Ο γάμος είταν πάντοτε το μεγαλύτερο κοινωνικό γεγονός του χωριού ύστερ’ απ’ το πανηγύρι, και ξεσήκωνε όχι μονάχα τους συγγενείς και τους φίλους των μελλόνυμφων αλλά κι όλους τους χωρικούς. Πολλοί απ’ αυτούς μάλιστα, και περισσότερο ο γυναικόκοσμος, άφηναν τα καλύβια τους και πήγαιναν στο χωριό για να παρακολουθήσουν τις γαμήλιες τελετές και να συμμετάσχουν στη γενικότερη χαρά της πολίχνης. Έτσι ο γάμος και στο Πήλιο «δέν εἶναι ὑπόθεση μόνο τῶν δύο προσώπων, ἀλλά ὁλόκληρης τῆς κοινωνίας τοῦ χωριοῦ», αφού «συμβόλιζε τή συνέχιση αὐτῆς τῆς κοινωνίας, τή γονιμότητά της (κι) ἦταν άκριβῶς αὐτή ἡ στιγμή ἡ νικηφόρα ἀπέναντι στή φύση, τήν ἀρρώστια, τήν παιδική θνησιμότητα καί γι’ αὐτό μιά στιγμή μεγάλης εὐφροσύνης»1.
Η πρώτη «επίσημη» γεύση του γάμου στα χωριά του ανατολικού Πηλίου δινόταν τη Δευτέρα -μια βδομάδα περίπου πριν- με την εμφάνιση των δυο ή τριών μπράτιμων ή αδερφοποιτών στους δρόμους2. Αυτοί κρατώντας στο χέρι το «φλάμπ’ρο» και την «τσότρα»3, έπαιρναν σειρά τα σπίτια των καλεσμένων, να τους αναγγείλουν και επίσημα την πρόσκληση. Η διαδικασία είταν απλή: Στερέωναν κάπου στην αυλή το φλάμπουρο και κερνούσαν τους σπιτικούς με το τσίπουρο ή το κρασί της «τσότρας»4. Από κείνη την ώρα μπορούσαν να πάρουν μέρος κι αυτοί στις τελετές του γάμου.
Την ίδια μέρα πάλι συνάζονταν στο σπίτι της νύφης ξαδέρφες και φιλενάδες της να πλύνουν όλες μαζί, μέσα σε χάχανα κι αστειότητες, τα λεπτά προικιά (σεντόνια, μαξιλάρια κλπ.). Την Τρίτη τα σιδέρωναν με χαρούμενη πάλι διάθεση, ενώ οι άντρες άλεθαν το σιτάρι κι έπαιρναν το αλεύρι για τα ψωμιά του γάμου, και την Τετάρτη άπλωναν τα προικιά μέσα στο σπίτι.
Η πρώτη ηχηρή εκδήλωση είταν τα «αλευρώματα» στο σπίτι της νύφης το βράδι της Τετάρτης ή της Πέμπτης (περιοχή Αγίου Γεωργίου Νηλείας). Στην περιοχή όμως αυτή, κατά μια παράδοση, γίνονταν τ’ αλευρώματα χωριστά στα δυο σπίτια, γαμπρού και νύφης5. Συγκεντρώνονταν εκεί ο γαμπρός, τα μπρατίμια, φίλοι και συγγενείς του ζευγαριού, για να ετοιμάσουν τα προζύμια. Έβαζαν λοιπόν καταμεσίς του μεγάλου δωματίου μια λεκάνη και μέσα κοσκίνιζαν το αλεύρι6 αλλού τρία, αλλού δύο κι άλλου ένα αγόρια ή (σε λιγοστά χωριά) ισάριθμα κορίτσια, όλα όμως με ζωντανούς γονείς. Στη συνέχεια «ανάπιαναν» το προζύμι, αλλά μερικοί δεν κρατιόνταν πια: Άρπαχναν αλεύρι και το πετούσαν απάνω στον γαμπρό και τη νύφη,7 για να ακολουθήσουν το παράδειγμα κι οι άλλοι, κι ο ένας να αλευρώνει τον άλλο, με αποτέλεσμα όλοι και όλα στο χώρο να γεμίζουν αλεύρι μέσα σ’ ένα καθεστώς ακράτητου γέλιου και ικανοποίησης, ενώ κάποιοι άντρες διαλαλούσαν με ντουφεκιές το γεγονός ως πέρα.
Τα κεράσματα ύστερα, οι ευχές και οι χορευτικές εκδηλώσεις με ζωντανά τραγούδια επιτείνανε αυτό το κλίμα της χαράς έως τις προμεσονύχτιες ώρες, οπότε κι επέστρεφαν στα σπίτια τους όλοι.
