Ο ενθουσιασμός των αμπελουργών κορυφωνόταν με το τελείωμα του τρύγου. Το βράδι λοιπόν εκείνης της μέρας ο κάθε μεγαλονοικοκύρης αμπελιών καλούσε όλους τους τρυγητάδες του, ακόμα και τους αγωγιάτες που μετέφεραν τα σταφύλια, και τον αγροφύλακα «μπικτσή» της περιοχής, στο σπίτι του να φάνε όλοι μαζί και να γλεντήσουν. Το κέφι έτσι άναβε, και κάτω από την προσδοκία της νέας κρασοπαραγωγής, έτρωγαν κι έπιναν, τραγουδούσαν και χόρευαν ως αργά τη νύχτα. Αν είχαν μαζί τους και κανένα όργανο, το γλέντι έπαιρνε μεγαλύτερες διαστάσεις1.