Η φουστανέλα (παλιότερα)1 και η βράκα (αργότερα) είταν οι φορεσιές των αντρών στο Πήλιο κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η βράκα επικράτησε απ’ τα 1700 κι ύστερα και κατασκευαζόταν από τεχνίτες των χωριών με σκουρόχρωμο αλατζά. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε και το πανωβράκι από σκουτί ή τσόχα. Στη μέση τους φορούσαν το ζουνάρι, μαύρο υφαντό στον αργαλειό και μακρύ έως πέντε πήχες περίπου, με κρόσια στην άκρη, ώστε να κάνει αρκετούς γύρους και να προσφέρεται για την τοποθέτηση του τσιμπουκιού, του καπνού, του πορτοφολιού κλπ. Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν το γελέκι (χωρίς μανίκια), που δίπλωνε σταυρωτά στο στήθος και κούμπωνε με μεγάλα μεταξωτά κουμπιά, καμωμένα από τις Πηλιορίτισσες. Πολλές φορές τα κουμπιά είχαν και μικρή φουντίτσα. Το γελέκι γύρω γύρω, όπως και οι κουμπότρυπες, στολίζονταν με γαϊτάνι. Σειρές γαϊτανιών τοποθετούσαν και στο μέρος του στήθους2.
Το χειμώνα φορούσαν και το κοντογούνι από σκουτί με μακριά μανίκια. Στις άκρες έφερνε γαϊτάνι αλλά δεν είχε κουμπιά. Έπρεπε να μένει πάντα ανοιχτό για να φαίνεται το γελέκι. Με το πολύ κρύο φορούσαν και την τραγομαλλίσια κάπα ή καποτέλι, μαύρη ή καφέ. Πολλές κάπες είχαν και κατσούλες, για να φυλάγεται το κεφάλι από βροχή και κρύο.
Στα πόδια έβαζαν τα παπαδικά παπούτσια (χωρίς κορδόνια) και κάλτσες (σκαπίνια), μάλλινες το χειμώνα και βαμπακερές το καλοκαίρι. Παλιότερα τις κεντούσαν οι γυναίκες στα πλάγια.
Τέλος στο κεφάλι έφερναν κόκκινο φέσι και από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα καλπάκι, ένα είδος μαύρου φεσιού. Οι στολές των κοτζαμπάσηδων βέβαια είταν πιο επιμελημένες και στη θέση της κάπας περνούσε κοντός μαύρος επενδύτης με γούνα, το αρνιακό, ενώ στο κεφάλι το σαρίκι.
Η ευρωπαϊκή στολή άρχισε δειλά - δειλά να περνάει στο Πήλιο από τα 1821 και πέρα3.
Πιο ενδιαφέρουσα είναι η γυναικεία ενδυμασία, που δέχτηκε βέβαια κάμποσες μεταβολές μέσα στο χρόνο. Ξεχωρίζει σε καθημερινή και γιορτινή, που στη βάση τους είναι οι ίδιες, διαφέρουν μόνο στην ποιότητα του υφάσματος και στα στολίδια. Τα διάφορα μέρη της είταν: Οι ασπρούδες από χασέ χωρίς μανίκια και μακριές έως τον αστράγαλο. Πολλές φορές από τη μέση και κάτω έμπαινε το μισοφόρι. Από πάνω το φαρδύ πουκάμισο (μεταξωτό) με φαρδιά μανίκια και μακρύ έως τον αστράγαλο κι αυτό. Τα πουκάμισα είταν άσπρα για τις νύφες, κόκκινα, πράσινα, βυσινιά για τις άλλες. Δεν ράβονταν, αλλά ενώνονταν με χρυσοκέντημα. Τέτοιο κέντημα είχαν και στον ποδόγυρο, το λαιμό και τα μανικέτια. Πάνω απ’ το πουκάμισο φοριόταν το φουστάνι με ή χωρίς γιακά, μεταξωτό κι αυτό και χωρίς μανίκια, σκουρόχρωμο για τις ηλικιωμένες κι ανοιχτόχρωμο για τις νέες. Είταν όμως πιο κοντό απ’ το πουκάμισο για να ξεχωρίζουν τα κεντήματα στον ποδόγυρο. Ως σακάκι φοριόταν ο αλιμπαντές από μάλλινο και μεταξωτό ανοιχτόχρωμο ύφασμα. Από τα 1850 και πέρα στη θέση του αλιμπαντέ πέρασε η βελούδινη τζάκα με συνεχόμενο κέντημα στις παρυφές της. Δεν έλειψε βέβαια και η ποδιά τις καθημερινές και η ζώνη με τα «Θ’ λυκωτάρια». Πιο ύστερα επικράτησε η ζώστρα, φαρδιά λωρίδα υφάσματος, που τα δυό της άκρα αφήνονταν να πέσουν στην δεξιά πλευρά, ύστερα απ’ το δέσιμο.