Την Πέμπτη το λόγο είχαν οι γυναίκες κι από τις δυο οικογένειες των μελλόνυμφων. Έπρεπε να ετοιμάσουν τα ψωμιά του γάμου8 κι ακόμα να κατασκευάσουν κι από τις δυο πλευρές τον μπακλαβά με τ’ άλλα γλυκά για το γάμο, ενώ το απόγεμα της επόμενης μέρας θα γινόταν η ταχτοποίηση των προικιών χωρίς την παρουσία του γαμπρού. Πρώτα όμως καλούσαν με πυροβολισμούς τους προσκαλεσμένους, κυρίως τις γυναίκες, ώστε όλες μαζί να στοιβάξουν τα προικιά, για να φκιάξουν τη «θηκιαστή» στην πιο μεγάλη κάμαρα ή στη σάλα του σπιτιού9. Σαν τελείωνε, την έραιναν όλες με σιτάρι, βαμπάκι, καρύδια, λουλούδια κλπ., που η καθεμιά έφερνε μαζί της μέσα σε πανέρι. Ο ενθουσιασμός όλων εκδηλωνόταν και με χορό που έστηναν γύρω απ’ τη θηκιαστή οι γυναίκες αλλά και οι άντρες μαζί που έρχονταν στο μεταξύ, με τους ήχους των λαλούμενων. Έλεγαν τότε πως «χόρευαν τα προικιά», τραγουδώντας πρώτα το γνωστό τραγούδι «Ωραία είν’ η νύφη μας, ωραία τα προικιά της...»10. Ενδιάμεσα «γέμιζαν το στρώμα» με ροκανίδια ή καλαμποκόφυλλα ή καστανόφυλλα11, κι απάνω σ’ αυτό κυλιόνταν τρία, συνήθως, αγόρια όχι ορφανά. Κερνιόνταν ύστερα όλοι με την εκφορά διάφορων ευχών, κι αποχωρούσαν οι καλεσμένοι.
Το Σάββατο γύριζαν πάλι τα μπρατίμια στα σπίτια των συγγενών και φίλων του γαμπρού για να ανανεώσουν την πρόσκλησή του όχι μονάχα για το γάμο αλλά και για το γαμήλιο δείπνο12. Το βράδι εξάλλου της ίδιας μέρας οργανώνονταν τα «στερνόδειπνα» (υστερνόδειπνα) στο σπίτι του γαμπρού και στο σπίτι της νύφης. Συγκεντρώνονταν δηλαδή χωριστά οι προσκαλεσμένοι από τις δυο πλευρές (του γαμπρού στο σπίτι του και της νύφης στο δικό της) κι έτρωγαν μαζί, αλλά ποτέ δεν χόρευαν. Είταν φανερό το στοιχείο κάποιας πίκρας, αφού η νύφη για τελευταία φορά έτρωγε αντάμα με τους δικούς της ως ελεύθερο κορίτσι13.
Η Κυριακή που ξημέρωνε, είταν μέρα πανηγυρική στο χωριό. Ολάκερος ο κόσμος του, και προπαντός οι γυναίκες βρίσκονταν απ’ το πρωί στο πόδι. Έπρεπε πρώτα να ιδούν τους μελλόνυμφους που θα πήγαιναν στην εκκλησιά, χωριστά όμως για να μεταλάβουν. Ύστερα θα ’βγαιναν στους δρόμους, και γριές ακόμα να καμαρώσουν τα προικιά, ενώ θα μεταφέρονταν στο σπίτι του γαμπρού14. Η μεγαλύτερη όμως σύναξη παρατηρούνταν γύρω απ’ το σπίτι της νύφης, όπου καταφτάνανε στο μεταξύ και τα όργανα. Εκεί θα έστελνε ο γαμπρός πέντε ή εφτά αλογομούλαρα στολισμένα με λουλούδια και με τον μπράτιμο ή τα μπρατίμια15, για να παραλάβουν τα προικιά, πάλι μέσα σε πυροβολισμούς16. Στο νότιο Πήλιο όμως δεν τα ’βγαζαν απ’ το σπίτι με τα χέρια. Τα έριχναν, ένα - ένα, απ’ το μπαλκόνι κάτω ή απ’ το παράθυρο, εφόσον βέβαια το οίκημα είταν διόροφο, ακόμα και το στρώμα. Δάσος από κάτω τα αντρικά χέρια τα άρπαχναν στον αέρα, για να τα φορτώσουν με γούστο, έτσι ώστε να προβάλλονται τα κεντήματα και οι δαντέλλες. Φυσικά τα έπιπλα και τα χαλκώματα τα έβγαζαν κανονικά απ’ το σπίτι.
Σχηματιζόταν έτσι πομπή17 με τα λαλούμενα μπροστά παίζοντας, τα φορτωμένα ζώα από κοντά, τα παιδιά πίσω να κρατούν τα χαλκώματα, κι ολοξοπίσω ή και ανάμεσα να πηγαίνουν οι συμπέθεροι της νύφης. Περνούσαν από κεντρικούς δρόμους, όπου δεξιά κι αριστερά περίμενε το γυναικομάνι του χωριού να καμαρώσει και να σχολιάσει τα προικιά, κι οπωσδήποτε απ’ την πλατεία, ώστε να τα ιδούν και οι άντρες ακόμα.
