Στο πλαίσιο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και του ανταλλαχτικού εμπορίου στο Πήλιο, εντάσσεται και η ναυτιλιακή δραστηριότητα των Πηλιοριτών κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Πιο πριν δεν αναφέρεται τέτοια δραστηριότητα στα χωριά, εξόν από τη Ζαγορά, όπου υπήρχαν καραβοκύρηδες από τα 1639 ακόμα1. Είναι φανερό λοιπόν ότι πρώτη η Ζαγορά έφκιασε καράβια2 κι ανάπτυξε εμπορικό στόλο. Καράβια μεγάλα, που ταξίδευαν έως την Αίγυπτο, όπως παρατηρεί ο Αργύρης Φιλιππίδης3: «Εἰς κανένα μέρος τῆς Δημητριάδος καί Μαγνησίας καράβια δέν εἶχον, ἀλλ’οἱ Τρικεριῶται μόνον καΐκια μικρά4. Ἡ Ζαγορά τότε (εννοεί τον 18ο αιώνα) εἶχε καράβια τρικάταρτα μεγάλα καί ἐταξίδευαν τήν Ἄιγυπτον, ἤφερνον ἀπό ἐκεῖ πραγματείαις τῆς Αἰγύπτου εἰς Ζαγοράν καί παντοῦ, καί εἶχον τήν σκάλαν ὁποῦ ἄραζαν τά καράβια εἰς τό Χορευτό».
Καράβια έφκιαναν και οι Μιτζελιώτες5, κι αργότερα οι Κισσώτες και οι Λαυκιώτες6. Όλα τούτα τα πλεούμενα τα ονόμαζαν ζαγοριανά, επειδή ολόκληρο το Πήλιο λεγόταν Ζαγορά7.
Αποδώ και μπρος τώρα δίνεται μια μεγαλύτερη ώθηση στο ανταλλαχτικό εμπόριο του Πηλίου. Σ’ όλες τις σκάλες, και περισσότερο στο Χορευτό, που είχε την πιο μεγάλη ναυτική κίνηση, φορτώνονταν πλοία8 με ντόπια προϊόντα κι έφευγαν μακριά. Πήγαιναν στη Σμύρνη, στην Πόλη, στη Μαύρη θάλασσα, στ’ Αγιονόρος, στη Θεσσαλονίκη, σ’ άλλα ελληνικά λιμάνια κι έφταναν έως την Αδριατική, τη Μάλτα και την Αίγυπτο. Αποκεί έφερναν άλλες πραμάτειες, που δεν είχε η Μαγνησία, τρόφιμα, σκεύη κι αντικείμενα για τα σπίτια, και τα χωριά γνώριζαν μέρες ακμής9.
"Καί τί δέν μᾶς ἔφερνε - διηγιόταν η Ζαγοριανή Σοφή Σπανού στον εγγονό της Γιάννη Κορδάτο10, αναψερόμενη στο πλεούμενο του άντρα της Γιώργη Σπανού. «(...) Ἤταν γιομάτο τό σπίτι μας ἀπό πανικά καί τί πανικά καί τί καλούδια: μεταξωτά, ἀτλάζια, βελούδια, λαχούρια, δαμασκιά. Κι ἀκόμα καί ἀσημικογυαλικά μοῦ κουβαλοῦσε κ’ εἴχαμε σερβίτσια ἀσημένια καί πιατικά πολλά, δυό ντουζίνες μέ πλουμίδια ἀπέξω καί ἀπό μέσα καί μέ ζουγραφιές. Κ’ ἕνα μεγάλο καθρέφτη τόν εἶχε πάρει ἀπό τή Βενετιά. Μ’ αὐτά τἄβγαλα πέρα ὅταν πέθανε ἡ μακαρίτης καί μ’ ἄφησε χήρα μέ τή μάνα σου (...)».
Η ίδια πάλι περιέγραφε το καράβι του άντρα της και την αφοβιά του στη θάλασσα με τούτα: «Καλοτάξιδο καράβι εἶχε τρεῖς φλόκους11 καί ξάρτια γερά καί δυό κατάρτια. Ἦταν γρήγορο μά ἤξερε καί ὁ παποῦς σ’ νά τό κουμαντάρει... Ἦταν όμως ταμαχιάρης καί πάαινε πολλές φορές κόντρα στούς ἀέρηδες καί δυό φορές κόντεψε νά τόνε φάει ἡ θάλασσα. Τήν τρίτη φορά ὅμως, πάει τό καράβι μας (...)».
