• Οικονομία και παραγωγή

    Κανείς δεν μπορεί με σιγουριά να προσδιορίσει το είδος της παραγωγής και της οικονομίας στο Πήλιο κατά τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, γιατί λείπουν οι πηγές. Ωστόσο μπορούμε να υποθέσουμε, πως η οικονομία στηριζόταν απάνω στη γεωργία και την κτηνοτροφία, κι είταν βέβαια κλειστή1.

    Οι πρώτες γραφτές πληροφορίες είναι από το 1615 κι αναφέρονται στην παραγωγή, τους φόρους και τον πληθυσμό των χωριών Μακρινίτσας, Πορταριάς, Κατηχωρίου και Δράκιας2. Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτές, η Μακρινίτσα είχε 147 αγροτικές οικογένειες, πλήρωνε φόρο 14, 672 ακτσέ (δηλαδή άσπρα) και καλλιεργούσε κριθάρι, σιτάρι, νταρί και σπέντζες, αλλά εκμεταλλευόταν και τις αλυκές του Βόλου. Η Πορταριά είχε 166 οικογένειες, έδινε φόρο 11,718 ακτσέ κι έβγαζε τα ίδια προϊόντα. Το Κατηχώρι κατοικούνταν από 182 οικογένειες και φορολογούνταν με 16,026 ακτσέ, και τέλος η Δράκια αριθμούσε 147 οικογένειες, είχε την ίδια παραγωγή και πλήρωνε 11,718 ακτσέ.

    Βέβαια δεν μπορούσαν τα χωριά να στηρίζονται μόνο σ’ αυτά τα προϊόντα. Είχαν οπωσδήποτε κι άλλα, που δεν αναφέρονται. Δεν αναφέρεται λογουχάρη η ελαιοπαραγωγή, που υπήρχε από πολύ παλιά, όπως θα δούμε πιο κάτω.

    Από το τέλος του 17ου αιώνα η γεωργική παραγωγή ακολουθεί την πληθυσμιακή αύξηση του Πηλίου, κι έχουμε τώρα τις πρώτες ειδήσεις για την καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα. Η καινούργια τούτη παραγωγή, που είταν εκλεχτής ποιότητας3, τόνωσε πολύ την οικονομία του Πηλίου, με αποτέλεσμα το μετάξι να γίνει σιγά σιγά το βασικότερο εξαγωγικό προϊόν του τόπου. Ο Felix de Beaujour μάλιστα γράφει4, πως γύρω στα 1787 - 1797 το Πήλιο έβγαζε κατά μέσον όρο 25.000 οκάδες μετάξι5. Απ’ αυτό, τις 5.000 οκάδες τις κατεργάζονταν στα χωριά· τις άλλες τις έστελναν ακατέργαστες στον Τίρναβο, τη Χίο, τη Θεσσαλονίκη κι ακόμα στη Γερμανία και τη Βενετία.

    Αργαλειός στο Λαύκο
    Αργαλειός στο Λαύκο (από τη μελέτη του Κίτσου Μακρή Μεταβυζαντινή και Νεώτερη Μαγνησία, Μαγνησία, Αθήνα 1982, σελ. 225).

    Το μετάξι αποτελεί την πρώτη ύλη για την κατασκευή άλλων προϊόντων, που κι αυτά προωθούνται στις αγορές. Σιγά - σιγά τα πηλιορίτικα χωριά αναπτύσσουν βιοτεχνία και εμπόριο, και κοντά σ’ αυτά μια ναυτιλιακή κίνηση - δραστηριότητες άγνωστες μέχρι τότε. Οι αργαλειοί χτυπούνε μέρα - νύχτα σ’ όλα τα χωριά του Πηλίου και γίνονται τα χράμια και τα κιλίμια, σκεπάσματα μάλλινα και βαμπακερά, προίκες ολόκληρες κοριτσιών, υφάσματα κ.ά. Στη Ζαγορά, όπως και σε άλλα χωριά του ανατολικού Πηλίου, κατασκευάζονται τα περίφημα σκουτιά, χοντρά υφάσματα δηλαδή με τα οποία γίνονταν τα καποτέλια για τους άντρες6. Στην Πορταριά φκιάνουν ζουνάρια, γαϊτάνια, μαντίλια, μπρισίμια και μεσίνια. Κάνουν ακόμα πιο ύστερα και παπούτσια, που τα πουλούν σ’ όλα τα χωριά του Πηλίου και παραπέρα, κι ακόμα έχουν το μονοπώλιο στο Πήλιο της επένδυσης κουμπιών με μεταξωτές κλωστές για τα γιλέκια από τις αντρικές βράκες7. Στη Μακρινίτσα γίνονται δισάκια, τροβάδες, εργόχειρα, παπούτσια, βαμβακερά πανιά, μαντίλια, αλατζάδες κ.ά8. Στην ίδια πολίχνη επίσης θα αναπτυχτεί, από τα μέσα του 18ου αιώνα και η βυρσοδεψία, μια καινούργια οικονομική δραστηριότητα στο Πήλιο, που ξεκινάει, σύμφωνα με μιαν αδημοσίευτη παράδοση, που αποθησαύρισα παλιά, από την Οδησσό της Ρωσίας. Εκεί εξοικειώθηκαν με την τέχνη ξενιτεμένοι Μακρινιτσώτες, που επιστρέφοντας στη γενέτειρά τους, άνοιξαν τα πρώτα βυρσοδεψεία ή «ταμπάχανα», κατά την τουρκική ορολογία, στη νερόχαρη ρεματιά Κουκουράβας9. Με το πέρασμα του χρόνου τα βυρσοδεψεία επεκτάθηκαν κι έφτασαν έως τον βασικό πυρήνα του χωριού. Ένα μεγάλο βυρσοδεψείο εξάλλου λειτούργησε και στην Αγριά, κι είταν ιδιοχτησία του Μακρινιτσώτη Δημητρίου Χατζηρήγα και του πατέρα του10.

    Η μεγαλύτερη ακμή αυτής τέχνης συντελείται στον 18ο αιώνα, όταν λειτουργούσαν στον τόπο σαράντα μικρά και μεγάλα εργοστάσια βυρσοδεψίας κι έβγαζαν εκατοντάδες οκάδες πετσιά, όπως βεβαιώνει η παράδοση, τα οποία προωθούνταν στην Ευρώπη και κυρίως στα Μπιτόλια11. Κείνα τα χρόνια η Μακρινίτσα είταν από τα μεγαλύτερα και πλουσιότερα κεφαλοχώρια της Μαγνησίας, κι έφτανε ο πληθυσμός της στους πέντε και έξι χιλιάδες κατοίκους.

