Εκατοντάδες είναι οι εκκλησίες, τα ξωκλήσια και τα μοναστήρια που χτίστηκαν στο Πήλιο τα χρόνια της Τουρκοκρατίας1. Βέβαια τέτοια θρησκευτικά καθιδρύματα υπήρχαν κι από παλιότερα, στα χρόνια όμως τούτα χτίζονται τα περισσότερα. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι στη Ζαγορά κατασκευάζονται τέσσερις κεντρικές εκκλησίες (όσες και οι συνοικίες) με παρεκκλήσια, μία ακόμα μέσα στο χωριό, τρία μοναστήρια και δεκαέξι ξωκλήσια2.
Όλα τούτα τα χτίσματα, καμωμένα με ντόπια πέτρα και σκεπασμένα με πλάκες του τόπου, υπάγονται σε τρεις αρχιτεκτονικούς τύπους. Στις «μονόκλιτες ξυλόστεγες, στις τρίκλιτες ξυλόστεγες και στις μονόκλιτες με θόλο»3 άλλοτε εμφανή απέξω και άλλοτε αφανή.
Α' Μονόκλιτες ξυλόστεγες. Είναι οι μικρές μονόχωρες εκκλησίες και τα ξωκλήσια με δίριχτη σκεπή, κόγχη (συνήθως μία, σπάνια τρεις), που στις απλούστερες κατασκευές ούτε καν διακρίνεται απέξω. Μερικές έχουν στη δυτική ή και στη νότια πλευρά ξύλινο υπόστεγο πλακοσκέπαοτο και, σε σπάνιες περιπτώσεις, κάποια ασήμαντα γλυπτά.
Β' Τρίκλιτες ξυλόστεγες. Όλοι οι μητροπολιτικοί ναοί των χωριών και άλλοι ακόμα που συναπαντούμε κυρίως μέσα στα χωριά, ανήκουν σ’ αυτό τόν τύπο. Είναι επομένως μεγάλες, έχουν τρεις κόγχες, και ο χωρισμός των κλιτών γίνεται με δυο σειρές από κολόνες, συνήθως χτιστές, που ενώνονται με τόξα. Υπάρχει ο γυναικωνίτης (με καφάσι στις περισσότερες περιπτώσεις) σε όλη τη δυτική πλευρά και σε ένα μέρος της βόρειας και της νότιας, όπου φτάνει κανείς με σκάλα από το εσωτερικό του ναού4.
Απέξω έχουν κι αυτές υπόστεγο στις δυο πλευρές (δυτική και νότια) ή και στις τρεις, με ξύλινες κολόνες ή πέτρινες χτιστές ή - σε ελάχιστες περιπτώσεις - μαρμάρινες. Στην ανατολική κατάληξη του νότιου υπόστεγου συναντούμε πολλές φορές παρεκκλήσι. Στα υπέρθυρα ζωγραφίζονται μορφές αγίων, και στις κόγχες κυρίως αλλά και σε άλλες πλευρές εντοιχίζονται λιθανάγλυφα.
Γ' Μονόκλιτες με θόλο. Θα τις βρούμε κυρίως σε οικισμούς και αγροτικές περιοχές. Βασικό γνώρισμά τους ο θόλος, που άλλοτε υψώνεται και είναι ευδιάκριτος κι άλλοτε «χωνεύει» μέσα στην κλίση της σκεπής, οπότε ή ξεχωρίζει λίγο στην κορυφή ή καθόλου. Η πέτρα και η πλάκα στη σκεπή είναι το βασικό υλικό των χτισμάτων αυτών, απ’ τα οποία απουσιάζει το ξύλο5.
Όλοι οι τύποι των εκκλησιών έχουν πλακόστρωτα δάπεδα. Πλακόστρωτα είναι και τα δάπεδα των υπόστεγων.
Οι εκκλησίες ανεγείρονται συνήθως με κοινή δαπάνη των χωρικών, όπως παρατηρούμε σε σκαλισμένες επιγραφές: «ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ - πρόκειται για τον «Άγιο Γεώργιο» Ζαγοράς, 1765 – ΔΙΑ(...)ΚΑΙ ΚΟΙΝΗΣ ΒΟΗΘΥΑΣ ΚΕ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΤΩΝ ΕΝΟΡΙΤΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΑΥΤΕΙΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΕΓΧΩΡΙΩΝ(...)». Κατασκευάζονται όμως και από θεοφοβούμενους δωρητές, οπότε αποθανατίζεται πάλι η δωρεά. «(...) ΚΤΗΤΟΡΙ - πρόκειται για το ξωκλήσι της Παναγίας Προμιριού, 1800 - ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ ΚΙ ΣΤΑΘΗC ΤΟΥ ΣΤΑΜΑΤΙ(...)».
Τα μοναστήρια που όλα σχεδόν υψώνονται έξω απ’τα χωριά σε ερημικές και πανεποπτικές τοποθεσίες, έχουν ψηλό περίβολο με μια μεγάλη είσοδο και μια μικρότερη σ’ άλλη πλευρά. Στο μέσα χώρο, κολλητά στον περίβολο, διαμορφώνονται τα κελιά σε δυο ορόφους πάντοτε. Το ισόγειο χρησιμοποιούνταν για μαγειριά, πλυσταριά, στάβλους, φούρνους, αποθήκες, πατητήρια κλπ. Οι καλόγεροι έμεναν στα κελιά του απάνω ορόφου, όπου και το συνεχόμενο χαγιάτι. Εκεί βρισκόταν και η μεγάλη αίθουσα υποδοχής, το αρχονταρίκι όπως το ’λεγαν.
Στη μέση του αυλόγυρου υψώνεται το καθολικό. Είναι συνήθως τρίκλιτη βασιλική πλακοσκέπαστη, με λιθανάγλυφα και τοιχογραφίες και φέρνει ξύλινο υπόστεγο (νάρθηκα) στις δυο ή και στις τρεις πλευρές. Σε μερικά μοναστήρια απαντάται και βασιλική με τρούλο.