• Ναυτιλία

    Στο πλαίσιο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και του ανταλλαχτικού εμπορίου στο Πήλιο, εντάσσεται και η ναυτιλιακή δραστηριότητα των Πηλιοριτών κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Πιο πριν δεν αναφέρεται τέτοια δραστηριότητα στα χωριά, εξόν από τη Ζαγορά, όπου υπήρχαν καραβοκύρηδες από τα 1639 ακόμα1. Είναι φανερό λοιπόν ότι πρώτη η Ζαγορά έφκιασε καράβια2 κι ανάπτυξε εμπορικό στόλο. Καράβια μεγάλα, που ταξίδευαν έως την Αίγυπτο, όπως παρατηρεί ο Αργύρης Φιλιππίδης3: «Εἰς κανένα μέρος τῆς Δημητριάδος καί Μαγνησίας καράβια δέν εἶχον, ἀλλ’οἱ Τρικεριῶται μόνον καΐκια μικρά4. Ἡ Ζαγορά τότε (εννοεί τον 18ο αιώνα) εἶχε καράβια τρικάταρτα μεγάλα καί ἐταξίδευαν τήν Ἄιγυπτον, ἤφερνον ἀπό ἐκεῖ πραγματείαις τῆς Αἰγύπτου εἰς Ζαγοράν καί παντοῦ, καί εἶχον τήν σκάλαν ὁποῦ ἄραζαν τά καράβια εἰς τό Χορευτό».

    Καράβια έφκιαναν και οι Μιτζελιώτες5, κι αργότερα οι Κισσώτες και οι Λαυκιώτες6. Όλα τούτα τα πλεούμενα τα ονόμαζαν ζαγοριανά, επειδή ολόκληρο το Πήλιο λεγόταν Ζαγορά7.

    Ζαγοριανά καράβια της Τουρκοκρατίας στο Χορευτό
    Ζαγοριανά καράβια της Τουρκοκρατίας στο Χορευτό (αρχείο Νίκου Αντωνάκη - Βόλος).

    Αποδώ και μπρος τώρα δίνεται μια μεγαλύτερη ώθηση στο ανταλλαχτικό εμπόριο του Πηλίου. Σ’ όλες τις σκάλες, και περισσότερο στο Χορευτό, που είχε την πιο μεγάλη ναυτική κίνηση, φορτώνονταν πλοία8 με ντόπια προϊόντα κι έφευγαν μακριά. Πήγαιναν στη Σμύρνη, στην Πόλη, στη Μαύρη θάλασσα, στ’ Αγιονόρος, στη Θεσσαλονίκη, σ’ άλλα ελληνικά λιμάνια κι έφταναν έως την Αδριατική, τη Μάλτα και την Αίγυπτο. Αποκεί έφερναν άλλες πραμάτειες, που δεν είχε η Μαγνησία, τρόφιμα, σκεύη κι αντικείμενα για τα σπίτια, και τα χωριά γνώριζαν μέρες ακμής9.

    "Καί τί δέν μᾶς ἔφερνε - διηγιόταν η Ζαγοριανή Σοφή Σπανού στον εγγονό της Γιάννη Κορδάτο10, αναψερόμενη στο πλεούμενο του άντρα της Γιώργη Σπανού. «(...) Ἤταν γιομάτο τό σπίτι μας ἀπό πανικά καί τί πανικά καί τί καλούδια: μεταξωτά, ἀτλάζια, βελούδια, λαχούρια, δαμασκιά. Κι ἀκόμα καί ἀσημικογυαλικά μοῦ κουβαλοῦσε κ’ εἴχαμε σερβίτσια ἀσημένια καί πιατικά πολλά, δυό ντουζίνες μέ πλουμίδια ἀπέξω καί ἀπό μέσα καί μέ ζουγραφιές. Κ’ ἕνα μεγάλο καθρέφτη τόν εἶχε πάρει ἀπό τή Βενετιά. Μ’ αὐτά τἄβγαλα πέρα ὅταν πέθανε ἡ μακαρίτης καί μ’ ἄφησε χήρα μέ τή μάνα σου (...)».