    Γενικά σ’ όλα τα χωριά του Πηλίου παρατηρείται μια έντονη βιοτεχνική και εμπορική δραστηριότητα από τα μέσα κυρίως του 18ου αιώνα, η οποία κορυφώνεται στον επόμενο. Κάθε χωριό έχει τους τεχνίτες και τους καλφάδες, που οι περισσότεροι απ’ αυτούς δουλεύουν συστηματικά στα εργαστήρια τους ένα γύρω της πλατείας. Την ύπαρξη των εργαστηρίων επισημαίνει πρώτος ο Αργύρης Φιλιππίδης από τα 1815. Να λογουχάρη τι γράφει για τα εργαστήρια της Ζαγοράς, των Μηλιών και του Προμιριού - για να αναφερθώ ενδειχτικά στα τρία τούτα χωριά - ο Φιλιππίδης:

    α) «Ἐδῶ (στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου Ζαγοράς) εἶναι καί τό μεγαλλήτερον μακελλεῖον (= χασάπικο), ἐδῶ ἔχουν ἐργαστήρια καλά ἀρματωμένα μέ κάθε πραγμάτειαν, ἐδῶ εἶναι καί τά μπερμπεριά των (= κουρεία τους)» (όπ. π., σελ. 193).
    β) «(...) ἐδῶ (στην πλατεία των Μηλιών) ἔχουν καί τά ἐργαστήριά τους, ὁποῦ πωλοῦν καί ἀγοράζουν τά ότι τούς χρειάζονται·» (όπ. π., σελ. 169 - 170).
    γ)«Ἐδῶ (στην πλατεία του Προμιριού) ἔχουν καί τά ἐργαστήριά των, ὁποῦ παίρνουν καί δίνουν ὅτι τούς χρειάζεται·» (όπ. π., σελ. 172).

    Αξιοπρόσεχτο είναι το γεγονός ότι στα χρόνια τούτα της βιοτεχνικής προόδου συναντούμε και μια διαφορετική προσπάθεια εκμετάλλευσης της εργασίας με τη σύσταση συνεταιριστικών οργανώσεων. Όπως δηλαδή στα Ζαγοροχώρια, στα Μαδεμοχώρια, τον Τίρναβο, τα Αμπελάκια κλπ., έτσι και στο Πήλιο, υλοποιείται για πρώτη φορά η συνεταιριστική ιδέα, με άγνωστη όμως την απόδοση και με άγνωστο το βαθμό σχέσεων κεφαλαίου και εργασίας12. Ο Φάνης Μιχαλόπουλος, που μελέτησε το φαινόμενο των βιομηχανικών θεσμών στην Ελλάδα, μόνο μια μικρή περιγραφή αφιερώνει στο Πήλιο:13 «Ἐπίσης στά εἴκοσι τέσσαρα χωριά τοῦ Πηλίου κ’ ἰδίως στη Μακρυνίτσα, στή Ζαγορά καί στις Μηλιαῖς ὑπῆρχαν συγγενικοί συνεταιρισμοί γιά τήν κατεργασία τοῦ μπαμπακιοῦ καί τοῦ μεταξιοῦ».

    Άλλη πηγή πάλι αναφέρει ότι οι Ζαγοριανοί τεχνίτες (μάστοροι, καλφάδες, κεπετζήδες, δηλαδή κατασκευαστές των σκουτιών κ.ά.) είταν οργανωμένοι σε συντεχνίες. Είχαν μάλιστα και ειδική παράκληση, από το 1705 ακόμα, που διαβαζόταν στο μοναστήρι των Ταξιαρχών14 κι άρχιζε με τούτα: «Τῶν εὐλεγομένων (= ευλογημένων) ροφετίων τῶν κεπετζίδων Ζαγοριανῶν, τῶν ἐν τῆ Πόλει καί Γαλατᾶ Προτομαϊστόρων, Μαϊστόρων, καλφάδων καί μαθητῶν ὑγείας καί σωτηρίας αὐτῶν(...)»15.

    Στην Κωνσταντινούπολη επίσης οι ομογενείς τεχνίτες απ’ το Καραμπάσι είχαν ιδρύσει «Αδελφότητα» «μέ σκοπό τή βοήθεια ἀναξιοπαθῶν συντοπιτῶν τους καί τή συντήρηση σχολείων στή γενέτειρά τους»16.

    Φαίνεται πως τέτοιες οργανωμένες ομάδες τεχνιτών υπήρξαν και σε άλλα χωριά του Πηλίου.

    Τη μεγαλύτερη πάντως βιοτεχνία θα συναντήσουμε στο ανατολικό Πήλιο, στην Πορταριά, τη Μακρινίτσα και τα Λεχώνια. Εδώ βρίσκονταν τα πιο μεγάλα και τα πιο παραγωγικά εργαστήρια, που δούλευαν ασταμάτητα και σώρευαν πλούτη στον τόπο17.

    Στην παραγωγική αυτή διαδικασία αποτελούσε πραγματικότητα και η ενεργητική συμμετοχή των γυναικών. Ήδη από το 1791 έχουμε τις πρώτες πληροφορίες για την εργασία των γυναικών στα σκουτιά του ανατολικού Πηλίου, καθώς και στα νήματα των χωριών της Μακρινίτσας18. Η βασανιστική επίσης εργασία του αργαλειού είταν χρέος των γυναικών. «Εἰς Τζαγγαράδα αἱ γυναῖκες δουλεύουν ὅλον τόν χρόνον ὡσάν σκλάβες» θα σημειώσει ο Αργύρης Φιλιππίδης στα 181519. Το ίδιο συνέβαινε και στο Μούρεσι, καθώς και στον Κισσό, σύμφωνα πάλι με την πληροφορία του Φιλιππίδη20.

    Είναι εξάλλου γεγονός, ότι και η ευθύνη για τη συντήρηση του μεταξοσκώληκα έπεφτε πάλι στους ώμους των γυναικών. Αυτές μάλιστα κρατούσαν περισσότερο και τις προλήψεις γύρω απ’ την καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα21.

    Πέρ’ απ’ τη βιοτεχνία, μεγάλο πλήθος Πηλιοριτών ασχολούνταν με τη γη. Όλοι σχεδόν, λίγο πολύ, όριζαν δικά τους κτήματα, που καλλιεργούσαν με παραδοσιακούς τρόπους. Στο νότιο Πήλιο δέσποζαν τα ελαιοχώραφα, όπως και στην περιοχή του Αϊ - Γιώργη Νηλείας και Νιάου22. Η παραγωγή του λαδιού είταν πολύ μεγάλη στον 18ο αιώνα και βρισκόταν μεταξύ των πρώτων εισοδημάτων του τόπου23. Μα και στον επόμενο αιώνα συνεχίστηκε η μεγάλη παραγωγή του προϊόντος24.

    Παράλληλα οι Νοτιοπηλιορίτες είχαν κι άλλα εισοδήματα, όπως τα σύκα25, τα κρασιά26, τα βαμπάκια, τα εσπεριδοειδή27, τα όσπρια, το λινάρι, τα δημητριακά, τα κηπευτικά, μέλι28 κλπ. Απ’ αυτά εμπορεύονταν μόνο τα σύκα, ενώ τα υπόλοιπα προϊόντα χρησιμοποιούσαν για τις ανάγκες τους.

