Μια ακόμα ευκαιρία εξόδου των Πηλιοριτισσών δινόταν το απόγευμα της παραμονής των Βαΐων, όταν οι νύφες της χρονιάς θα μεταφέρανε στην εκκλησία τα βάγια τους. Παρέες - παρέες τότε οι γυναίκες έπιαναν τον κεντρικό δρόμο, που οδηγούσε στο ναό, για να καμαρώσουν τις «ν’φάδις», όπως τις έλεγαν, και να σχολιάσουν τα βάγια. Προηγούνταν συνήθως ένα αγόρι (με ζωντανούς τους γονείς του), κρατώντας το πανέρι με τα βάγια1.
Σε περίπτωση όμως αδυναμίας της νύφης, τα βάγια πήγαινε στο ναό η μητέρα της ή η πεθερά της. Την άλλη μέρα ο παπάς, αφού τα διάβαζε μέσα στο ιερό, μοίραζε τα καλύτερα στο εκκλησίασμα, και τα υπόλοιπα σκορπούσε, μαζί με τους επιτρόπους, στο δάπεδο του ναού.
Πιο αξιοσημείωτη για τις διασκεδαστικές και ανθρώπινες προεκτάσεις που έπαιρνε, είταν η γιορτή στο Τρίκερι. Εδώ οι ίδιες οι γυναίκες έβγαιναν κατά παρέες μεσοβδόμαδα στην εξοχή, να βρουν τα δαφνόδεντρα και μάλιστα σε κακοτράχαλα μέρη. Η καθεμιά έφκιανε κι ένα δεμάτι με την καλύτερη κλαμούρα στη μέση να ξεχωρίζει απ’ τις άλλες, κι ανηφόριζε στο χωριό.
Νωρίς τ’ απόγευμα του Λαζάρου, γυναίκες και άντρες με τις καλές στολές τους, συνάζονταν στο πλάτωμα, όπου αργότερα χτίστηκε το διδαχτήριο του δημοτικού σχολείου και περίμεναν τα βάγια. Θα’ τά ’φερναν οι ίδιες οι νυφάδες, ντυμένες στις βαρύτιμες στολές τους, τις οποίες ακολουθούσαν αγόρια όχι ορφανά, και θα τά ’φηναν στο κέντρο της πλατείας. Το κάθε δεμάτι φρόντιζαν να ξεχωρίζει απ’ τ’άλλα με μια χρωματιστή κορδέλλα, που είχε δέσει η κάθε νύφη στην κλάρα που εξείχε πάντοτε προς τα πάνω. Σίμωναν τότε όλοι και τα έραιναν με ρύζι, βαμπακόσπορο, κουφέτα, κέρματα κλπ., ενώ εύχονταν να είναι καλορίζικα. Ως ανταπόδοση τώρα οι νυφάδες μοίραζαν τις «φ’λιές»2, μαντίλια δηλαδή με καρύδια, αμύγδαλα και κουφέτα μέσα (για τους μεγάλους), ή διάφορες λιχουδιές (για τα παιδιά), που τα είχαν ετοιμάσει στο σπίτι τους.
Η ατμόσφαιρα ζεσταινόταν απ’ τις αμοιβαίες αυτές χειρονομίες κι έφερνε το χορό. Χόρευαν όμως μόνο τα «τιμώμενα» πρόσωπα, οι νυφάδες, αφού πιάνονταν με μια «ιεραρχική» τάξη. Πρώτη αυτή που παντρεύτηκε πρώτη υστέρα από την περυσινή εκδήλωση των Βαΐων, δεύτερη η επόμενη παντρεμένη και τελευταία η πιο νιόνυφη απ’ όλες. Έσερναν το χορό γύρω από τα στοιβαγμένα δεμάτια των βαγιών, χτυπώντας κάθε τόσο τα πόδια κάτω, στο ρυθμό του τραγουδιού:
Το ’λεγαν και το ξανάλεγαν αυτό το τραγούδι, για να τραβήξει αρκετά ο χορός, με θεατές όλους σχεδόν τους κατοίκους του Τρίκερι. Ύστερα η καθεμιά σήκωνε το δεμάτι της με τα βάγια, κι όλες μαζί -η μια πίσω απ’την άλλη και πάντα με την ιεραρχία του χορού- πορεύονταν στο μητροπολιτικό ναό, ενώ στο δρόμο έβγαιναν και γριές του θανάτου ακόμα να χαρούν τις νυφάδες.
Στο ναό περίμενε ο παπάς κι έπαιρνε τα βάγια, για να τα κάνει μικρά ματσάκια, που τα διάβαζε την επαύριο -μέρα μεγάλη κι επίσημη του Τρίκερι. Πάλι με τις καλές φορεσιές τους εκκλησιάζονταν όλοι σχεδόν οι κάτοικοι, μαζί και οι νυφάδες, κι ύστερα απ’ τη λειτουργία συγκεντρώνονταν μπρος στην ωραία πύλη να πάρουν τα βάγια. Ο παπάς μοίραζε συνέχεια, κι ενδιάμεσα έπαιρνε κι ένα κλωνάρι με τις χρωματιστές κορδέλλες· το σήκωνε ψηλά, κι η νύφη που της ανήκε προχωρούσε ανάμεσα στους άλλους και το ’παιρνε, φιλώντας το χέρι του ιερέα. Οι ευχές τότε του εκκλησιάσματος «στερεωμένη», «καλορίζικη» διασταυρώνονταν μέσα σε μια γενική ικανοποίηση, κυρίως γιατί έβλεπαν σ’αυτές ένα αντιστήλι ελπίδας για τη συνέχιση της ζωής3.