Αν και το Πήλιο αποτελεί μια συνεχόμενη χερσόνησο από τα ΒΔ προς τα ΝΑ, δεν διατηρεί ωστόσο ομοιότητα μορφής και βλάστησης. Το ανατολικό μέρος διακόπτεται από βαθιές χαράντρες και κάποια φαράγγια, και πέφτει κάπως απότομα προς το Αιγαίο. Το δυτικό αντίθετα κατεβαίνει ομαλά προς τον κόλπο του Παγασιτικού και σημαδεύεται από ήμερες ρεματιές, εξόν από κείνη κάτω απ’ τη Μακρινίτσα και την άλλη στην περιοχή των Μηλιών. Εδώ δημιουργείται ένα άγριο φαράγγι, ασυνήθιστο για τον τόπο. Αλίμενη εξάλλου η ανατολική περιοχή, με χαριτωμένες αγκαλιές θάλασσας η δυτική. Ακόμα: Ενώ η πρώτη έχει μια πυκνή βλάστηση με βαθιά ρουμάνια και με κυρίαρχο δέντρο την αγριοκαστανιά, η δεύτερη αντίθετα παρουσιάζειχαμηλή βλάστηση από κουμαριές, ρείκια, πουρνάρια, θιλύκια κττ., χωρίς να λείπουν και οι άδεντρες εδώ κι εκεί περιοχές. Άδεντρη και βραχώδικη είναι όλη σχεδόν η περιφέρεια απ’ τη Μιλίνα προς το Τρίκερι, όπου το βουνό Τισαίο, τόσο απ’ τη μεριά του Αιγαίου -περισσότερο εδώ- όσο κι απ’ την πλευρά του Παγασιτικού.
Χαμηλή και ομαλή βλάστηση συναντούμε και στο νότιο Πήλιο, ενώ στο βόρειο η βλάστηση πυκνώνει. Τα κλαδιά όμως είναι τα ίδια κι εδώ κι εκεί: Κουμαριές, ρείκια, πουρνάρια, θιλΰκια, αράδια κττ. Τούτη η πράσινη πλημμυρίδα υπήρχε και στους προχριστιανικούς χρόνους, γι’ αυτό κι ο Όμηρος ονομάζει το Πήλιο «εινοσίφυλλον».
Η διαφορά του πηλιορίτικου τοπίου συνεπάγεται και την ανομοιότητα των προϊόντων. Στο ανατολικό μέρος παράγονται μήλα, αχλάδια, κάστανα, κεράσια, πατάτες κλπ. Στο δυτικό, και κυρίως στην περιφέρεια Λεχωνίων - Μπούφας, έχουμε αχλάδια, μήλα, πορτοκάλια, λεμόνια κ.ά. Τέλος στο νότιο τμήμα κυριαρχεί η ελιά, ενώ στο βόρειο, όπου και τα δάση της Κερασιάς και του Φλαμουριού, παρατηρείται η κτηνοτροφία. Το Τρίκερι όμως που δεν έχει γόνιμη γη, στράφηκε αναγκαστικά στη θάλασσα, δημιουργώντας την παράδοση της σπογγαλιείας. Παλιότερα το Πήλιο είχε και καλή παραγωγή κρασιού. Σήμερα λιγοστά μόνο αμπέλια σώζονται, γιατί οι κάτοικοι τα εγκατέλειψαν. Είχε ακόμα και μια παραγωγή σύκων στην περιοχή της Αργαλαστής κυρίως, αλλά στους καιρούς μας οι κάτοικοι δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτή, κι όσες συκιές απόμειναν, μένουν ανεκμετάλλευτες. Σ’ αντιστάθμισμα μπορεί να πει κανείς, εντείνεται μια τάση εκμετάλλευσης του τουριστικού φαινομένου στον τόπο με τη δημιουργία τουριστικών επαγγελμάτων, τάση που κλονίζει τις προαιώνιες σχέσεις των αγροτών με τη γη τους.
Μια εικόνα των φυσικών καλλονών και των καλλιεργειών του βουνού μάς δίνουν οι Δημητριείς στα 17911: «Ἡ χερσόνησος αὐτή εἶναι τό Πήλιο ὄρος τό πολυθρύλλητο εἰς τούς ποιητάς (...) Αἱ ἄκραις του εἶναι κατάπυκναις ἀπό δένδρα μεγάλα ὅλο ὀξειαῖς· παρακάτω εἶναι στολισμένο καί μέ ἄλλα διάφορα δένδρα (...) Πλέο παρακάτω εἶναι κατάφυτο ἀπό δένδρα διάφορα, κερασιαῖς, μηλιαῖς απιδιαῖς, δαμασκηνιαῖς, καρυδιαῖς, συκαῖς, ἀμπέλια καί ἄλλα, μάλιστα ἀπό συκαμιναῖς. Μέσα εἰς αὐτά τά κάρπιμα καί ἐπικερδῆ δάση φωλεύουν 24 χωριά (...)».
Την εικόνα συμπληρώνουν δυο Άγγλοι περιηγητές ο Edward Dodwell κι ο Urgkart στα 1806 και 1839 αντίστοιχα. Γοητευμένοι κι οι δυο από το Πήλιο και τα αρχοντικά χωριά, θεωρούν τον τόπο προνομιούχο, θαυμάζουν τις δραστηριότητες των κατοίκων κι ομολογούν πως πουθενά της Ελλάδας δεν συνάντησαν τόσο έξυπνους ανθρώπους και τόσες φυσικές ομορφιές2.