    Η περιοχή των Λεχωνίων ήταν η κηπόπολη του Πηλίου. Ένας τόπος πανέμορφος γεμάτος από δέντρα οπωροφόρα. «Τόπος χαριέστατος - γράφει ο Αργύρης Φιλιππίδης στα 181529 - ὁ πλέον καλύτερος τῆς Δημητριάδος. Ἀπό μακριά φαίνονται (τα Λεχώνια) τῆ ἀληθεία σάν δύο Παράδεισοι στολισμένοι (...) Ἀπό αὐτό (το προϊόν) παίρνουν πολλά χρήματα. Φορτώνουν μῆλα, καράβια ἀπ’ ἐδῶ, καί πηγαίνουν διά τό Μισίρι».

    Οπωρικά, και κυρίως μήλα φιρίκια, ξινόμηλα, μανιές κλπ., έβγαζε και η ανατολική πλευρά του Πηλίου, όπως και τα χωριά του Βόλου30. Τα ονομαστά μήλα "ντελίσιους" του ανατολικού Πηλίου φάνηκαν αργότερα31, όπως και τα φουντούκια. Εκεί που απλώνονται σήμερα οι φουντουκιές, υπήρχαν αμπέλια και μουριές. Από το 1834 έχουμε και τις πρώτες πατάτες στις Μηλιές32 και στο ανατολικό Πήλιο. Εδώ επίσης ευδοκιμούν οι κερασιές, καρυδιές, καστανιές33, ελιές (λίγες όμως), όσπρια, μελίσσια, βαμπάκια κλπ., αλλά μόνο κεράσια, καρύδια και κάστανα εξάγονταν. Εξαγωγικό προϊόν ήταν και η ξυλεία ή ο κερεστές, όπως ονομαζόταν34.

    Τα χωριά του βόρειου Πηλίου είταν τα φτωχότερα. Είχαν κι εδώ λίγα οπωροφόρα δέντρα, ελιές, αμπέλια, μελίσσια, σιτάρι, αλλά βασικό στήριγμα της οικονομίας είταν τα γίδια35. Όλα εξάλλου τα πηλιορίτικα χωριά συντηρούσαν κοπάδια γιδιών κι αρκετά πρόβατα. Το Τρίκερι όμως είταν το μοναδικό χωριό του Πηλίου και της Μαγνησίας, που ζούσε από τη θάλασσα. Είχε (και έχει ακόμα) τους καλύτερους σφουγγαράδες ύστερ’ απ’ τους Καλύμνιους, και τους πιο ονομαστούς χταποδάδες36.

    Σφουγγαράδες επίσης έβγαζε κι ο Λαύκος37.

    Ας δούμε όμως μια χαρακτηριστική περιγραφή της παραγωγής και της βιοτεχνίας του Πηλίου, που μας άφησαν οι Δημητριείς38: «Τά εἰσοδήματα τοῦ τόπου πρῶτα εἶναι τό μετάξι, καί αἱ ἐλιαῖς καί τά σῦκα· τό πρῶτο, γενικό εἰς ὅλα τά χωριά, τά ἄλλα δυό, ἀλλοῦ ὀλίγα, ἀλλοῦ πολλά, ἀλλοῦ διά τή χρῆσι τους μόνο. Εἶναι ἀκόμη καί ἀμπέλια πολλά, καί διάφορα δένδρα κάρπιμα. Γεννήματα γίνονται καί ἀπ’αὐτά εἰς μερικά χωριά39, ἀρκετά διά νά μήν ἀγοράζουν, εἰς τά περισσότερα ὅμως ὀλίγα. Μερικά χωριά ἒχουν καί κήπους μέ πορτοκαλιαῖς, νεραντζαῖς, λεϊμονιαῖς καί τ. (οιαῦτα), ἐκεῖ ὁπού δέν παρα εἶναι ἐλιαῖς καί συκαῖς· ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι δέν ἠμποροῦν νά καλλιεργοῦν ἐν ταὐτῶ ὅλα. Γίνονται πρός τούτοις καί κεράσια διάφορα, ἀπίδια πολλῶν λογιῶν, μῆλα πολλά καί πολλά εἴδη, καρύδια, καεσσά, ἀμύγδαλα, δαμάσκηνα, ρόϊδα, κηδώνια και τ. (οιαῦτα). Ὄσπρια διάφορα, κουκκιά, φασούλια, ρεβύθια, λιανοφάσουλα, λαθύρι, φάβα, φακῆ καί τ. (οιαῦτα). Γίνεται καί βαμπάκι καί λινάρι. Θρέφει ὁ τόπος ἀκόμι καί ζῶα, καθώς πρόβατα καί γίδια, εἰς μερικά χωριά ἀρκετά διά τή χρῆσι τους, εἰς τά περισσότερα, ὀλίγα. Ἀγέλαις βοδιῶν πολλά ὀλίγαις, καί τά περισσότερα βόδια ὁπού μεταχειρίζονται εἰς τή γεωργία, καθώς καί ὅλα τά μουλάρια, καί ἄλογα καί ὄνους, τά άγοράζουν εἰς τά πανηγύρια ὁπού γίνονται εἰς τήν ἐπίλοιπη Θεσσαλία.
    Πρᾶγμα εὐγαίνει ἀπό τόν τόπο, πρῶτο καί ἐπικερδέστερο εἴναι τό μετάξι, ὕστερα τό λάδι καί αἱ ἐλιαῖς, καί τά σῦκα, ἁρμαθιασμένα καί ξεαρμάθιαστα· πρός τούτοις καί διάφορα πωρικά, μάλιστα ἀπό τά Αεχόνια εἰς τά ὁποῖα εἶναι τά πρῶτα τους εἰσοδήματα· ἐδώ τά πωρικά φαίνονται πολλά πρώϊμα· μιά χρονιά ἐνθυμοῦμαι πού ἐφάνηκαν τά κεράσια εἰς ταῖς 12 τοῦ Μαρτίου (...)»40.

    Μια ακόμα πλουτοπαραγωγική πηγή στο Πήλιο είταν (και είναι μέχρι σήμερα) ο σχιστόλιθος της Πρόπαν (σήμερα: Καλαμάκι), οι ονομαστές δηλαδή προπαντιώτικες πλάκες. Η παλιότερη πληροφορία για την εκμετάλλευση αυτής της πλάκας είναι του Αργύρη Φιλιππίδη από τα 181541: «Ἐδῶ (στήν Πρόπαν) βγαίνει ἡ πλάκα ἡ καλή καί δουλεύουν μερικοί τοῦτο τό ματέμι, καί τήν πωλοῦν μέ τό φόρτωμα στά γειτονικά χωρία. Φορτώνουν καί καΐκια καί πηγαίνουν εἰς τό Ὄρος καί ἀλλοῦ ἀπό τήν ρηθεῖσαν πλάκα καί πωλοῦν».