    Η ίδια πάλι περιέγραφε το καράβι του άντρα της και την αφοβιά του στη θάλασσα με τούτα: «Καλοτάξιδο καράβι εἶχε τρεῖς φλόκους11 καί ξάρτια γερά καί δυό κατάρτια. Ἦταν γρήγορο μά ἤξερε καί ὁ παποῦς σ’ νά τό κουμαντάρει... Ἦταν όμως ταμαχιάρης καί πάαινε πολλές φορές κόντρα στούς ἀέρηδες καί δυό φορές κόντεψε νά τόνε φάει ἡ θάλασσα. Τήν τρίτη φορά ὅμως, πάει τό καράβι μας (...)».

    Τα ταξίδια είταν πολύ επικίνδυνα, κι αρκετά πλοία χάνονταν στα πέλαγα μαζί με τους ναύτες. Ξεκινούσαν με κουπιά και με πανιά, και δεν προχωρούσαν παρά ελάχιστα μίλλια την ημέρα, βαρυφορτωμένα όπως είταν. 'Οταν μάλιστα δεν τα βοηθούσε ο αγέρας, καθηλώνονταν μέρες στο πέλαγο, στην ίδια περίπου θέση, αν βέβαια δεν γίνονταν έρμαια του οργισμένου κύματος. Αλλοτε πάλι περίμεναν μέρες και βδομάδες στ’ ακρογιάλια, για να σταματήσουν οι αντίθετοι άνεμοι και να ξανοιχτούνε στο πέλαγο12. Μονάχα όσα πλοία ξεκινούσαν από το λιμάνι του Βόλου και τις άλλες σκάλες του Παγασιτικού, δεν αντιμετώπιζαν πρόβλημα αναχώρησης, αφού ο κόλπος δεν έβγαζε μεγάλο κύμα.

    Η ύπαρξη αυτών των κινδύνων συσπείρωσε όλους γύρω απ’ τον θαλασσινό Άγιο και καλλιέργησε ένα κλίμα στενής επικοινωνίας με τον ουρανό. Τα τραγούδια που έχει διασώσει ο Κορδάτος από τη Ζαγορά13, είναι χαραχτηριστικά:

    1. «Ἅη Νικόλα ἀφέντη μας
      κάνε τή θάλασσα γυαλί
      καί στρώστηνε μέ λάδι,
      νά μπουνατσάρη ὁ καιρός,
      νά φύγουν τά μπουρίνια,
      νἄρθουν τά καράβια μας
      γιομάτα ἀπό πραμάτειες,
      νἀρθοῦν καί οἱ καπιτάνοι μας
      καί οἱ ἀρραβωνιαστικοί μας
      ».
    2. «Ἃη Νικόλα ἀφέντη μας
      δεῖξε τά θάματά σου,
      διῶξε τό πούσι ἀπ’ τό πέλαο,
      τό γραιολεβάντ’ σταμάτα,
      νά καλωσνέψη ὁ καιρός,
      ἡ θάλασσα νά μερέψη,
      νἄρθουνε τά ζαγοριανά,
      τό ἓνα πίσω ἀπ’ τ’ άλλο,
      γιά νά στολίσουν τό γυαλό,
      νά δοῦμε τούς δικούς μας·
      νά σμίξουν οἱ καπιτάνισσες
      μέ τούς καπιτανέους,
      νά φιληθοῦν οἱ κορασιές
      μέ τά θαλασσοπούλια,
      νά γίνουν ξεφαντώματα
      νά φύγουν οἱ καημοί μας
      ».

    Μα και τα καράβια είχαν επηρεάσει διεγερτικά τη λαϊκή μούσα του Πηλίου, που σκάρωσε στίχους σαν κι αυτούς14:

    • «Ἦρθαν τά καράβια τά Ζαγοριανά
      κίνησα κι’ γώ καημένος νά πᾶ στην ξενιτιά·
      ὄντας κινῶ νά πάω σκότος καί βροχή
      κι ὄντας γυρίζω πίσω, ξάστερο γυαλί.
      ..........................................................
      Σέ παρακαλῶ, βοριά μου, τράβα χαμηλά,
      νά σκορπίσεις τήν ἀντάρα καί τή συννεφιά,
      γιά ν’ ἀράξουν τά καράβια τά ζαγοριανά.
      .................................................................
      Κίνῆσαν τά καράβια τά ζαγοριανά,
      κίνησε κι ὁ καλός μου, νά πάει στήν ξενιτειά,
      δώδεκα χρόνια ἔτρεξαν καί δέ μοὔγραψε,
      μέσα στά δεκαπέντε μὄστειλε γραφή.
      .........................................................
      ».

    Άλλα δυο δημοτικά είναι και τούτα15:

    1. «Καράβια μου περήφανα, ζαγοριανά σαΐνια,
      τ’ Ἃη Νικόλα μπιστικά, τῆς Παναγιᾶς καμάρια,
      φέρτε πραμάτειες μπόλικες, φλουργιά μέσα στή χώρα,
      οἱ ὀχτροί μας νά πλαντάξουνε, οἱ φτονεροί νά σκάσουν,
      νά ἔχει ο τόπος πόρεψη κ’ ἡ φτώχεια ν’ ἀνασάνει,
      νά στολιστοῦν οἱ ἐκκλησιές, τ’ ἀμπάρια νά γεμίσουν
      κ’ οἱ κορασιές μέ τά βιολιά στολίδια φορτωμένες
      νά στήσουν τρανταχτό χορό στήν Ἃη Σωτήρα μέσα
      ».
    2.  
    3. «Τρία καράβια ζαγοριανά μπαίνουνε στό μπουγάζι,
      τὄνα ἀρμενίζει μέ νοτιά, τ’ άλλο μέ ντραμουντάνα,
      τό τρίτο, τό τρανήτερο, μέ τῆς στεργιᾶς τ’ ἀέρι.
      Μαῦρος βοριᾶς τοῦ φώναξε, μαῦρος βοριᾶς τοῦ κράζει:
      - Μάϊνα, καράβι, τά πανιά, μάϊνα, κατέβασέ τα.
      - Δε μαϊνάρω τά πανιά καί δέν τά κατεβάζω
      τ’ εἶμαι καράβι ζαγοριανά, καράβι ξακουσμένο,
      ἔχω κατάρτια μπρούτζινα, ἀντένες σιδερένιες,
      κι’ ὅπου ἀρμενίζω μιά φορά τήν πλώρη δέ γυρίζω.
      Λυσσομανᾶ ἡ θάλασσα, σουρίζουν τά κατάρτια,
      σηκώνονται κύματα βουνό, χορεύει τό καράβι,
      κι’ ὁ καπετάνιος ἄτρομος κρατώντας τό τιμόνι,
      ἀπ’ τό πουρνό ὡς τό βραδύ παράδερνε ἀντρίκια.
      Φυσᾶ ὁ βοριᾶς, ξαναφυσᾶ, ἡ θάλασσα μουγκρίζει
      καί τοῦ πελάου ἡ μάνητα ὅλο καί μεγαλώνει.
      Πίσα σκοτάδι γένηκε, ἡ κουπαστή του σπάνει,
      τά ξάρτια του χαλάσανε ὁ φλόκος κομματιάστει·
      μά τό καράβι νταγιαντᾶ, οἱ ναῦτες του κρατᾶνε.
      Φυσᾶ ὁ βοριᾶς, ξαναφυσᾶ, τά κύματα θεριεύουν
      καί πριν ἀπ’ τά μεσάνυχτα κρεπάρει τό καράβι,
      τά κύματα τό σκέπασαν στό φοῦντο εἶχε πάει
      ».

    Η κίνηση των ελληνικών πλοίων διευκολύνθηκε και εντάθηκε ύστερ’ απ’ τη γνωστή συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας στα 1774. Με τη συνθήκη αυτή γίνεται ελεύθερη η ναυσιπλοΐα, και οι Έλληνες ναυτικοί αποχτούν προνομιακή θέση στο ρωσοτουρκικό εμπόριο, ενώ παράλληλα συντελείται το «ξεσπαργάνωμα τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ», όπως γράφει ο Κ. Θ. Δημαράς16.

    Έτσι δημιουργούνται όλες οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της ναυτιλίας και του εμπορίου, που εξυπηρετείται κι απ’ τη στεριά με τα καραβάνια. «Ἡ ἐμπορική τους (των Πηλιοριτών δηλαδή) δραστηριότητα - παρατηρεί ο Κίτσος Μακρής17 - ἐκτείνεται σέ μεγάλη ἀκτίνα: Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Λονδίνο, Τεργέστη, Μασσαλία, Λιβόρνο, Γένοβα, Ἱσπανία (...)

    Ἡ μεταφορά τῶν ἐμπορευμάτων - συνεχίζει - ἀπό καί πρός τά λιμάνια γινόταν κυρίως μέ ἱστιοφόρα πλοῖα. Ἀπό ξηρᾶς γιά Θεσσαλονίκη ὑπῆρχαν καί καραβάνια κερατζήδων. Κατά τό 19ο αἰώνα ὑπάρχει καί ἀτμοπλοϊκή συγκοινωνία μεταξύ Βόλου - Θεσσαλονίκης - Κωνσταντινούπολης, ἄγνωστο ποιᾶς πυκνότητας. Ἀναφέρονται τά ὀνόματα δύο ἀτμοπλοίων «Μαρί Δωροθέα» καί «Μπερατλίδικο Βαπόρι»18.

    Υπάρχουν παραδόσεις στα μεγάλα χωριά, που μας λένε για τους δυο δρόμους μεταφοράς των προϊόντων, το θαλάσσιο και το στεριανό. Απ’ τη στεριά ξεκινούσαν μαζί σαράντα και πενήντα μουλάρια φορτωμένα, άλλα για ελληνικές πολιτείες κι άλλα για την Ευρώπη, όπου οι Πηλιορίτες είχαν αντιπροσώπους. Τα καραβάνια συνόδευαν πάντοτε και οπλοφόροι, με διαταγή των Τούρκων, για την αντιμετώπιση των ληστών. Πολλές φορές τα καραβάνια έκαναν και ξάμηνο να γυρίσουν. Επέστρεφαν όμως φορτωμένα με ξένα αγαθά, που δεν είχε το Πήλιο19, όπως έκαναν βέβαια και τα καράβια.

    Με την ανάπτυξη του πηλιορίτικου εμπορικού στόλου δημιουργείται ένα πλήθος καπεταναίων και ναυτών στο Πήλιο, και δίνεται ένας ερεθισμός για ένα συνεχή πλουτισμό και μια ανανέωση του ναυτικού επαγγέλματος. Η οικονομική ευμάρεια των καπεταναίων, αλλά και οι ατέλειωτες αφηγήσεις απόμαχων ναυτικών που εξάπτουν τη φαντασία των νεοτέρων, παρακινούν κι άλλους στα ταξίδια.

    Αλλά με τα πλεούμενα τούτα και την ελεύθερη ναυσιπλοΐα διανοίγεται και η δυνατότητα της μετανάστευσης Πηλιοριτών σε ξένα κέντρα της Ευρώπης, την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την Αίγυπτο. Οι δρόμοι για το γνωστό τότε κόσμο ανοίγονται καλύτερα, και πάμπολλοι άντρες του Πηλίου πορεύονται στα ξένα με την τρανή ελπίδα της ευδοκίμησης τους στην ξενιτιά.

    Ζωγραφική απόδοση ζαγοριανού καραβιού
    Ζωγραφική απόδοση ζαγοριανού καραβιού από τα τέλη της Τουρκοκρατίας στη Μαγνησία (προσφορά Γρηγόρη Καρταπάνη).

    Όλα όμως αυτά τα πλήθη των ξενιτεμένων γνώριζαν τον πολιτισμό της Ευρώπης κι έβλεπαν χειροπιαστά τα αποτελέσματα του Διαφωτισμού, κι έτσι όταν επέστρεφαν στο Πήλιο, είτε είταν δοκιμασμένοι στο εμπόριο, είτε ως πνευματικοί άνθρωποι, είταν φορείς νέων ιδεών και αντιλήψεων. Σκορπούσαν παντού τα νέα μηνύματα κι άνοιγαν τα μάτια των συγχωριανών τους, φέρνοντας το ξύπνημα των ραγιάδων20. Παράλληλα όσοι πλούτιζαν στην ξενιτιά, έστελναν χρήματα στα χωριά τους για τη δημιουργία και τη χρηματοδότηση σχολείων κι εκκλησιών, κι άλλοι άρχοντες και γραμματικοί στις Παραδουνάβιες χώρες μεσολαβούσαν στην Πόλη για τη διευθέτηση προβλημάτων των πηλιορίτικων χωριών ή δέχονταν παιδιά για σπουδές21.

    «Γενικά τό Πήλιο -παρατηρεί ο Βαγγέλης Σκουβαράς22 - σέ σύγκριση μέ τις ἄλλες περιοχές τῆς Ἑλλάδας, ἦταν ἕνας εὐτυχισμένος κι ἀρκετά εὐνοούμενος τόπος. Τά προνόμια προπαντός πού εἶχαν κι οἱ πολλοί ξενητεμένοι πηλιορεῖτες πού ἐργάζονταν σ’ ὅλες τις πολιτεῖες τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Εὐρώπης, ἡ πλούσια κι ἀνθηρή ἐμποροβιοτεχνία τους καί τά πολλά τους καράβια πού αὐλάκωναν ὅλη τή Μεσόγειο θάλασσα, ἦσαν ἀναντίλεχτα βασικές πηγές πλουτισμοῦ καί παράγοντες προόδου. Ἡ δημιουργία ἐξάλλου σχολείων καί πνευματικῶν ἱδρυμάτων στά πηλιορείτικα κεφαλοχώρια, μιά σειρά ἀπό φωτισμένους καί φιλογενεῖς ἄντρες πού γεννήθηκαν κι ἔδρασαν ἐκεῖ, τοποθετοῦν τό Πήλιο στην πρωτοπορεία τῆς πνευματικῆς κι ἄλλης ἀναγέννησης τῆς τουρκοκρατούμενης Ἑλλάδας».

    Έτσι οι Πηλιορίτες, ανακαλύπτοντας και αξιοποιώντας παραγωγικά τις δικές τους δυνάμεις, μέσα στο κλίμα της ανεκτικότητας των Τούρκων, δημιούργησαν τις νέες οικονομικές δραστηριότητες, που έφεραν ως ένα βαθμό την καινούργιαν άνοιξη στον τόπο τους σ’ όλους τους τομείς της πολιτισμικής και κοινωνικής ζωής, όπως θα δούμε λεπτομερειακά σ’ άλλα κεφάλαια.

    1. Φαίνεται πως οι καραβοκύρηδες αυτοί βρίσκονταν σε καλή οικονομική κατάσταση, γιατί έχτισαν τότε το ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου, πεντέξι χιλιόμετρα στα βόρεια της Ζαγοράς (βλ. Απόστολου Γ. Κωνσταντινίδου, Τα εν τω Πηλίω όρει παλαιά και σύγχρονα εκκλησιαστικά Μνημεία, όπ. π., σελ. 190). Αργότερα (1803) έχτισαν και τη συνοικία της Ζαγοράς «Παναγία», μαζί με την ομώνυμη εκκλησία (Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ. π., σελ. 360). Για την εκκλησία της Παναγίας, βλ. Απόστολου Γ. Κωνσταντινίδου, Τα εν τω Πηλίω όρει παλαιά κα σύγχρονα χριστιανικά Μνημεία, όπ. π., σελ. 64 – 68.
    2. Δυο ναυπηγεία είχε η Ζαγορά, που λειτούργησαν έως τις αρχές του αιώνα μας. Το ένα στο Χορευτό, κοντά στο σπίτι του Κασσαβέτη και το άλλο στην παρακείμενη ερημική ακρογιαλιά της «Παρίσαινας». Στο Χορευτό σκάρωναν καράβια χωρητικότητας μέχρι 50.000 οκάδες (από προφορικές παραδόσεις της Ζαγοράς). Για τους καπεταναίους και την παλιά ανθρώπινη ζωή στο Χορευτό, βλ. Κώστα Στούρνα, Το Σκολειό της θάλασσας - Χρονικό μιας ακρογιαλιάς, Αθήνα 1968.
    3. Θεοδόση Κ. Σπεράντσα, Τα περισωθέντα Έργα του Αργύρη Φιλιππίδη, όπ. π., σελ. 191. Βλ. και Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία, Έκδοση Εθν. Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήναι 1972, σελ. 242.
    4. Είχε και το Τρίκερι ταρσανά, λίγο έξω απ’ το επίνειό του «Αγία Κυριακή», όπου λειτουργεί μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με την πληροφορία των Δημητριαίων, οι Τρικεριώτες σκάρωναν καράβια το Β' μισό του 18ου αιώνα (Γεωγραφία Νεωτερική, όπ. π., σελ. 118) κι έγιναν όλοι θαλασσινοί (Λάζαρου Αρσ. Αρσενίου, Η Θεσσαλία στην Τουρκοκρατία, όπ. π., σελ 77). Ένα επάργυρο αφιέρωμα γολετόμπρικου του Τρίκερι από το 1874 παρουσιάζει ο Αλέκος Ε. Φλωράκης στο βιβλίο του Καραβάκια - Τάματα και θαλασσινή Αφιερωτική στο Αιγαίο, Αθήνα 1982, σελ 206.
    5. Ο ταρσανάς της Μιτζέλας βρισκόταν στην ακρογιαλιά «Βριό» προς τα ΝΑ του χωριού.
    6. Τόσο στο επίνειο του Κισσού, τον Αϊ - Γιάννη, όσο και του Λαύκου, τη Μιλίνα, υπάρχει ακόμα ναυπηγείο. Δεν μπορούμε όμως να εξιχνιάσουμε την αφετηρία κανενός, γιατί λείπουν οι πηγές. Βλέπουμε πάντως ότι οι περισσότεροι ταρσανάδες βρίσκονταν όχι προς την πλευρά του ήσυχου Παγασιτικού, αλλά προς την άγρια θάλασσα του Αιγαίου και μάλιστα σε αλίμενες ακτές.
    7. Ο Κορδάτος αιτιολογεί αλλιώς την ονομασία. Τα λέγανε ζαγοριανά, επειδή η Ζαγορά είχε τα πιο πολλά και τα πιο μεγάλα (Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ. π., σελ. 218). Χαράγματα καραβιών σώζονται: α) στο μοναστήρι «Πάου» Αργαλαστής (1778), βλ. και Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία, όπ. π., σελ. 242, β) στο ξωκλήσι της Παναγίας Κατηχωριού (17ος - 18ος αιώνας), όπως διαπίστωσα ο ίδιος.
    8. Πολλές φορές τα πλοία φόρτωναν έξω από στην αμμουδιά για ευκολία κι ύστερα τα έσπρωχναν φορτωμένα, δεκάδες άνδρες, και τα ΄ριχναν στη θάλασσα (από προφορικές παραδόσεις). Βέβαια εξόν από προϊόντα της γης, φόρτωναν και βιοτεχνικά. «Τά εἴδη πού ἔβγαιναν ἀπό τά ἐργαστήρια αὐτά - γράφει ο Βαγγέλης Σκουβαράς (Το παλιότερο Αρματολίκι του Πηλίου κι οι Αρβανίτες στη Θεσσαλομαγνησία, Βόλος 1959, σελ. 25) - καί πού μέ τόν ὀνομαστό ζαγοριανό ἐμπορικό στόλο ἔφταναν σ’ ὅλα τά μέρη, ἦσαν ἕτοιμα παπούτσια, μεταξωτά μαντήλια, κάλτσες, γαϊτάνια, δισάκκια, τουρβάδες κι ἄλλα ποικίλα εἴδη τῆς ὑφαντικῆς. Τό ἐμπόριο ὅμως τῶν κουκουλιών τοῦ μεταξιοῦ, ἦταν ἡ κυριώτερη πηγή πλουτισμοῦ τῶν πηλιορειτών».
    9. Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ. π., σελ. 218. Για τη ναυτιλία της Ζαγοράς και για καραβοκύρηδες του χωριού, που αναφέρονται σε βενετσάνικα έγγραφα, βλ. Κ. Μέρτζιου, Μνημεία Μακεδονικής Ιστορίας, σελ. 261 – 263.
    10. Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ. π., σελ 353.
    11. Υπήρχαν και καράβια στη Ζαγορά (μπρίκια, ντελίνια, σκούνες, σακολέβες) και με τέσσερις ακόμα φλόκους και τρία κατάρτια, κι έκαναν ένα εξάμηνο ή και χρόνο πολλές φορές, όσο να επιστρέψουν στο Χορευτό (Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ. π., σελ. 352).
    12. Βλ. α) Γιώργου Θωμά, Τα Ζαγοριανά καράβια, Ἠώς, περ. Γ’, έτος 9ο, αριθ. 92 -97, 1966, σελ. 63 - 65, β) Κώστα Λιάπη, Τα Ζαγοριανά καράβια, Θεσσαλική Εστία, τεύχ. 47, χρ. 8ος, Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 1980, σελ. 427 - 430.
    13. Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ. π., σελ. 353 - 355.
    14. Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ. π., σελ. 219 - 220.
    15. Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ. π., σελ. 219 - 220.
    16. Νεοελληνικός Διαφωτισμός, 1977, σελ. 27.
    17. Κίτσου Μάκρη, Μεταβυζαντινή και Νεώτερη Μαγνησία, όπ. π., σελ. 224.
    18. Για τα καραβάνια που ξεκινούσαν από το Πήλιο, βλ. α) Βαγγέλη Σκουβαρά, Το παλιότερο Αρματολίκι του Πηλίου..., όπ. π., σελ. 25, β) Αποστολίας Νάνου - Σκοτεινιώτη, Μακρινίτσα, όπ. π., σελ. 40.
    19. Να πώς περιγράφει ο Βαγγέλης Σκουβαράς (Πηλιορείτικα Β΄, όπ. π., σελ. 50) αυτό το ανεβοκατέβασμα των καραβανιών: «Κουβαλοῦσαν τά ἐξαγώγιμα προϊόντα τῶν βιοτεχνικῶν έργαοτηρίων τοῦ Πηλίου στις πόλεις καί κωμοπόλεις τῆς πεδινῆς καί δυτικῆς Θεσσαλίας ἀλλά κι ἀκόμη μακρύτερα: στή Θράκη, στή Σερβία, στη Βουλγαρία, στή Μολδοβλαχία. Στό γυρισμό τους ἔφερναν: μαλλιά, δημητριακά, ζῶα γιά κρεατεμπόριο καί γιά τις ἄλλες καλλιέργειες, φορτηγά ἄλογα καί μουλάρια, τυρί καί κιλίμια ἀπό τή Σιάτιστα καί τήν Κοζάνη, πανιά ἀπό τή Νάουσα καί τήν Καστοριά, σαγιάκια τῆς Αντριανούπολης καί τῆς Σόφιας, γουναρικά τῆς Σερβίας καί τῆς Βλαχίας, βιοτεχνικά προϊόντα ἀπό τ’ Ἀμπελάκια, τόν Τίρναβο, τήν Τσαρίτσανη καί τήν Ἀγιά, δέρματα ποικίλων χρωμάτων ἀπό τη Γούρα καί τή Λάρισα, καί τά ὀνομαστά καί ἀνεξίτηλα καί πολυπλούμιστα ὑφαντουργικά τοῦ Τιρνάβου, κουρτίνες καί κλινοσκεπάσματα».
    20. Δημήτρη Ευ. Καραμπάτσα, Η συμβολή των Θεσσαλών λογιών στο Νεοελληνικό Διαφωτισμό, (1981), σελ. 18.
    21. Βλ. α) Γεωγραφία Νεωτερική, όπ. π., σελ. 120, β) Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ. π., σελ. 221, γ) Βαγγέλη Σκουβαρά, Ιωάννης Πρίγκος, όπ. π., σελ. 27.
    22. Το παλιότερο Αρματολίκι τον Πηλίου ..., όπ. π., σελ. 26 -27.