Τα ταξίδια είταν πολύ επικίνδυνα, κι αρκετά πλοία χάνονταν στα πέλαγα μαζί με τους ναύτες. Ξεκινούσαν με κουπιά και με πανιά, και δεν προχωρούσαν παρά ελάχιστα μίλλια την ημέρα, βαρυφορτωμένα όπως είταν. 'Οταν μάλιστα δεν τα βοηθούσε ο αγέρας, καθηλώνονταν μέρες στο πέλαγο, στην ίδια περίπου θέση, αν βέβαια δεν γίνονταν έρμαια του οργισμένου κύματος. Αλλοτε πάλι περίμεναν μέρες και βδομάδες στ’ ακρογιάλια, για να σταματήσουν οι αντίθετοι άνεμοι και να ξανοιχτούνε στο πέλαγο12. Μονάχα όσα πλοία ξεκινούσαν από το λιμάνι του Βόλου και τις άλλες σκάλες του Παγασιτικού, δεν αντιμετώπιζαν πρόβλημα αναχώρησης, αφού ο κόλπος δεν έβγαζε μεγάλο κύμα.
Η ύπαρξη αυτών των κινδύνων συσπείρωσε όλους γύρω απ’ τον θαλασσινό Άγιο και καλλιέργησε ένα κλίμα στενής επικοινωνίας με τον ουρανό. Τα τραγούδια που έχει διασώσει ο Κορδάτος από τη Ζαγορά13, είναι χαραχτηριστικά:
Μα και τα καράβια είχαν επηρεάσει διεγερτικά τη λαϊκή μούσα του Πηλίου, που σκάρωσε στίχους σαν κι αυτούς14:
Άλλα δυο δημοτικά είναι και τούτα15:
Η κίνηση των ελληνικών πλοίων διευκολύνθηκε και εντάθηκε ύστερ’ απ’ τη γνωστή συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας στα 1774. Με τη συνθήκη αυτή γίνεται ελεύθερη η ναυσιπλοΐα, και οι Έλληνες ναυτικοί αποχτούν προνομιακή θέση στο ρωσοτουρκικό εμπόριο, ενώ παράλληλα συντελείται το «ξεσπαργάνωμα τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ», όπως γράφει ο Κ. Θ. Δημαράς16.
Έτσι δημιουργούνται όλες οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της ναυτιλίας και του εμπορίου, που εξυπηρετείται κι απ’ τη στεριά με τα καραβάνια. «Ἡ ἐμπορική τους (των Πηλιοριτών δηλαδή) δραστηριότητα - παρατηρεί ο Κίτσος Μακρής17 - ἐκτείνεται σέ μεγάλη ἀκτίνα: Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Λονδίνο, Τεργέστη, Μασσαλία, Λιβόρνο, Γένοβα, Ἱσπανία (...)
Ἡ μεταφορά τῶν ἐμπορευμάτων - συνεχίζει - ἀπό καί πρός τά λιμάνια γινόταν κυρίως μέ ἱστιοφόρα πλοῖα. Ἀπό ξηρᾶς γιά Θεσσαλονίκη ὑπῆρχαν καί καραβάνια κερατζήδων. Κατά τό 19ο αἰώνα ὑπάρχει καί ἀτμοπλοϊκή συγκοινωνία μεταξύ Βόλου - Θεσσαλονίκης - Κωνσταντινούπολης, ἄγνωστο ποιᾶς πυκνότητας. Ἀναφέρονται τά ὀνόματα δύο ἀτμοπλοίων «Μαρί Δωροθέα» καί «Μπερατλίδικο Βαπόρι»18.
Υπάρχουν παραδόσεις στα μεγάλα χωριά, που μας λένε για τους δυο δρόμους μεταφοράς των προϊόντων, το θαλάσσιο και το στεριανό. Απ’ τη στεριά ξεκινούσαν μαζί σαράντα και πενήντα μουλάρια φορτωμένα, άλλα για ελληνικές πολιτείες κι άλλα για την Ευρώπη, όπου οι Πηλιορίτες είχαν αντιπροσώπους. Τα καραβάνια συνόδευαν πάντοτε και οπλοφόροι, με διαταγή των Τούρκων, για την αντιμετώπιση των ληστών. Πολλές φορές τα καραβάνια έκαναν και ξάμηνο να γυρίσουν. Επέστρεφαν όμως φορτωμένα με ξένα αγαθά, που δεν είχε το Πήλιο19, όπως έκαναν βέβαια και τα καράβια.