    Η αξιοποίηση της πλάκας τροφοδοτεί, περισσότερο από κάθε άλλο προϊόν, την οικονομία του χωριού, όπως παρατηρεί ο Γρηγόριος Κωνσταντάς στα 183842: «Ἐπικερδέστερον ὅμως εἰσόδημα (έχουν) τήν πλάκαν, μέ τήν ὁποίαν στεγάζουν τάς οἰκίας ὅλοι οἱ κάτοι(κοι) τῶν χωρίων τῆς Ζαγορᾶς καί τήν ἐβγάζουν καί τήν μετακομίζουν οἱ ἴδιοι μέ τά πλοῖα των εἰς τό ἅγιον ὄρος, καί μέ τά ζῶα τους εἰς τά λοιπά χωρία»43.

    Αξιόλογη είταν και η παραγωγή μαρμάρων σε όλα σχεδόν τα πηλιορίτικα χωριά. Δεν έχουμε όμως ειδήσεις αν γινόταν εξαγωγή. Τα περισσότερα όμως και τα καλύτερα μάρμαρα έβγαιναν στην ερημική τοποθεσία Τζάστενη του Τισαίου όρους ανάμεσα Μιλίνας και Τρίκερι. Φαίνεται πως η παραγωγή αυτή είταν εκμεταλλευτική απ’ τους αρχαίους χρόνους ακόμα, γιατί τέτοια μάρμαρα χρησιμοποιήθηκαν και στη γειτονική προχριστιανική πολιτεία Ολιζώνα44.

    Τέλος πρέπει να αναφέρει κανείς και την παραγωγή βαρελιών και κάδων σε ολόκληρο το Πήλιο. Αλλά τους περισσότερους και ονομαστότερους βαρελάδες έβγαζε η Δράκια, όπως είδαμε και σε προηγούμενη σελίδα.

    Παρόλη ωστόσο την πλούσια και πολυποίκιλη παραγωγή, οι Πηλιορίτες φαίνεται πως αντιμετώπισαν πολύ σοβαρά προβλήματα οικονομικής ανέχειας στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Ιδιαίτερα η κατάσταση αυτή έφτασε στο απροχώρητο ύστερ’ απ’ την αποτυχία του κινήματος των Θεσσαλομάγνητων στα μέσα του 182145. Τότε ρημάχτηκαν τα χωριά από τους Τούρκους κι έπεσαν βαριές φορολογίες στους κατοίκους. Τα χωριά περνούσαν μια «άθλια» ζωή, όπως έγραφε ο Κωνσταντάς τον Αύγουστο του 1821 προς τους Τρικεριώτες46.

    Μέσ’ από τέτοιο κλίμα απόγνωσης και απελπισίας κάποιοι Μακρινιτσώτες και Ζαγοριανοί, πιθανό κι άλλοι απ’ άλλα χωριά, προβήκανε σε μιαν απεγνωσμένη και πρωτάκουστη ενέργεια: Πούλησαν τα παιδιά τους σε Τούρκους. Τη συνταραχτική πληροφορία έχουμε από μια επιστολή κατοίκου των Μηλιών προς το Γρηγόριο Κωνσταντά (4.9.1822), που βρήκα στη Μηλιώτικη Βιβλιοθήκη και δημοσίεψα στην εφημερίδα «Η Θεσσαλία» του Βόλου47.

    Βέβαια η κατάσταση αυτή είταν προσωρινή, και το Πήλιο πήρε απάνω του πιο ύστερα. Αυτό το ανέβασμα της πηλιορίτικης οικονομίας διατυπώνει ο Γρηγόριος Κωνσταντάς στα 183848, για να το επικυρώσουν στα 1860 και στα 1874 αντίστοιχα οι Νικόλαος Μάγνης και Ν. Ρηματσίδης49.

    Από τα μέσα μάλιστα του 19ου αιώνα δίνουν ζωή στην οικονομία του ανατολικού και του δυτικού Πηλίου και δυο εργοστάσια ή φάμπρικες, όπως τα λέγανε50. Το πρώτο είταν χυτήριο μεταλλευμάτων και υψωνόταν έξω απ’ τη Ζαγορά, κοντά στο μοναστήρι των Ταξιαρχών, και το δεύτερο κατασκεύαζε μεταξονήματα από κουκούλια στα Λεχώνια. Οι πρώτες ύλες βέβαια τόσο για το χυτήριο (μολύβι, καλάι, άργυρος και λίγος χρυσός), όσο και για το μεταξουργείο έβγαιναν στο Πήλιο, κι ένα σωρό χέρια δούλευαν εδώ, κι έτρωγαν ψωμί πολλοί Πηλιορίτες.

    Μέσα σ’ αυτόν τον παροξυσμό των παραγωγικών δυνάμεων του Πηλίου, θα ξεχωρίσουμε σε κάθε χωριό και τη φτωχολογιά, που είταν υποχρεωμένη να υπηρετεί τα μεγάλα «τζάκια», όπως αποκαλούσαν τους άρχοντες. Πολλοί φτωχοί δηλαδή πήγαιναν παραγιοί σε μεγαλοκτηματίες ή έστελναν τα κορίτσια τους υπηρέτριες σε σπίτια προυχόντων51. Εννοείται πως όλοι αυτοί δούλευαν σαν σκυλιά για ένα κομμάτι ψωμί και δεν έπαιρναν τίποτα στο χέρι.

    Άλλοι πάλι, που διαθέτανε μικρή γεωργική έκταση ή είταν ακτήμονες52, εργάζονταν σε ξένα χωράφια ή σε μοναστηριακά κτήματα53 με τα ζώα τους (ζευγάρια βοδιών και μουλάρια), παίρνοντας ένα ποσοστό απ’ την παραγωγή του νοικοκύρη ή του μοναστηριού, που δεν αντιπροσώπευε βέβαια τον πραγματικό μόχθο τους. Έκαναν, μ’ άλλα λόγια, «κολληγιά», όπως έλεγαν, με κάποιον κτηματία ή το μοναστήρι54. Στα Λεχώνια όμως όλη η αγροτική περιοχή δημεύτηκε από τους Τούρκους από τα πρώτα κιόλας χρόνια της σκλαβιάς, επειδή αποτελούσε πιο πριν ιδιοχτησία Βενετσάνων, και η γη δεν είχε ντόπιους νοικοκυραίους. Πολλοί λοιπόν ακτήμονες χριστιανοί αναγκάζονταν να γίνουν κολλήγοι στους Οθομανούς των Λεχωνίων, όπως είδαμε και στο κεφάλαιο για την κοινωνική σύνθεση του Πηλίου. Βέβαια οι κολλήγοι δεν είχαν δικαίωμα να κάνουν καμιά ευνοϊκή συμφωνία για πρόσωπό τους· δούλευαν για ένα ξεροκόμματο, και δεν όριζαν τον εαυτό τους.