Στο σπίτι του γαμπρού τα υποδέχονταν, αφού τα έραιναν πάλι, και τα τοποθετούσαν με τάξη να ξεχωρίζουν, ενώ ο γαμπρος φίλευε τα παιδιά που μεταφέρανε τα χαλκώματα18.
Κείνες τις στιγμές στην Πορταριά, τον Άνω Βόλο και το Κατηχώρι τραγουδούσαν τα κορίτσια:
Η έναρξη του γάμου -γύρω στο μεσημέρι- προαναγγελλόταν με πυροβολισμούς απ’ το σπίτι του γαμπρού. Όλοι οι προσκαλεσμένοι τότε συγκεντρώνονταν, του γαμπρού στο σπίτι του και της νύφης στο δικό της. Στο πρώτο έπρεπε να του φορέσουν τα γαμπριάτικα21 και να τον ξυρίσουν. Άπλωναν μπροστά του το μπαρμπερομάντιλο22 κι ο κουρέας αναλάβαινε το ξύρισμα23, ενώ τα όργανα έπαιζαν το γνωστό τραγούδι:
Στην Πορταριά όμως, τον Άνω Βόλο και το Κατηχώρι τραγουδούσαν τα κορίτσια τούτο το τραγούδι:
Στην Άλλη Μεριά, όπου είχαν εγκατασταθεί βλάχοι, τόνιζαν τούτο:
Την ώρα του ξυρίσματος οι καλεσμένοι ακουμπούσαν στα μαλλιά και τα μάγουλα του γαμπρού νομίσματα και τα ’φηναν να πέσουν στο μπαρμπερομάντιλο, ευχόμενοι «σιδεροκέφαλος» ή «ν’ ασπρίσεις και να γεράσεις»26.
Έξω στην αυλή κατασκεύαζαν νέο φλάμπουρο τώρα, «ὅπερ δέν εἶνε ἂλλο -γράφει ο Ν. Ρηματισίδης στα 1874-27 εἰμή μακρός κάλαμος φέρων εἰς τήν κορυφήν σταυρόν καταστόλιστον μέ ἂνθη παντοῖα, δεδεμένα ἐπ’ αὐτόν (πάνω στο σταυρό δηλαδή) μετά κόκκινης κλωστῆς, κάτωθεν δέ τοῦ σταυροῦ, καί πλησίον αὐτοῦ ράπτεται μανδύλιον πορφυροῦν»28.
Ενώ αυτά διαδραματίζονταν στο σπίτι του γαμπρού, στο άλλο της νύφης γινόταν ο στολισμός της. Ένα αγόρι της πρόσφερνε αρχικά τα εσώρουχα, κι ο μπράτιμος της φορούσε τα νυφικά παπούτσια29. Τη νυφική φορεσιά την έβαζε με τη βοήθεια των φιλενάδων της. Συγχρόνως οι τελευταίες (περιοχή Ζαγοράς) τραγουδούσαν:
Μπορούσαν όμως να τραγουδήσουν και τούτο:
Το λόγο έπαιρνε κατόπιν η μάνα της νύφης (πάλι στην περιοχή της Ζαγοράς):
Η κόρη τότε απαντούσε:
Στην περιοχή της Κερασιάς βόρειου Πηλίου της τραγουδούσαν:
Όρθια η νύφη περίμενε το γαμπρό, μες σ’ ένα κλίμα συγκίνησης και αγωνίας, ενώ από το σπίτι του ξεκινούσε το συμπεθερικό να πάει να «πάρει» τον κουμπάρο. Προηγούνταν ο μπράτιμος, κρατώντας ψηλά το φλάμπουρο, με τα όργανα να παίζουν, κι ακολουθούσαν ο γαμπρός και το συμπεθερικό. Στο σπίτι του κουμπάρου κερνιόνταν, χωρίς καθυστερήσεις, κι επέστρεφαν όλοι μαζί, και με τον κουμπάρο τώρα, στο υποστατικό του γαμπρού.
