Αρχικά τα σπίτια είταν μικρά και απλά. Με την ανάπτυξη όμως των παραγωγικών δυνάμεων και την άνοδο της οικονομίας, χτίζονται μεγάλα, πλατυμέτωπα και στενομέτωπα1. Πολλά απ’ αυτά κατασκευάζονται στον τύπο του βορειοελλαδίτικου σπιτιού με κάτοψη τετράγωνη ή ορθογωνική (σε λιγοστές περιπτώσεις σε σχήμα πλατιού Π2) και κύριο χαραχτηριστικό τον φρουριακό τους χαραχτήρα για την άμυνα των ενοίκων, και την προβολή του απάνω ορόφου που στηρίζεται σε ξύλινα φουρούσια3. Λέγονται και πύργοι ή (τα μικρότερα) πυργάκια, και σε πολλές περιπτώσεις τριγυρίζονται από ψηλόν πετρόχτιστο αυλόγυρο. Ο χαραχτήρας αυτός εκδηλώνεται και με τους χοντρούς τοίχους, τα πολύ μικρά παράθυρα στα χαμηλά σημεία των τοίχων, τις πολεμίστρες (μασγάλια τις έλεγαν) και τη βαριά πόρτα την επενδυμένη εξωτερικά με χοντρή λαμαρίνα συνήθως. Το ισόγειο, το λεγόμενο κατώι, χρησιμοποιείται για την αποθήκευση των αγροτικών προιόντων. Απ’ αυτό μια ξύλινη σκάλα οδηγεί στο δεύτερο πάτωμα, όπου βρίσκεταιτο χειμωνιάτικο με το τζάκι (με τετράγωνη ή ημικυλινδρική φούσκα), το κελάρι και η σάλα μπροστά. Άλλη σκάλα επίσης συνδέει το μεσοπάτωμα με τον τρίτον όροφο (αν υπάρχει), που είναι χτισμένος με ελαφρά υλικά στους τρεις τοίχους (ανατολικό, νότιο και δυτικό) κι αποτελεί τον ωραιότερο χώρο του σπιτιού, γιατί εδώ αποθεώνεται η ομορφιά. «Τό πάτωμα αὐτό - παρατηρεί ο Κίτσος Μακρής4 - εἶναι ὁ πιό πλούσια διακοσμημένος χῶρος τοῦ σπιτιοῦ, μέ σκαλιστά ταβάνια, ξυλόγλυπτες πόρτες, ζωγραφιές στους τοίχους, στολισμένα ντουλάπια καί πολύχρωμους φεγγίτες».
Πρόκειται για μια εντυπωσιακή διακόσμηση που «ἐξωράιζε τήν καθημερινότητα τῆς ζωῆς τους κι ἔδινε διαφυγή στή σκλαβιά τους μέ ἀναπολήσεις ἀπό εἰκόνες μέ σχέδια καί φανταστικές ἀπεικονίσεις τῆς Κωνσταντινούπολης»5. Εννοείται πως σ’ αυτό τον όροφο περνούσε και το περισσότερο φως μέσα.
Εδώ απλώνεται το δοξάτο (μεγάλος χώρος απ’ όπου περνάει κανείς στα διάφορα δωμάτια του ορόφου), εδώ είναι και ο «καλός οντάς», το καλύτερο δωμάτιο, όπου η οικογένεια υποδεχόταν τους επισκέπτες στους καλοκαιρινούς μήνες. Εδώ ακόμα οργάνωνε τις διασκεδάσεις σε διάφορες «μεγάλες» μέρες του χρόνου και σε κοινωνικά γεγονότα του σπιτιού: Σε μια ονομαστική γιορτή, σ’έναν αρραβώνα, γάμο κλπ.
Η σκεπή πλακοσκέπαστη, με το γείσο ένα γύρω σε διακριτική προεξοχή, ώστε να προστατεύει τους τοίχους απ’ τα νερά της βροχής και να εμποδίζει τις ακτίνες του ήλιου να περνούν μέσα το καλοκαίρι. Εντυπωσιακές είταν και οι καπνοδόχοι που εξείχαν αρκετά, καθώς και οι καμπυλωτές (προς τα έξω) σιδεριές στα παράθυρα του μεσοπατώματος, για να ελέγχουν οι ένοικοι την είσοδο.
Στην αυλή δημιουργούνται οι βοηθητικοί χώροι (φούρνος, πλυσταριό, στάβλος, αποχωρητήριο κλπ.). Πολλές αυλές είταν περιφραγμένες, όπως είδαμε και παραπάνω, με χτιστό ψηλό τοίχο σκέτο ή με κάγκελα στο απάνω μέρος6. «Πρέπει νά ἀναπλάσει κανείς μέ τή φαντασία του - γράφει ο Κίτσος Μακρής7 - τούς χώρους αὐτούς ὅταν ἦταν σέ χρήση, καινούργιους, πεντακάθαρους, στρωμένους μέ τά πηλιορείτικα πολύχρωμα ὑφαντά, γιά νά νιώσει τήν ἀτμόσφαιρα ζεστασιᾶς καί αρχοντιᾶς πού δημιουργοῦσαν».