    Ωστόσο ο θεσμός του κολλήγα σε Τούρκους κτηματίες δεν απλώθηκε πέρ’ απ’ την περιφέρεια των Λεχωνίων. Μα κι εδώ που επικράτησε, δεν είταν συναρτημένος με τις δοκιμασίες και τα βάσανα, που αντιμετώπιζαν οι κολληγάδες στο θεσσαλικό κάμπο. Άλλωστε από τα 1835 περίπου ο θεσμός αυτός στα Λεχώνια άρχισε να παρακμάζει, γιατί οι χριστιανοί αποχτούσαν δικά τους κτήματα και τα καλλιεργούσαν οι ίδιοι55.

    Κοντά στους άλλους ανθρώπους του μόχθου εξάλλου πρέπει να προσθέσουμε και τους αγωγιάτες, τους λεγάμενους «κιρατζήδες», που υπήρχαν πάντα σ’ όλα τα πηλιορίτικα χωριά. Πιο δυναμικοί κιρατζήδες την εποχή της τουρκικής σκλαβιάς είταν, εκτός απ’ τους Αλλημεριώτες, και οι άλλοι Ανωβολιώτες και οι Κατηχωρίτες, που πήγαιναν ακόμα και στην Ευρώπη, κινούμενοι στο χώρο του διαμετακομιστικού εμπορίου56. Λίγο πιο κάτω πάντως στέκονταν οι αγωγιάτες της Άλλης Μεριάς, που μεταφέρανε πηλιορίτικα προϊόντα στο εσωτερικό της Θεσσαλίας και στη Μακεδονία. Ωστόσο οι αγωγιάτες αυτοί ξεχώριζαν, επειδή ήταν οργανωμένοι σε πατριές. Κάθε πατριά διέθετε 50 - 100 αλογομούλαρα57.