Στα πόδια φορούσαν τα τερλίκια με δερμάτινες σόλες από κάτω και μεταξωτό πανί από πάνω με κεντήματα. Οι κάλτσες, μάλλινες το χειμώνα και βαμπακερές το καλοκαίρι, λέγονταν και τσουράπια (τσιρέπια στο νότιο Πήλιο).
Το κεφάλι το σκέπαζαν με το φεσάκι (κόκκινο), που απ’ την κορφή τού κεντημένου τεπέ κρέμονταν μια ή και δυο φούντες. Κάποιες φορές άφηναν να κρέμεται και ένα ωραίο χρυσοκέντημα. Το φεσάκι, που διατηρήθηκε ίσαμε τα 1890 πάνω - κάτω όπως υπολογίζω, το έσπαζαν προς τα αριστερά και οι φούντες έπεφταν στα ξέπλεκα μαλλιά. Γύρω απ’ αυτά τυλιγόταν το μαγνάντι, τούλινο ή μεταξωτό μαντίλι, που δενόταν στο πλάι.
Αργότερα στη θέση του φεσιού πέρασε το μαφέσι, που μέχρι τότε χρησιμοποιούνταν τις καθημερινές κυρίως. Στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας εμφανίστηκε και το καλεμκερί.
Εντυπωσιακότερη είναι η τρικεριώτικη φορεσιά, που αντίθετα με την άλλη την πηλιορίτικη, φοριέται ακόμα σε γιορτές και πανηγύρια. Είναι «ἡ ὡραιότερη, κι ἀπό τίς πιό πλούσιες, ἑλληνική φορεσιά σέ ἄσπρες χρωματικές παραλλαγές», γράφει ο Κίτσος Μακρής4. Αποτελείται κι αυτή από: α) Το μεταξωτό πουκάμισο, άσπρο για τις ανύπαντρες, κόκκινο για τις αρραβωνιασμένες και τις νιόνυφες, πιο σκούρο στις άλλες γυναίκες και μαύρο στις χήρες. Σ’ όλες τις περιπτώσεις το πουκάμισο φέρνει στον ποδόγυρο, στα μανίκια και στο λαιμό φανταχτερά κεντήματα με χρυσή ή ασημένια κλωστή· β) το φουστάνι με το πανωκόρμι από μεταξωτό ύφασμα· γ) τον τσοβρέ, ένα τετράγωνο μεταξωτό μαντίλι, που μπαίνει μπροστά κάτω απ’ τα κλειδωτάρια. Κάποιες φορές, αντί για τον πλούσιο τσοβρέ, μπαίνει το λεχούρι· δ) την τζάκα από βελούδο ή τσόχα· ε) το μαντίλι, κίτρινο και διπλωμένο, που μπαίνει στο κεφάλι· στ) τις κουντούρες, βελουδένια παπούτσια με κέντημα και ζ) τις πλεχτές κάλτσες5.
Η αντρική φορεσιά είταν κι εδώ η βράκα, που πλησίαζε όμως περισσότερο τη νησιωτική παρά την πηλιορίτικη.