Ο «κούρος», μ’άλλο λόγο το κούρεμα των γιδοκόπαδων, είταν το μεγάλο πανηγύρι των τσομπάνηδων στο Πήλιο και ιδιαίτερα στις βόρειες και τις βορειοδυτικές περιοχές του βουνού, όπου και τα χωριά Μιτζέλα, Βένετο, Κεραμίδι και Κερασιά.
Κάθε τσομπάνος λοιπόν όριζε μια μέρα του Μαΐου για τον κούρο, αφού όμως πρώτα ερχόταν σε συνεννόηση με τους άλλους ποιμένες του χωριού, ώστε να μη συμπέσουν οι εκδηλώσεις. Όταν ήθελε να δώσει κάποιον μεγαλύτερο τόνο, προτιμούσε την Κυριακή. Πάντως από μέρες πριν προσκαλούσε συγγενείς, φίλους, τον παπά για τον αγιασμό κι άλλους γνωστούς του στο μαντρί, κι οπωσδήποτε τους υπόλοιπους τσομπάνηδες της περιοχής ώστε να βοηθήσουν κι αυτοί1. Έτσι συνάζονταν πολυάριθμοι χωρικοί, ντυμένοι στα γιορτινά τους, άντρες, γυναίκες, παιδιά, ακόμα και γέροι, που δημιουργούσαν μιαν ασυνήθιστη εικόνα ένα γύρω της στάνης. Της στάνης που έλαμπε στην πάστρα και τον ασβέστη, καθώς από μέρες πρωτύτερα οι γυναίκες (γυναίκα και κορίτσια του τσομπάνη, άλλες φίλες και συγγενείς) ρίχνονταν στη φροντίδα του χώρου.
Η εκδήλωση άρχιζε με τον αγιασμό που διάβαζε ο παπάς μέσα στο μαντρί και ακολουθούσε το κούρεμα. Τούτο είταν έργο αποκλειστικό των αντρών. Άντρες πάντα οδηγούσαν με τη σειρά τα γίδια στο χώρο του κουρέματος, κι άντρες τα κούρευαν, οι «κουρευτάδες». Πρώτα όμως έσφιγγαν το κεφάλι του ζώου σε διχαλωτές φούρκες μπηγμένες γερά στο χώμα, δένοντάς το (στα μεγάλα ή άγρια γίδια) ή κρατώντας το με τα χέρια δυο άντρες.
Όλα τούτα γίνονταν μπροστά στα μάτια των προσκαλεσμένων, που έπαιρναν θέσεις ένα γύρω και σχολίαζαν καλόπιστα και με χιούμορ τα καθέκαστα, ενώ πιο πέρα ψήνονταν τα σουβλιστά τ’αρνιά. Δεν θα έτρωγαν όμως αν πρώτα δεν ολοκληρωνόταν ο κούρος, εφόσον βέβαια το κοπάδι είταν μικρό. Με το τέλειωμα έριχναν ντουφεκιές «για το καλό» κι έστρωναν κατάχαμα τις τάβλες κι ευωχούνταν όλοι ένα γύρω με τα ψητά κρέατα, τα τυριά, τις σαλάτες και τα κρασιά. Έτρωγαν, έπιναν και κουβέντιαζαν συνέχεια. Τσούγκριζαν και τις κούπες η τις νεροκολοκύθες με το κρασί, επαναλαμβάνοντας συνήθως την ευχή: «Να χ’λιάν’ (=χιλιάνει) του κουπάδ’». Πολλοί έπιναν κι από την ίδια νεροκολοκύθα, που περιφερόταν έτσι απ’τον έναν στον άλλο. Έτσι μερακλώνονταν κι άρχιζαν το τραγούδι και τους χορούς. Δυο απ’ αυτά τα τραγούδια που τραγουδούσαν στον κούρο της Μακρινίτσας είταν και τούτα2:
Αν είχαν καλεσμένα και τα λαλούμενα, το κέφι άναβε νωρίτερα και καιγόταν το πελεκούδι. Στην περιοχή της Ζαγοράς, του Πουριού και της Μιτζέλας τοποθετούσαν στη μέση τα γιδόμαλλα που είχαν κουρέψει, και τα χόρευαν γύρω. Πολλές φορές παρατείνανε τη διασκέδαση κι όλη τη νύχτα. Τότε άναβαν και συντηρούσαν μεγάλη φωτιά, και περιφέρανε τους χορούς γύρω της. Το τι γινόταν δεν περιγράφεται.
Όλοι οι άντρες γίνονταν τύφλα στο μεθύσι και περισσότερο οι τσομπάνηδες, που έβλεπαν έναν ολόκληρο κόσμο να τους συμπαραστέκεται και να συμμερίζεται τη βαθιά τους ικανοποίηση. Ικανοποίηση που βάθαινε περισσότερο από την αναγέννηση της φύσης ένα γύρω3.