    1. Βλ. α) Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 208, β) Βαγγέλη Σκουβαρά, Ιωάννης Πρίγκος, όπ.π., σελ. 26.
    2. Δ. Σισιλιάνου, Η Μακρινίτσα και το Πήλιον, Αθήναι 1939, σελ. 58 - 62. Βλ. και Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 208 - 209.
    3. Μια έκθεση Γάλλου πρόξενου στη Θεσσαλονίκη από 26 Φεβρουάριου 1685, γράφει σχετικά: «Τά βρίσκει κανείς (εννοεί το μετάξι) στήν Κασάνδρα καί στο Βόλο. Τό τελευταῖο (του Βόλου, δηλαδή του Πηλίου) εἶναι τό πιό φίνο ἀπό τό πρῶτο, πού εἶναι περίπου στό εἶδος «adrasse», ἀλλά λιγώτερο βαρύ» (Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 209 - 210). Για το πηλιορίτικο μετάξι γράφουν επίσης οι Δημητριείς (Γεωγραφία Νεωτερική, όπ.π., σελ. 106), ο Αργυρής Φιλιππίδης (Θεοδόση Κ. Σπεράντσα, Τα περισωθέντα Έργα του Αργύρη Φιλιππίδη, όπ.π., σελ. 159), που θεωρεί το μετάξι των Πινακατών απ’ τα καλύτερα του Πηλίου κ. ά. Αντίθετα οι Δημητριείς (όπ.π., σελ. 108) θεωρούν της Ζαγοράς το μετάξι ως το πιο καλό. Πάντως γύρω στα 1850 η Ζαγορά έβγαζε το χρόνο, σύμφωνα με την πληροφορία του Mezières (Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 377), 2000 οκάδες μετάξι. Λεπτομερή περιγραφή της σηροτροφίας στο Πήλιο, σε συνδυασμό με λαογραφικά στοιχεία, δίνει ο Γεώργιος Αδρακτάς (Βίος και Έργα επί του Πηλίου, εφημ. «Εβδομάς», 27 Ιουνίου 1892).
    4. Τableaux du commerce de la Grèce (1787 - 1797), τόμ. Α', Paris 1800, σελ. 22.
    5. Δέκα πάνω κάτω χρόνια πιο πριν ο Σουηδός Jacob Bjornstahl (Το Οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779, Μετάφραση, Προλεγόμενα, Σημείωσες Μεσεβρινός, Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 61) ανεβάζει την ετήσια ποσότητα μεταξιού που εξαγόταν απ’ το Βόλο, σε 30.000 - 35.000 οκάδες. Το μισό πάντως μετάξι του Πηλίου παραγόταν στη Ζαγορά (Λάζαρου Αρσ. Αρσενίου, Η Θεσσαλία στην Τουρκοκρατία, Αθήνα 1984, σελ. 82).
    6. «Εἰς την Ζαγοράν - γράφει ο Γ. Α. Ναύτης στο βιβλίο Γενικαί Αρχαί του Εμπορίου (Αθήναι 1859, σελ. Ια') - κατασκευάζουν μεταξωτά τινα, ἀλλά κατ’ ἐξοχήν εἰργάζοντο τά μαλλιά, καί ὕφαινον τά πλήθη τῶν μάλλινων ἐπενδυτῶν (καποτῶν) καί ἐφαπλωμάτων, δι’ ὧν ἐφωδίαζον ἅπαντας σχεδόν τους παραλίους τόπους τῆς Ἀνατολῆς καί τινας παραλίας πόλεις τῆς Ἰταλίας». Σύμφωνα πάλι με τον Αθανάσιο Ψαλλίδα (Ἡ Τουρκία κατά τας αρχάς του ΙΘ' αιώνος στα «Ηπειρωτικά Χρονικά», 1931, σελ. 65) στη Ζαγορά «εἶναι πολλοί ὑφαντάδες (...) Τά ὑφάσματα τούτου τοῦ τόπου, ὅσον τά μάλλινα τόσον καί τά μεταξωτά καί βαμβακερά, εἶναι τά καλήτερα ὅλης τῆς Θεσσαλίας». Είταν τόσο μεγάλη η παραγωγή των σκουτιών, ώστε κάθε χρόνο τα πηλιορίτικα χωριά έβγαζαν από μαλλί αργασμένο στο Λιβάδι του Ολύμπου 15.000 καπότες, που οι μισές πουλιόνταν στη Θεσσαλονίκη κι οι άλλες μισές σε νησιά του Αιγαίου (Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 215). Απ’ όλες όμως, οι κάπες της Ζαγοράς υπερτερούσαν ποιοτικά στην Ευρώπη κι είταν περιζήτητες (Λάζαρου Αρσ. Αρσενίου, Η Θεσσαλία στην Τουρκοκρατία, όπ.π., σελ. 81). Αλλά και αργότερα η Ζαγορά (1800 - 1807), σύμφωνα με πληροφορία του Άγγλου Leake (Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 372), έβγαζε 50.000 πήχεις σκουτιά το χρόνο, που πουλιόνταν με 5 γρόσια ο πήχυς, κι επιπλέον 2.000 οκάδες ακατέργαστο μετάξι.
    7. Βλ. α) Γεωγραφία Νεωτερική, όπ. π., σελ. 111, β) Θεοδόση Κ. Σπεράντσα, Τα περισωθέντα Έργα του Αργύρη Φιλιπίδη, όπ. π., σελ. 154,185, 197,188,189,190.
    8. Γεωγραφία Νεωτερική, όπ. π., σελ. 110.
    9. Κουκουράβα, η πιο απομακρυσμένη προς το Βόλο συνοικία της Μακρινίτσας. Εδώ υπήρχαν και οι ξακουστές ντριστέλες (= νεροτριβές), που δυο τρεις λειτουργούν έως τις μέρες μας, όπου κατεργάζονταν τα χοντρά υφάσματα με το χτύπημα του νερού (Αποστολίας Νάνου - Σκοτεινιώτη, Μακρινίτσα, Β' έκδοση, Βόλος 1980, σελ. 150).
    10. Ο Χατζηρήγας, ένα πρόσωπο με κοινωνική προβολή στη Μακρινίτσα, πήρε μέρος στο ξεκίνημα της πηλιορίτικης επανάστασης του 1821, αλλά ύστερα από την αποτυχία του κινήματος, κατέληξε στο Τρίκερι, όπου και τον σκότωσαν οι αντιδραστικοί Τρικεριώτες (βλ. α) Γιάνη Κορδάτου Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ. π., σελ. 673 - 677, β) Αποστολίας Νάνου - Σκοτεινιώτη, Μακρινίτσα, όπ. π., σελ. 44).
    11. Για τα βυρσοδεψεία της Μακρινίτσας βλ. α) Θεοδόση Σπεράντσα, Τα περισωθέντα Έργα του Αργύρη Φιλιππίδη, όπ. π., σελ. 152. β) Ανωνύμου (Νικ. Ρηματισίδη), Συνοπτική περιγραφή της Θεσσαλίας καί τινων παρά τοις Θεσσαλοίς Εθίμων, Σμύρνη 1874, σελ. 26 - 27. γ) Νικολάου Γεωργιάδου, Θεσσαλία, όπ. π., σελ. 196 -197. δ) Αποστολίας Νάνου - Σκοτεινιώτη, Μακρινίτσα, όπ. π., σελ. 36 - 52. Στις σελίδες αυτές γίνεται και μια λεπτομερής περιγραφή γύρω από τον τρόπο λειτουργίας των βυρσοδεψείων και την κατεργασία των δερμάτων.
    12. Κανένα καταστατικό (αν υπάρχει) ούτε καμιά περιγραφή βρέθηκε, ώστε να ξέρουμε ως πού έφτασε η δημιουργική δραστηριότητα αυτών των συντεχνιών.
    13. Νεοελληνική Παράδοση, μέρος 8ο, εφημ. «Ἡ Καθημερινή» 3 Δεκεμβρίου 1936.
    14. Για το μοναστήρι βλ. Απόστολου Γ. Κωνσταντινίδου, Τα εν τω Πηλίω όρει παλαιά και σύγχρονα χριστιανικά Μνημεία, όπ. π., σελ. 131 -153.
    15. Απόστολου Γ. Κωνσταντινίδου, Τα εν τω Πηλίω όρει παλαιά και σύγχρονα χριστιανικά Μνημεία, όπ. π., σελ. 133. Κάνει εντύπωση εδώ πως ζαγοριανές συντεχνίες είχαν συσταθεί όχι μόνο στη Ζαγορά αλλά και στην Κωνσταντινούπολη και στο Γαλατά, οι οποίες παραλάβαιναν και πουλούσαν τα βιοτεχνικά προϊόντα της Ζαγοράς (βλ. και Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ. π., σελ. 363, υπ. 2).