Αποδώ ξεκινούσε η «επισημότερη» τώρα πομπή για το σπίτι της νύφης με πυροβολισμούς και με γενική αγαλλίαση. Πάλι το φλάμπουρο μπροστά και τα όργανα, και πίσω τρία αγόρια που κρατούσαν τις λαμπάδες και το δίσκο με τα κουφέτα και τα στεφάνια34. Σ’ ορισμένα χωριά όμως, ύστερ’ απ’ το φλάμπουρο πήγαινε ο παπάς, για ν’ ακολουθήσουν κατόπι ο κουμπάρος, ο γαμπρός και το συμπεθερικό35. Ξεκινώντας, τραγουδούσαν οι γονείς του γαμπρού:
Σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής οι ντουφεκιές έπαιρναν κι έδιναν, ενώ τα λαλούμενα έπαιζαν ακατάπαυστα. Συνήθιζαν μάλιστα και το τραγούδι σ’ όλο το Πήλιο, εκτός απ’ τη νότια πλευρά του:
Όταν ζύγωναν όμως στο σπίτι της νύφης, άλλαζαν τραγούδι:
Τέλος έφταναν, κι έσμιγαν τα δυο συμπεθεριά μέσα σε κύματα χαράς, ενώ τα λιανοτούφεκα διαλαλούσαν ως πέρα τούτη την ευτυχισμένη συνάντηση. Στο σπίτι τώρα θα κερνιόνταν όλοι, κι η νύφη40 θα τραγουδούσε τον αποχωρισμό απ’ τους δικούς της (περιοχή Ζαγοράς):
Το γαμπρό παρουσίαζαν στη νύφη τα μπρατίμια. Αυτή φιλούσε το χέρι του και το χέρι των μπρατίμων. Ύστερα την έπαιρνε ο πατέρας της και, προτού την παραδώσει στο γαμπρό, την έκανε απάνω στην πόρτα του σπιτιού «τισλίμ» (την παράδινε με ευχές στο γαμπρό, αφού αυτός έβαζε μετάνοια στον πεθερό του και του ακουμπούσε στην παλάμη ένα μικρό ποσό -σπανιότερα και στην πεθερά του)42. Είχαμε δηλαδή μια εξαγορά της νύφης. Στο Νεοχώρι όμως ο γαμπρός παραλάβαινε τη νύφη από το τζάκι του σπιτιού της43.
Οι πιο συγκινητικές στιγμές είταν όταν η νύφη αποχαιρετούσε το σπίτι της κάνοντας τρεις βαθιές μετάνοιες μπροστά στην πόρτα, ενώ η μάνα της έραινε κι αυτή και το γαμπρό με βαμπακόσπορο και σιτάρι, που είχε μέσα σ’ ένα πανέρι ή πυκνάδα44. Τέλος η νύφη αποχαιρετούσε με υπόκλιση τους δικούς της και το σόι της μέσα στους παραπονιάρικους ήχους του τραγουδιού απ’ τα λαλούμενα:
Σχηματιζόταν τότε πομπή με το φλάμπουρο μπροστά, τους μουσικάντες, τον παπά, το γαμπρό με τα μπρατίμια, τη νύφη κρατημένη απ’ τον πατέρα ή (αν δεν υπήρχε ο τελευταίος) απ’ τον μεγαλύτερο αδερφό της, το συμπεθερικό του γαμπρού και το άλλο της νύφης. Έπεφταν πάλι ντουφεκιές, ενώ η πομπή τώρα είταν η πιο «επίσημη», καθώς υπήρχε η νύφη κι όλο το συγγενολόι της.
Κείνες τις ώρες έπρεπε να βγούν όλοι, όσοι δεν είχαν προσκληθεί στο γάμο, στους δρόμους για να «ιδούν τη νύφη». Είναι χαραχτηριστικό δηλαδή, πως όλα τα μάτια στρέφονταν απάνω της, για να καμαρώσουν την ομορφιά της και το νυφικό της, για να προβούν και στα ανάλογα σχόλια.
Κάποτε έφταναν στην εκκλησία, εφόσον το μυστήριο θα τελούνταν εκεί.
Μπορούσε όμως να γίνει και στο σπίτι του γαμπρού, οπότε η πομπή κατευθυνόταν κατακεί.
Στην εκκλησία λοιπόν έστηναν το φλάμπουρο στο προαύλιο, κι όλοι έμπαιναν μέσα για να παρακολουθήσουν τη στέψη46. Στο τέλος περνούσαν όλοι απ’ το νέο αντρόγυνο κι εύχονταν: «Στεριωμένοι», «να ζήσετε», «ν’ασπρίσετε και να γεράσετε σαν τον Όλυμπο» κλπ.
Η χαρά πια κι η ικανοποίηση κορυφωνόταν κι έβρισκε μια διέξοδο στο χορό που θα στηνόταν στον αυλόγυρο του ναού ή στην κεντρική πλατεία.
Εκεί θα καταλήγανε, με την ίδια πάντα τάξη (με τη διαφορά πως ο γαμπρός και η νύφη πήγαιναν μαζί -αγκαζέ) και χόρευαν όλοι47 μπροστά σ’ όλο το χωριό που συμμετείχε κι αυτό στη χαρά48. Χόρευαν με τους ήχους των λαϊκών οργάνων για μια ώρα πάνω κάτω, ενώ στην περιοχή της Ζαγοράς τόνιζαν μεταξύ των άλλων και το τραγούδι:
Στο τέλος σχηματιζόταν πάλι πομπή, με την ίδια σειρά, για το σπίτι του γαμπρού50, και κει στην αυλή του (περιοχή βόρειου Πηλίου) έστηναν το «χορό του φλάμπουρου». Χόρευαν δηλαδή όλοι το συρτό κι εναλλάσσονταν με τη σειρά τον κάβο, ώστε ο κάθε κορυφαίος του χορού να κρατάει το φλάμπουρο51. Τραγουδούσαν κι όλας:
Στην πόρτα του σπιτιού η πεθερά της νύφης κερνούσε τ’ αντρόγυνο γλυκό κι έβαζε ένα κλειδί στο κατώφλι να πατήσουν κι οι δυο απάνω, περνώντας μέσα53.