Τα μεγάλα τούτα αρχοντικά είταν και συνέπεια του πλούτου, κι επομένως θα τα συναντήσουμε σε πλούσια χωριά, όπως τη Ζαγορά, την Πορταριά, τη Μακρινίτσα, τον Άνω Βόλο, τον Αϊ Γιώργη Νηλείας, τα Λεχώνια, την Τσαγκαράδα, το Τρίκερι κλπ., ένα γεγονός που πιστοποιείται κι από παλιότερες φωτογραφίες των χωριών αυτών. Έχουμε όμως και μια μαρτυρία του 1838 για το μέγεθος των οικοδομημάτων της Ζαγοράς8: «Ἔχει ἡ χώρα (Ζαγορά) μᾶλλον δέ κωμόπολις σπίτια ὑπέρ τά πεντακόσια καλῶς κτισμένα καί πολλά ὡς παλάτια ὄχι κατώτερα ἀπό τά τῆς Κωνσταντινουπόλεως». Στα μικροχώρια αντίθετα θα βρούμε λιγοστά τέτοια σπίτια - και πάλι χωρίς το μέγεθος και την πλούσια διακόσμηση των άλλων στα κεφαλοχώρια - και πάρα πολύ λίγα στο βόρειο Πήλιο, που είταν και η φτωχότερη περιοχή του βουνού.
Τα σπίτια των λαϊκών τάξεων είναι ισόγεια ή το πολύ με ένα πάτωμα, και απλά. Στα περισσότερα το ισόγειο χρησιμοποιούνταν όχι μονάχα ως αποθήκη αλλά και ως στάβλος, κι είχαν (τα διόροφα) εξωτερική πέτρινη σκάλα ή (σπανιότερα) εσωτερική ξύλινη9. Τέλος τα εξοχικά σπίτια, τα καλύβια όπως λέγονται μέχρι σήμερα, είταν πιο φτωχικά κι όλα σχεδόν ισόγεια10, όπου έμεινε η οικογένεια στο μισό μέρος και τα οικόσιτα στο άλλο. Το πολύ να υπήρχε ανάμεσα ένα πρόχειρο ξύλινο πλέγμα ή να διαμορφωνόταν ένα μικρό μεσοπάτωμα.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα θα αρχίσει το πέρασμα νεοκλασικών στοιχείων στο Πήλιο, καθώς και η ανέγερση νεοκλασικών σπιτιών11, κυρίως σε χωριά με ανθηρή οικονομία. Ο νέος αυτός ρυθμός με τα διαφορετικά στοιχεία που τον χαραχτήριζαν, διαφοροποίησε την παλιότερη αρχιτεκτονική και σε αρκετές περιπτώσεις συνδυάστηκε επιτυχημένα με τον προηγούμενο. Με το συνδυασμό αυτό δημιουργήθηκαν κατασκευές αξιοπρόσεχτες, αλλά σιγά σιγά το νέο στοιχείο επιβάλλεται και κυριαρχεί. Τώρα η κύρια είσοδος του σπιτιού «διαμορφώνεται σέ καμαροσκέπαατη έσοχή, μέ δυό μαρμάρινους κίονες πού συνδέονται μεταξύ τους καί μέ τούς πλαγινούς τοίχους μέ τρία τόξα»12. Δημιουργούνται μπαλκόνια μαρμάρινα, ένα στην κύρια είσοδο με διπλή καγκελόφραχτη σκάλα κι ένα στον δεύτερον όροφο, συνήθως πάνω από το πρώτο, με κάγκελα, στηριγμένο σε μαρμάρινα σκαλιστά φουρούσια. Κατασκευάζονται επίσης και απομιμήσεις μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών εκεί όπου για διάφορους λόγους δεν τοποθετούνται μάρμαρα. Είταν ένας ρυθμός, που επιβλήθηκε στο Πήλιο κι απλώθηκε καί στο Βόλο.
Τέλος θα συναντήσουμε, σε περιορισμένη όμως κλίμακα, κι έναν άλλο ρυθμό - συνδυασμό «παραδοσιακῶν καί δυτικοευρωπαϊκῶν στοιχείων»»13, όπως στον πύργο του Κοκοσλή στα Άνω Λεχώνια και στο σπίτι του Χατζηκοσμά στο Ανήλιο»14.
Μια τελευταία μορφή οικοδομήματος μπορεί να πει κανείς πως είναι τα χαγιάτια στην παρυφή της πλατείας πολλών χωριών για να κάθονται οι άρχοντες»15.