Με την ανάπτυξη του πηλιορίτικου εμπορικού στόλου δημιουργείται ένα πλήθος καπεταναίων και ναυτών στο Πήλιο, και δίνεται ένας ερεθισμός για ένα συνεχή πλουτισμό και μια ανανέωση του ναυτικού επαγγέλματος. Η οικονομική ευμάρεια των καπεταναίων, αλλά και οι ατέλειωτες αφηγήσεις απόμαχων ναυτικών που εξάπτουν τη φαντασία των νεοτέρων, παρακινούν κι άλλους στα ταξίδια.
Αλλά με τα πλεούμενα τούτα και την ελεύθερη ναυσιπλοΐα διανοίγεται και η δυνατότητα της μετανάστευσης Πηλιοριτών σε ξένα κέντρα της Ευρώπης, την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την Αίγυπτο. Οι δρόμοι για το γνωστό τότε κόσμο ανοίγονται καλύτερα, και πάμπολλοι άντρες του Πηλίου πορεύονται στα ξένα με την τρανή ελπίδα της ευδοκίμησης τους στην ξενιτιά.
Όλα όμως αυτά τα πλήθη των ξενιτεμένων γνώριζαν τον πολιτισμό της Ευρώπης κι έβλεπαν χειροπιαστά τα αποτελέσματα του Διαφωτισμού, κι έτσι όταν επέστρεφαν στο Πήλιο, είτε είταν δοκιμασμένοι στο εμπόριο, είτε ως πνευματικοί άνθρωποι, είταν φορείς νέων ιδεών και αντιλήψεων. Σκορπούσαν παντού τα νέα μηνύματα κι άνοιγαν τα μάτια των συγχωριανών τους, φέρνοντας το ξύπνημα των ραγιάδων20. Παράλληλα όσοι πλούτιζαν στην ξενιτιά, έστελναν χρήματα στα χωριά τους για τη δημιουργία και τη χρηματοδότηση σχολείων κι εκκλησιών, κι άλλοι άρχοντες και γραμματικοί στις Παραδουνάβιες χώρες μεσολαβούσαν στην Πόλη για τη διευθέτηση προβλημάτων των πηλιορίτικων χωριών ή δέχονταν παιδιά για σπουδές21.
«Γενικά τό Πήλιο -παρατηρεί ο Βαγγέλης Σκουβαράς22 - σέ σύγκριση μέ τις ἄλλες περιοχές τῆς Ἑλλάδας, ἦταν ἕνας εὐτυχισμένος κι ἀρκετά εὐνοούμενος τόπος. Τά προνόμια προπαντός πού εἶχαν κι οἱ πολλοί ξενητεμένοι πηλιορεῖτες πού ἐργάζονταν σ’ ὅλες τις πολιτεῖες τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Εὐρώπης, ἡ πλούσια κι ἀνθηρή ἐμποροβιοτεχνία τους καί τά πολλά τους καράβια πού αὐλάκωναν ὅλη τή Μεσόγειο θάλασσα, ἦσαν ἀναντίλεχτα βασικές πηγές πλουτισμοῦ καί παράγοντες προόδου. Ἡ δημιουργία ἐξάλλου σχολείων καί πνευματικῶν ἱδρυμάτων στά πηλιορείτικα κεφαλοχώρια, μιά σειρά ἀπό φωτισμένους καί φιλογενεῖς ἄντρες πού γεννήθηκαν κι ἔδρασαν ἐκεῖ, τοποθετοῦν τό Πήλιο στην πρωτοπορεία τῆς πνευματικῆς κι ἄλλης ἀναγέννησης τῆς τουρκοκρατούμενης Ἑλλάδας».
Έτσι οι Πηλιορίτες, ανακαλύπτοντας και αξιοποιώντας παραγωγικά τις δικές τους δυνάμεις, μέσα στο κλίμα της ανεκτικότητας των Τούρκων, δημιούργησαν τις νέες οικονομικές δραστηριότητες, που έφεραν ως ένα βαθμό την καινούργιαν άνοιξη στον τόπο τους σ’ όλους τους τομείς της πολιτισμικής και κοινωνικής ζωής, όπως θα δούμε λεπτομερειακά σ’ άλλα κεφάλαια.