Στο Κεραμίδι, το Βένετο κλπ., τύλιγε με ζουνάρι το ζευγάρι και τον κουμπάρο και τους έσερνε και τους τρεις στο εσωτερικό, αφού πρώτα γυναίκες και κορίτσια την προτρέπανε τραγουδώντας:
Πίσω απ’ το ζευγάρι ακολουθούσαν όλοι οι προσκαλεσμένοι, για να κεραστούν και να διατυπώσουν ξανά τις ευχές. Εδώ τώρα το ρόλο του κεραστή τον αναλάβαιναν τα μπρατίμια. Τόνα κρατούσε το ταψί με τον μπακλαβά και τ’ άλλο το πιοτό, ενώ μια κοπελιά το πιάτο με τα κουφέτα. Έτσι κι οι τρεις περνούσαν απ’ όλους και τους κερνούσαν, αρχίζοντας απ’ τους νιόπαντρους55.
Προτού να διαλυθούν, στην περιοχή της Ζαγοράς, τραγουδούσε ο κουμπάρος τ’ αντρόγυνο:
Σ’ ανταπόδοση τότε οι πιο στενοί φίλοι του γαμπρού τόνιζαν:
Αλλά η κορύφωση της ευθυμίας, της ανεκλάλητης χαράς και της θερμής επικοινωνίας των δυο συμπεθερικών, δημιουργούνταν στο ολονύχτιο γλέντι στο σπίτι του γαμπρού (κάποιες φορές της νύφης αν συντρέχανε λόγοι). Εκεί ξανάρχονταν οι προσκαλεσμένοι το βράδι58 κι έπαιρναν θέσεις γύρω απ’ τις τάβλες διπλοπόδι απάνω σε συνεχόμενες μαξιλάρες, με ορισμένη ιεραρχία. Στο κέντρο έβαζαν το αντρόγυνο με τα μέλη των οικογενειών τους, κι ύστερα σε τιμητικές θέσεις τον παπά, που τον καλούσαν σ’ όλους σχεδόν τους γόμους, και τους προύχοντες. Όλοι αυτοί «δένονταν» ίσαμε τα 1880-1890 με κοινή μακριά πετσέτα που την ακουμπούσαν στα γόνατα κι απ’ αυτή σκουπίζονταν όταν ήθελαν.
Το βασικό φαγητό αποτελούνταν από κρέας59 και ρύζι, που τα ’βραζαν σε καζάνια σε βοηθητικό χώρο της αυλής ή στην ίδια την αυλή. Αποκεί το ’παιρναν τα μπρατίμια και τα μεγάλα κορίτσια και το σερβίριζαν στην τάβλα. Στ’ αντρόγυνο όμως δεν έδιναν απ’ αυτό· πρόσφερναν πετεινό με πατάτες στο νότιο Πήλιο και στο υπόλοιπο κοτόπουλο. Δεν ξεχνούσαν όμως και τους γείτονες. Πήγαιναν και σ’ αυτούς από ’να πιάτο «φαΐ απ’ το γάμο». Κάμποσα επίσης λιανόπαιδα πεινασμένα και κάποιοι φτωχοί του χωριού συγκεντρώνονταν στην αυλή, για να κορέσουν την πείνα τους, ιδιαίτερα όταν ο γάμος είταν πλούσιος60.
Ο παπάς ευλογούσε το τραπέζι, για ν’ αρχίσει το φαγοπότι, ενώ παράμερα έπαιζαν τα όργανα61 τραγούδια της τάβλας. Στη διάρκεια του φαγητού και στα περισσότερα χωριά, ένας οργανοπαίχτης ή ο μπράτιμος έκοβε απ’ το καρβέλι μια «κοριά» (=μεγάλη φέτα ψωμιού) και τη μεταμόρφωνε σε καράβι62. Έβαζε δηλαδή κατάρτι και σχοινιά και το περιέφερε μπροστά σ’ όλους τους συμποσιαστές, που έριχναν χρήματα. Έτσι, φορτωμένο από λεφτά, κατέληγε στους μουσικάντες μαζί με τους παράδες.
Τρώγαν και πίναν μέσα σε ευχές63, μιλώντας συνέχεια ώρες κι ύστερα ο λόγος δινόταν στα ...πόδια. Σε πολλά χωριά του Πηλίου το είχαν σε καλό ν’ αρχίζει το χορό ο παπάς. Από κοντά μικρότεροι και μεγαλύτεροι χωρίς καμιά ιεραρχική τάξη. Έτρωγαν, έπιναν και χόρευαν όλη τη νύχτα, δημιουργώντας ατμόσφαίρα μεγάλης ευθυμίας64. Ενδιάμεσα, για να ποικίλλουν το κλίμα, προβαίνανε και σε διάφορες αστειότητες, παίζοντας και δια- σκεδαστικά παιχνίδια65 και τραγουδούσαν τα «τραπεζιάρικα τραγουδιά» όλοι μαζί. Στις συνήθειες ακόμα είταν και το «κρέμασμα», του μπράτιμου ή του γαμπρού στα χωριά του Βόλου, του δυτικού και του νότιου Πηλίου. Κάποια ώρα δηλαδή της νύχτας τον άρπαζαν ξαφνικά δυο-τρεις άντρες, του περνούσαν με το ζόρι μια τριχιά κάτω απ’ τις μασχάλες και τον κρέμαγαν απ’ τα δοκάρια της σκεπής ή, άμα έτρωγαν έξω, απ’ τα ξύλα της κληματαριάς. Τότε κορυφωνόταν το γέλιο και το χάχανο, κι ο κρεμασμένος από ψηλά αναγκαζόταν να τάξει για να τον ξεκρεμάσουν66.
Εκείνη τη νύχτα της χαράς τραγουδούσαν έως τα 1880 περίπου στο Προμίρι (πολύ πιθανό και σ’ άλλα χωριά) και τρία άλλα τραγούδια, αδημοσίευτα μέχρι σήμερα, που μου παρέδωσε στα 1966 ο Βαγγέλης Σκουβαράς. Τα βρήκε σε ιδιωτικό αρχείο του Βόλου κι είναι χαραχτηριστικά:
Το τρίτο ανέκδοτο τραγούδι το έλεγαν όταν η κόρη παντρευόταν σε ξένο μέρος:
Ο ήλιος της Δευτέρας τους έβρισκε όλους στο γλέντι. Σειόταν και τρανταζόταν ολόκληρο το χωριό, κι οι ντουφεκιές έπαιρναν κι έδιναν. Κείνες τις ώρες έπρεπε να πραγματοποιηθεί κι η επίσκεψη στη βρύση. Σε κάποια χωριά η επίσκεψη αυτή γινόταν την Κυριακή τ’ απόγευμα, σ’ άλλα (τα περισσότερα) το πρωινό της Δευτέρας. Σε λιγοστά χωριά προτιμούσαν την Τρίτη ή την Τετάρτη ύστερ’ απ’ το μυστήριο.
Η επίσκεψη έπαιρνε θορυβώδη χαραχτήρα. Πάλι προηγούνταν το φλάμπουρο και τα λαλούμενα67 κι ακολουθούσε τα αντρόγυνο με ένα ή τρία αγόρια πλάι, που θα είχαν ζωντανούς τους γονείς τους. Από κοντά κι οι προσκαλεσμένοι του γάμου, άλλοτε όλοι (εφόσον η πομπή έβγαινε από γλέντι τη Δευτέρα) κι άλλοτε λίγοι (όταν η μετάβαση γινόταν τις άλλες μέρες). Βάδιζαν χαχανίζοντας κάτω απ’ τα βλέμματα γυναικών κυρίως που έβγαιναν πάλι στους δρόμους ή συγκεντρώνονταν στο χώρο της βρύσης, να ιδούν «τ’ νύφ’ απ’ θα ’πιρνι νιρό».
Στη βρύση μπροστά σταματούσαν. Προχωρούσε μόνο η νύφη στο κανάλι κι έκανε τρεις μετάνοιες μπροστά στο νερό. Στις Μηλιές και στη Βιζίτσα προσκυνούσε κιόλας. Έσκυβε ύστερα (σ’ όλα τα χωριά) και γέμιζε με νερό την κανάτα ή το κανάτι που έφερνε μαζί της ή το κρατούσε ο μπράτιμος ή κάποιο απ’ τα αγόρια που τη συνόδευαν. Συγχρόνως με το γέμισμα, έριχνε μεταλλικά χρήματα στη λεκάνη (έραινε τη βρύση, όπως έλεγαν), που τα ’παιρναν τα παιδιά, τσαλαβουτώντας στο νερό. Παράλληλα (σ’ ορισμένα χωριά) έπαιρνε νερό με τη φούχτα της κι έβρεχε το γαμπρό, για να γενικευτεί στη στιγμή το βρέξιμο και να προκληθεί αναβρασμός. Ο καθένας μάζευε στη φούχτα του νερό και το πετούσε στο διπλανό του. Στα χωριά κυρίως του ανατολικού, δυτικού και βόρειου Πηλίου και στην περιοχή του Βόλου εμπόδιζαν τη νύφη να πάρει νερό: Την έσπρωχναν ή έμπαιναν μπροστά της ή πετούσαν στη βρύση χώματα, πετραδάκια, μπογιές κλπ., η της τρυπούσαν από πρώτα το κανάτι ή της το ’σπαζαν κιόλας. Αυτή όμως έβρισκε ένα άλλο, που έφερνε κάποιος επίτηδες μαζί του68.
Είτε έτσι όμως είτε αλλιώς, έπρεπε η Πηλιορίτισσα νύφη να πάρει και να φέρει νερό στο σπίτι, πάλι με την ίδια τάξη, για να κεράσει μ’ αυτό τους προσκαλεσμένους και να ραντίσει τον μέσα χώρο της κατοικίας, τονίζοντας ευχές69.
Στο Τρίκερι που δεν είχε βρύσες, παρατηρούνταν μια έξοδος συμπεθέρων με το αντρόγυνο, τα λαλούμενα, τον κουμπάρο και τον μπράτιμο να κρατάει διπλωμένο το τραπεζομάντιλο (ή τα τραπεζομάντιλα) με όλα τα υπολείμματα του γαμήλιου τραπεζιού μέσα. Η πομπή, με όλη τη μεγαλοπρέπεια, με τα όργανα να παίζουν και τα λιανοτούφεκα να αδειάζουν στον αέρα, έβγαινε έως την παρυφή του χωριού. Εκεί ο μπράτιμος άδειαζε το τραπεζομάντιλο απάνω σε μια βάτο, ενώ η νύφη ευχόταν: «Όπως απλώνει ο βάτος, να απλώνει και το νοικοκυριό».
Αποδώ κι εμπρός άρχιζε η διαρροή της συγκέντρωσης, χωρίς ωστόσο να σταματήσει το γλέντι. Έμειναν τα μπρατίμια, το αντρόγυνο κι οι πιο γλετζέδες της παρέας, που βρίσκονταν σε μεγάλα κέφια, για να συνεχίσουν τη διασκέδαση. Όλοι αυτοί λοιπόν, στα περισσότερα χωριά του Πηλίου -όχι όμως στο νότιο τμήμα του- έβαζαν τη νύφη να τους φκιάσει πίτα, για να φάνε το μεσημέρι, μαζί με άλλα φαγητά. Μα τα μπρατίμια δεν την άφηναν σε ησυχία. Ενώ δηλαδή έπλαθε τα πέτουρα (= φύλλα κρούστας), πετούσαν απάνω τους αλάτι, άχυρα, φύλλα πουρναριού, ρύζι κλπ., για να χαλάσουν, ώστε ν’ αρχίσει πάλι απ’ την αρχή η νιόνυφη.
Γύρω στο μεσημέρι βαρούσαν πάλι με τα λιανοτούφεκα στον αέρα, καλώντας πάλι τους δικούς και φίλους για το νέο φαγοπότι. Πήγαιναν όμως αρκετοί, όχι βέβαια όλοι οι προσκαλεσμένοι κι εξακολουθούσαν το γλεντοκόπι70. Το ίδιο μπορούσε να γίνει, σε κάποιους γάμους, και το βράδι και την Τρίτη μέρα. Τρεις μέρες έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν, κυρίως οι άντρες, μέχρις ότου παρέλυαν και γίνονταν τύφλα στο μεθύσι.
Όταν τελείωνε πάντως το γλέντι, δεν άφηναν τον κουμπάρο να επιστρέφει μόνος στο σπίτι του· τον πήγαιναν συνοδεία. Τα λαλούμενα μπροστά, ο γαμπρός και πολλοί συμπέθεροι, και κει στο νέο σπίτι κερνιόνταν κι έσερναν και μερικούς γύρους χορού. Ξαναγύριζαν ύστερα στην κατοικία του γαμπρού, όπου θα πήγαινε κι ο παπάς «να λύσει τα στεφάνια», που τα είχαν αφήσει δεμένα στο εικονοστάσι.
Τέλος τα μπρατίμια έστρωναν το «νυφικό κρεβάτι», αλλά σε κάποια χωριά έπεφταν κι αυτά απάνω και δεν σηκώνονταν, αν δεν έταζε ο γαμπρός δώρα (συνήθως ένα καινούργιο γλέντι). Στα υπόλοιπα χωριά έριχναν στο κρεβάτι ένα αγόρι -όχι όμως ορφανό- που το είχαν δασκαλέψει να μη σηκωθεί αν ο γαμπρός δεν του ’δινε κάποιο δώρο ή δώρα, εφόσον δεν έλεγε να το κουνήσει. Στο Λαύκο πάντως ο μπράτιμος προσπαθούσε να σύρει με το ζόρι και τη νύφη στο κρεβάτι, ενώ αυτή αντιδρούσε κι έβγαινε πάντα νικήτρια.
Αποδώ κι εμπρός έφευγαν όλοι κι έμειναν μόνο οι σπιτικοί, αλλά το φλάμπουρο δεν το κατέβαζαν. Το άφηναν να κυματίζει έως την Παρασκευή, οπότε το χαλούσε ο μπράτιμος. Την ημέρα τούτη επίσης η νιόνυμφη στα χωριά του βόρειου Πηλίου πήγαινε, για πρώτη φορά ύστερ’ απ’ το γάμο της, στο σπίτι της μητέρας της που της δώριζε μια κότα. Στην ίδια περιοχή πάλι το νέο αντρόγυνο με τα μπρατίμια περνούσαν απ’ όλα τα σπίτια των προσκαλεσμένων, κερνιόνταν κι έπαιρναν ως δώρο ένα πιάτο με γλυκά κι ένα ζευγάρι κουταλοπήρουνα. Αντίθετα στο Λαύκο οι νιόπαντροι περιφέρονταν την Κυριακή στην εξοχική περιφέρεια του χωριού, βαδίζοντας πάντα δεξιά. Κατέβαιναν δηλαδή απ’ το μουλαρόδρομο στη Μιλίνα, κι από κεί, πηγαίνοντας πάντα δεξιά, έπαιρναν τον άλλο ανηφορικό δρόμο κι επέστρεφαν στο Λαύκο. Κατά την πορεία τους επισκέπτονταν όλα τα συγγενικά και φιλικά σπίτια που συναντούσαν, κερνιόνταν, παίρνοντας και δίνοντας ευχές.
Οι επισκέψεις αυτές πραγματοποιούνταν, αφού πρώτα εκκλησιάζονταν το πρωινό της Κυριακής οι νιόπαντροι μαζί με τους δικούς τους. Πήγαιναν όλοι μαζί με επικεφαλής το ζευγάρι, ενώ στο δρόμο και στο ναό συνάζονταν πάλι πολλοί, κυρίως γυναίκες, να τους καμαρώσουν. Εκεί οι επίτροποι ράντιζαν με κολώνια το ζευγάρι, που βγαίνοντας ύστερ’ απ’ τη λειτουργία στο προαύλιο, περίμενε τις ευχές του εκκλησιάσματος. Στην περιφέρεια της Ζαγοράς και της Πορταριάς, αν τύχαινε να συναντηθούν στην εκκλησία δυο νιόνυφες, έπρεπε να «αλλάξουν παρά» στην είσοδό της. Εκεί δηλαδή η νύφη της περασμένης Κυριακής περίμενε την άλλη και της έδινε ένα νόμισμα, για να επαναλάβει τη χειρονομία κι η δεύτερη μ’ έναν δικό της παρά.
Επιστρέφοντας οι νιόπαντροι στο σπίτι τους (σε αρκετά χωριά) πρόσφεραν τραπέζι στα μπρατίμια ή και στον κουμπάρο. Όπου δεν υπήρχε όμως αυτή η συνήθεια, το αντρόγυνο εφάρμοζε άλλο έθιμο:
Τα «πιστρόφια», που θα γίνονταν σ’ όλα τα υπόλοιπα χωριά την επόμενη Κυριακή, ύστερ’ απ’ το γάμο. Η νύφη δηλαδή, συνοδευόμενη απ’τον άντρα της και το νέο σπιτικό της, επέστρεφε στο πατρικό της σπίτι. Εκεί καλούνταν στενοί συγγενείς και φίλοι, που πολλές φορές ρίχνονταν σε γερό φαγοπότι, δημιουργώντας μια νέα εστία γλεντιού. Αναφέρονται περιπτώσεις που το γλεντοκόπι συνεχιζόταν όλη νύχτα άμα το τραπέζι δινόταν το βράδι.
Με την εκδήλωση τούτη έπαιρναν τέλος οι γαμήλιες εκδηλώσεις στα χωριά του Πηλίου, και το νέο αντρόγυνο, έχοντας το κύρος της Εκκλησίας και τη γενική αναγνώριση της κοινωνίας, μέσ’ απ’ τα λαχταριστά οράματά του, οργάνωνε όσο μπορούσε καλύτερα τη ζωή του κι αποτελούσε γερό αντιστήριγμα ελπίδων του κοινωνικού περιβάλλοντος για τη διαιώνιση της ζωής71.
Με την τέλεση του γάμου στερεωνόταν ο δεσμός ανάμεσα στο γαμπρό, τον κουμπάρο και τον μπράτιμο ή τα μπρατίμια. Περισσότερο στενός είταν ο δεσμός του γαμπρού και του κουμπάρου, που αποκεί κι ύστερα έπαυαν να προσαγορεύονται με τα μικρά ονόματά τους, όπως πρώτα· αποκαλούνταν στις συναναστροφές τους και στις επιστολές ακόμα αν αντάλλαζαν, «κουμπάρε». Δεν μπορούσαν ακόμα να παντρευτούν μεταξύ τους κι αυτοί και τα παιδιά τους, μια τέτοια ένωση είταν έξω απ’ την κοινωνική δεοντολογία72.
Απόρροια του δεσμού γαμπρού και κουμπάρου είταν και η ανταλλαγή δώρων την πρώτη ή και τη δεύτερη και την τρίτη ακόμα Πασχαλιά. Το νέο αντρόγυνο δηλαδή έστελνε μ’ ένα αγόρι στον κουμπάρο του «φτασμίτικη» κουλούρα μαζί με ένα μπουκάλι κρασί και μερικά κόκκινα αυγά73. Σ’ ανταπόδοση και οι κουμπάροι έστελναν με το ίδιο το παιδί γλυκά και κόκκινα επίσης αυγά.