    16. Βαγγέλη Σκουβαρά, Πηλιορείτικα Β', όπ. π., σελ. 174.
    17. Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ. π., σελ. 215.
    18. Γεωγραφία Νεωτερική, όπ. π., σελ. 108, 110, 119, 195.
    19. Θεοδόση Κ. Σπεράντσα, Τα περισωθέντα Έργα του Αργύρη Φιλιππίδη, όπ. π., σελ. 185.
    20. Θεοδόση Κ. Σπεράντσα, Τα περισωθέντα Έργα του Αργύρη Φιλιππίδη, όπ. π., σελ. 187, 188.
    21. Γεωργίου Αδρακτά, Βίος και Έργα επί του Πηλίου, όπ. π.
    22. Πότε πρωτοφάνηκε η ελιά στο Πήλιο είναι άγνωστο. Ο Γιάννης Κορδάτος γράφει (όπ. π., σελ. 218, υπ. 1) από τα 1600 και πέρα· πιο πριν λέει δεν υπήρξαν ελιές, και οι Πηλιορίτες αγόραζαν από αλλού το λάδι. Τον ισχυρισμό του θεμελιώνει στο ότι δεν υπάρχουν λιόδεντρα μεγαλύτερα από 300 χρόνια στο δυτικό και το ανατολικό Πήλιο. Δεν αναφέρεται όμως στη νότια πλευρά του, όπου κατεξοχή επικρατεί η ελιά. Εδώ υπάρχουν δέντρα με κορμούς που τους αγκαλιάζουν δυο και τρεις άντρες. Άμα λοιπόν λάβουμε υπόψη πως τα δέντρα τούτα αργούν πολύ να αναπτυχτούν, πρέπει να θεωρήσουμε την ηλικία τους πάνω από 500 - 600 χρόνια. Μα και οι παραδόσεις θέλουν αυτές τις ελιές πολλών αιώνων.
    23. Γεωγραφία Νεωτερική, όπ.π., σελ. 106. Έχουμε την πληροφορία επίσης, ότι η Ζαγορά πουλούσε, γύρω στα 1850, 5.000 οκάδες λάδι το χρόνο (Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ. π., σελ. 377).
    24. Βλ. α) Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ. π., σελ. 215, όπου γίνεται παραπομπή στον Αγγλο περιηγητή Leake, που επισκέφτηκε το Πήλιο στα 1803 - 1807, β) Θεοδόση Σπεράντσα, Τα περισωθέντα Έργα του Αργύρη Φιλιππίδη, όπ. π., σελ. 173, 174, 176, 180 κ.α. Τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας το Πήλιο βγάζει 50.600.000 οκάδες ελιές στα δυο χρόνια (Κίτσου Μακρή, Μεταβυζαντινή και Νεώτερη Μαγνησία, όπ. π., σελ. 222).
    25. Τα καλύτερα και τα περισσότερα σύκα έβγαζε πάντα η περιφέρεια της Αργαλαστής. Εκεί βρίσκεται και η Συκή, που το πρώτο προϊόν της στις αρχές του 19ου αιώνα, είταν τα σύκα. Στη Συκή φάνηκε για πρώτη φορά κι ένα νέο είδος κλήματος, που μεταφέρθηκε σ’ ολόκληρο το Πήλιο και πήρε τ’ όνομα του χωριού «συκιώτικο» (Θεοδόση Σπεράντσα, Τα περισωθέντα Έργα του Αργύρη Φιλιππίδη, όπ. π., σελ. 178 - 179).
    26. Τα καλύτερα κρασιά του Πηλίου έβγαιναν στον Άγιο Λαυρέντιο (Θεοδόση Σπεράντσα, Τα περισωθέντα Έργα του Αργύρη Φιλιππίδη, όπ. π., σελ. 159).
    27. Πορτοκαλιές φύτεψαν για πρώτη φορά στη Μιλίνα γύρω στα 1800, και τα πορτοκάλια που παράγονταν εδώ, είταν κατά πολύ καλύτερα από τα χιώτικα (Θεοδόση Κ. Σπεράντσα, Τα περισωθέντα Έργα του Αργύρη Φιλιππίδη, όπ. π., σελ. 173 - 174).
    28. Το καλύτερο μέλι έβγαινε στη Μακρινίτσα. Είταν «σχεδόν καλύτερο τοῦ Ὑμηττοῦ» (Από τη Χωρογραφία της ανατολικής Θεσσαλίας, όπ. π.).
    29. Όπ. π., σελ. 165. Ο γνωστός εξάλλου παιδαγωγός Αριστοτέλης Κουρτίδης ονόμασε τα Λεχώνια «τά Ἠλύσια πεδία τῆς Μαγνησίας», και η πεδιάδα τους είναι «ὅ,τι τερπνόν καί χαρίεν δύναται νά πλάση ποιητική φαντασία» (Μέχρι Βώλου - Οδοιπορικαί Σημειώσεις, μέρ. Γ', «Εστία», έτ. ΙΒ', 23 Αυγούστου 1887).
    30. Στο τέλος της Τουρκοκρατίας παράγονταν στο Πήλιο κάθε δυο χρόνια 1.000.000 οκάδες μήλα (Κίτσου Μάκρη, Μεταβυζαντινή και Νεώτερη Μαγνησία, όπ. π., σελ. 222).
    31. Τα πρώτα εμβόλια των «ντελίσιους» τα ’φερε απ’ την Αμερική στη Ζαγορά ο Δημητράκης Αθ. Σαμσαρέλος γύρω στα 1920.
    32. Τις έφερε στις Μηλιές από την κάτω Ελλάδα το 1834, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς (Ρήγα Καμηλάρη, Γρηγορίου Κωνσταντά, όπ. π., σελ. 52). Υπολογίζεται ότι στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, το Πήλιο έβγαζε στα δυο χρόνια 1.000.000 οκάδες πατάτες (Κίτσου Μακρή, Μεταβυζαντινή και Νεώτερη Μαγνησία, όπ. π., σελ. 222).
    33. Κάθε δυο χρόνια στο τέλος της Τουρκοκρατίας, το Πήλιο παράγαγε 600.000 οκάδες κάστανα (Κίτσου Μακρή, Μεταβυζαντινή και Νεώτερη Μαγνησία, όπ. π., σελ. 222).
    34. Βλ. α) Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ. π., σελ. 365, υπ. 1, β) Γιώργου Θωμά, Ανέκδοτη Αλληλογραφία του Γρηγορίου Κωνσταντά και του Γιάννη Μπασδέκη, αρματολού του Πηλίου, όπ. π., σελ. 12, 13 – 14, 16, 20, όπου αποκαλύπτεται πως ξυλεία από τα ζαγοριανά δάση μεταφέρθηκε το 1828 στην Αίγινα, για να γίνει το Ορφανοτροφείο. Κερεστέ έβγαζε και η Δράκια, που είχε και τους περισσότερους βαρελάδες στο Πήλιο (Θεοδόση Κ. Σπεράντσα, Τα περισωθέντα Έργα του Αργύρη Φιλιππίδη, όπ. π., σελ. 157), η Μιτζέλα κλπ. Σχετικά γράφει ο Αργύρης Φιλιππίδης (όπ. π., σελ. 196): «(...) ἔξω ἀπό τούς ναύτας οἱ λοιποί εἶναι πελεκάνοι, ὁποῦ κόβουν κερεστέ καί τόν πωλοῦν».
    35. Και οι Δημητριείς (όπ.π., σελ. 106, 107) και ο Αργύρης Φιλιππίδης (όπ.π., σελ. 132, 135, 194) και ο Γρηγόριος Κωνσταντάς (ανέκδοτη Χωρογραφία της ανατολικής Θεσσαλίας, όπ.π.), όπως και άλλοι, γράφουν για τη συντήρηση ζώων και περισσότερο γιδιών στο Πήλιο. Τα πιο πολλά γίδια τα είχαν οι κάτοικοι του ΒΔ Πηλίου, όπου και το χωριό Κερασιά, που μέχρι σήμερα διατηρεί τα περισσότερα γιδοκόπαδα στο Πήλιο. Πριν από την Κερασιά τα περισσότερα γίδια τα είχε η Αργαλαστή (Γεωγραφία Νεωτερική, όπ.π., σελ. 107). Αντίθετα ο Άγγλος Leake σημειώνει πως στις αρχές του 19ου αιώνα, κανένα χωριό «δέν ἔχει πολλά πρόβατα καί ἄλλα ζωντανά» (Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 215). Αν σκεφτούμε όμως ότι κάθε χωριό είχε έως την Κατοχή ακόμα, πέντε και δέκα κοπάδια γιδιών, όπως τα θυμούνται οι παλιότεροι, συμπεραίνουμε για την ανάπτυξη της γιδοτροφίας, κυρίως, και στα παλιά τα χρόνια.
