπάρι...