• Ι′ Συγγενικές σχέσεις

    Πέρα από τα μέλη της οικογένειας, ένα γερό στήριγμα ελπίδας για όλους αποτελούσαν οι συγγενείς, οι γείτονες, οι κουμπάροι, οι φίλοι και οι συμπέθεροι. Όλοι αυτοί βρίσκονταν, μπορεί να πει κανείς, σε μια κατάσταση ετοιμότητας για την προσφορά της αναγκαίας βοήθειας, υλικής και ηθικής. Είταν έτοιμοι εξάλλου να μετάσχουν και στις χαρές των δικών τους, όπως και στις θλίψεις, και τα σπίτια τους έμειναν ανοιχτά μέρα και νύχτα γι’ αυτούς τους συγγενείς, φίλους κλπ.

    Παλιά φωτογραφία με πλήθος κόσμο σε γάμο

    Οι σχέσεις αυτές επιβεβαιώνονταν και με την καθιερωμένη συνήθεια της ανταλλαγής δώρων κατά τις μέρες του Πάσχα κυρίως. Έτσι το Μέγα Σάββατο οι νονοί έστελναν μ’ένα αγόρι λαμπάδες για την Ανάσταση στα αναδεξίμια τους μέχρις ότου θα έρχονταν σε κοινωνία γάμου1. Τη Δευτέρα του Πάσχα επίσης το νιόπαντρο ζευγάρι θα έστελνε στον κουμπάρο του μ’ ένα αγόρι πασχαλινή κουλούρα, γλυκά και κόκκινα αυγά. Με τη σειρά του κι ο κουμπάρος ανταπέδινε την προσφορά με γλυκά και αυγά, που τα μετέφερε το ίδιο πάλι το αγόρι στους νιόνυμφους.

    Δώρα ωστόσο (φρέσκο ψωμί, πίττες, μουστόπιτες, κρασί απ’ το καινούργιο βαρέλι, κάστανα, καρύδια, κυδώνια, μήλα, σταφύλια κλπ. απ’ την καινούργια σοδειά, γλυκά του κουταλιού και του ταψιού κ.ά.) πρόσφερνε και σε άλλες εποχές του χρόνου η μια συγγενική οικογένεια στην άλλη, αυθόρμητα βέβαια πάντοτε.

    Ελεύθερα επίσης έβοσκαν και τα οικόσιτα ζώα τους στα δικά τους λιβάδια, και δεν υπήρξε καμιά παρεξήγηση, αν κάποιος απ’ τους δικούς τους, περνώντας έκοβε δυο σταφύλια λογουχάρη απ’ το αμπέλι του ή έτρωγε μερικές αχλάδες. Πρόθυμα εξάλλου επέτρεπε να περάσει το αυλάκι του νερού απ’ το κτήμα του, προκειμένου να ποτιστούν οι καλλιέργειες ενός δικού του ανθρώπου2, και χωρίς αντίρρηση άφηνε ο ένας τον άλλον να περνάει απ’ το χωράφι του για να πηγαίνει στο δικό του. Αυτή η τελευταία εξυπηρέτηση προσφερόταν σε όλους γενικά, με αποτέλεσμα σε όλες σχεδόν τις αγροτικές εκτάσεις να χαράζονται μονοπάτια, απ’όπου διάβαιναν άνθρωποι και ζώα.

    1. Βλ. και Γεωργίου Αδρακτά, Η Μεγάλη Εβδομάς επί του Πηλίου, όπ.π.
    2. Για να μη μαλώνουν στη διανομή του νερού στα καλλιεργήσιμα κτήματα, όπως και στα μποστάνια, διόριζε η κοινότητα για ένα καλοκαίρι, πάντοτε με αμοιβή που αναλάμβαναν οι ενδιαφερόμενοι, τον «νεροκράτη» (υδρονομέα). Σε αγροτικές περιοχές είταν δυνατό να ορίσουν και οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι αγρότες τον «νεροκράτη», που πλήρωναν ανάλογα.