    36. Βέβαια και παραγωγή φαριών είχε το Τρίκερι. Δεύτερο χωριό της περιοχής, που ασχολούνταν συστηματικά με το ψάρεμα, είταν τα Κανάλια. Οι Καναλιώτες έβγαζαν τα ψάρια από τη λίμνη Κάρλα (Θεοδόση Κ. Σπεράντσα, Τα περισωθέντα Έργα του Αργύρη Φιλιππίδη, όπ.π., σελ. 134, 135 και 136, όπου και γίνεται αναφορά στην Κάρλα και το είδος των ψαριών). Με την αλιεία ασχολούνταν και οι κάτοικοι του χωριού «Καραμπάσι», αν και το τελευταίο απέχει αρκετά χιλιόμετρα από τη θάλασσα (Βαγγέλη Σκουβαρά, Πηλιορείτικα Β', όπ.π., σελ. 174). Τη δραστηριότητά τους αυτή πρέπει, νομίζω, να τη δούμε ως αποτέλεσμα της αλιευτικής παράδοσης κάποιων παλιών κατοίκων της Σκιάθου, που μετοίκισαν στο Καραμπάσι πριν από το 1815, όπως γράφει ο Αργύρης Φιλιππίδης (όπ.π., σελ. 198 - 199).
    37. Βλ. α) Γεωγραφία Νεωτερική, όπ.π., σελ. 118, β) Θεοδόση Σπεράντσα, Τα περισωθέντα Έργα τον Αργύρη Φιλιππίδη, όπ.π., σελ. 106.
    38. Γεωγραφία Νεωτερική, όπ.π., σελ. 106.
    39. Τα γεννήματα ευδοκιμούν κυρίως στα δυτικά χωριά του Πηλίου, σύμφωνα με μαρτυρία του Νικολάου I. Μάγνη (Περιήγησις..., όπ.π., σελ. 46), που τα ονοματίζει κιόλας: Σιτάρι, κριθάρι, βρίζα, κεχρί και καλαμπόκι «ποῦ περισσότερα καί ποῦ ὀλιγώτερα - όπως γράφει - οὐδαμοῦ ὅμως ἱκανά νά θρέψωσι τούς κατοίκους».
    40. Ο Νικόλαος I. Μάγνης, κοντά σ’ αυτά τα προϊόντα, προσθέτει τα τζάνερα (κοκκύμηλα τα ονομάζει) και τα σούρβα (Περιήγησις..., όπ.π., σελ. 45).
    41. Όπ.π., σελ. 182.
    42. Από την ανέκδοτη Χωρογραφία της ανατολικής Θεσσαλίας, όπ.π.
    43. Με την προπαντιώτικη πλάκα σκεπάζονταν συνήθως τα μεγάλα σπίτια, οι κεντρικές εκκλησιές και τα μοναστήρια. Στα άλλα οικήματα, όπως και στους μικρούς ναούς και τα ξωκλήσια, χρησιμοποιούσαν σχιστόπλακες από ντόπια νταμάρια, οι οποίες όμως δεν έφταναν στην ποιότητα τις προπαντιώτικες.
    44. Θεοδόση Κ. Σπεράντσα, Τα περισωθέντα Έργα του Αργύρη Φιλιππίδη, όπ.π., σελ. 174. Για την Ολιζώνα βλ. Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 76 - 77, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
    45. Για την επανάσταση του Πηλίου και της Θεσσαλομαγνησίας βλ. α) Γιάνη Κορδάτου, Η Επανάσταση της Θεσσαλομαγνησίας στο 1821, όπ.π., β) Του ίδιου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 624 - 823, γ) Γιώργου Θωμά, Ο Πηλιορίτης οπλαρχηγός Γιώργης Ζορμπάς, όπ.π., σελ. 28 - 76,170 - 183.
    46. Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 724.
    47. «Πώληση παιδιών στο Πήλιο - Από ανέκδοτο γράμμα του 1822», 23 Ιανουάριου 1983.
    48. Από την ανέκδοτη Χωρογραφία της ανατολικής Θεσσαλίας, όπ.π.
    49. Νικολάου I. Μάγνη, Περιήγησις..., όπ.π., και Ν. Ρηματισίδη, Συνοπτική Περιγραφή..., όπ.π.
    50. Η πρώτη φάμπρικα λειτούργησε μέχρι τα 1882 -1883 κι η δεύτερη έως τα 1915 περίπου. Λεπτομέρειες για τη φάμπρικα της Ζαγοράς και τη λειτουργία της, βλ. Γιώργου Θωμά, Η φάμπρικα της Ζαγοράς, εφημ. «Η Θεσσαλία» 25 Οκτωβρίου 1981. Για το λεχωνίτικο εργοστάσιο, βλ. Νικολάου Γεωργιάδου, Θεσσαλία, όπ.π., σελ. 182. Στην τοποθεσία επίσης των Μηλεών «Πλύστρες» έβγαζαν γύρω στο 1840, γαληνίτη (από ανέκδοτο σημείωμα του Μηλιώτη λόγιου Ρήγα Καμηλάρη, το οποίο κρατώ στα χέρια μου).
    51. Από όλα τα χωριά του Πηλίου, το Βένετο έδινε τις περισσότερες υπηρέτριες. Γι’ αυτό και η γέννηση ενός κοριτσιού εδώ δεν θεωρούνταν ... κατάρα, όπως στα υπόλοιπα χωριά, μα ευλογία, αφού τα κορίτσια είχαν την τιμή να υπηρετούν και να μπαινοβγαίνουν στα αρχοντόσπιτα (Γιώργου Θωμά, Βένετο, μέρος Β', εφημ. «Η Θεσσαλία» 17 Μαΐου 1981).
    52. Κάποιοι ακτήμονες των Μηλιών, γύρω στο 1750, βλέποντας το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας με πολλά κτήματα, συνεννοήθηκαν με άλλους κι έδιωξαν τους καλόγερους, αρπάζοντας τα χωράφια (βλ. Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 334 - 335. Πρβλ. και Γιώργου Θωμά, Ο διωγμός των καλόγερων στις Μηλιές, εφημ. «Η Θεσσαλία» 12 Φεβρουάριου 1978).
    53. Μια παράδοση από τον Αί – Γιώργη Νηλείας παραδέχεται, πως το χωριό το έφκιασαν κολληγάδες του μοναστηριού των Ταξιαρχών (Κώστα Λιάπη, Η Μονή των Ταξιαρχών στον Αη – Γιώργη Νηλείας, Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών, τόμ. ΣΤ', Βόλος 1983, σελ. 104.
    54. Για την κολληγιά στα μοναστήρια, βλ. Βαγγέλη Σκουβαρά, Ιωάννης Πρίγκος, όπ. π., σελ. 26. Για τις κολληγικές εξάλλου οικογένειες της Μακρυράχης στα 1801, βλ. Σονλτανικά Διατάγματα (Φερμάνια) και Ιεροδικαατική απόφασις (Ιλάμιον), Θεσσαλικά Χρονικά, τόμ. Β’, εν Αθήναις 1931, σελ. 230 - 231. Για τους κολληγάδες του Πηλίου, βλ. Δ. Τσοποτού, Γη και Γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν, όπ.π., σελ. 38, όπου και σχετική βιβλιογραφία. Βλ. επίσης και Αλ. Διομήδους, Βυζαντιναί Μελέται, τόμ. Α', Αθήναι 1946, σελ. 327 κ.εξ.
    55. Από την ανέκδοτη Χωρογραφία της ανατολικής Θεσσαλίας, όπ. π. Βλ. και Νικολάου I. Μάγνη, Περιήγησις...., όπ. π., σελ. 60 - 61.
    56. Βαγγέλη Σκουβαρά, Πηλιορείτικα Β', όπ. π., σελ. 50. Βλ. και Κώστα Λιάπη, Κιραντζήδες - Τσιαμπάσηδες στον παλιό Αϊ - Γιώργη Νηλείας, εφημ. «Η Θεσσαλία» 19 Μαΐου 1985.
    57. Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ. π., σελ. 263.